Οι κανονισμοί που διέπουν τις ενέργειες της ΕΥΠ ουσιαστικά αποφασίζουν ποιο δικαίωμα θα πρέπει να έχει προτεραιότητα: το ατομικό ανθρώπινο δικαίωμα ή το δικαίωμα μιας δημοκρατικής κοινωνίας στην εθνική ασφάλεια. Εδώ έρχεται να παίξει καίριο ρόλο ποια διαδικασία ακολουθείται. Δηλαδή, οι εξουσιοδοτήσεις από την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία. Και στην περίπτωση των υποκλοπών Ανδρουλάκη και δημοσιογράφων αποδείχθηκε ότι το σύστημα είναι διάτρητο.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Η ανάληψη της πολιτικής ηγεσίας της ΕΥΠ το καλοκαίρι του 2019 από τον πρωθυπουργό ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησε μια σειρά επιπλέον ενεργειών που έσυραν τη χώρα στη δίνη του σημερινού σκανδάλου.
Τον Δεκέμβριο του 2019, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέρασε μια τροπολογία χαλάρωσης της προστασίας απορρήτου των τηλεπικοινωνιών. Κάτι που προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), αφού επί της ουσίας από τότε άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Η κυβέρνηση αποφάσισε να επιτρέπεται η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου, όταν κατά τη διάρκεια ανακριτικών πράξεων ενώπιον των οικονομικών εισαγγελέων διαπιστώνεται και τεκμηριώνεται κακουργηματικό αδίκημα.
Αυτή η απόφαση, όμως, αποτέλεσε το υπόβαθρο για συνολικές παρενέργειες και αντισυνταγματικές παρεκκλίσεις στην προστασία απορρήτου. Με την ΑΔΑΕ να κατηγορεί από τότε την κυβέρνηση ότι αποφασίζει «κυριαρχικά», επισημαίνοντας ότι πλέον θα υπάρχει άρση απορρήτου για αδικήματα που «δεν προσδιορίζονται ούτε εξειδικεύονται περαιτέρω». Κάτι που «είναι πιθανό να προκαλέσει ζητήματα συμβατότητας της διάταξης με το Σύνταγμα».
Ουδέποτε ενημερώθηκε
Η Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία είναι η κατά το Σύνταγμα αρμόδια για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, «ουδέποτε ενημερώθηκε σχετικά με τη διάταξη αυτή», όπως σημείωνε. Δηλαδή, η κυβέρνηση αγνόησε και καπέλωσε την Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου.
Σύμφωνα με τον νόμο του 1994 η άρση απορρήτου είναι επιτρεπτή «μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του».
Άρση απορρήτου μπορεί να διαταχθεί για όποιον επιχειρεί με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό το δημοκρατικό πολίτευμα, στρατιωτικά ποινικά αδικήματα, βασανιστήρια, δωροδοκία, εγκληματική οργάνωση, εμπρησμό, έκρηξη, ανθρωποκτονία με πρόθεση, αρπαγή, κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια, διευκόλυνση ακολασίας άλλων, πορνογραφία ανηλίκων, διακεκριμένη κλοπή, ληστεία, εκβίαση, όποιος παραποιεί ή νοθεύει νόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, κ.ά.
Σχετικά πρόσφατα εντάχθηκαν στον κατάλογο αδικημάτων και η «βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη», αλλά και τα κακουργήματα του «εμπρησμού» και του «εμπρησμού σε δάση». Πλέον η γκάμα των αδικημάτων έχει «ανοίξει» την τελευταία τριετία σε υπερβολικό βαθμό, όπως επισήμαινε αγωνιωδώς και η ΑΔΑΕ από το 2019.
Συστήματα νόμιμης επισύνδεσης διαθέτουν μόνο η ΕΥΠ, η Αντιτρομοκρατική και η Διεύθυνση Ανάλυσης Πληροφοριών της Αστυνομίας. Πλέον αρκεί μόνο η υπογραφή του εποπτεύοντος εισαγγελέα της ΕΥΠ για να εγκριθεί η διαδικασία. Αν και τυπικά απαιτείται, πρακτικά είναι συχνό το φαινόμενο να μην αναγράφεται το όνομα του προσώπου που παρακολουθείται, παρά μόνο ο αριθμός του τηλεφώνου του.
Τις 15.475 έφτασαν οι παρακολουθήσεις το 2021
Η αύξηση στα αιτήματα για άρση απορρήτου επικοινωνιών αυξάνεται ραγδαία πλέον κάθε χρόνο. Από τα επίσημα στοιχεία της ΑΔΑΕ προκύπτουν εντυπωσιακά συμπεράσματα:
- Το 2004 (επί Κ. Καραμανλή) ήταν μόνο 406 τα αιτήματα για νόμιμες παρακολουθήσεις.
- Το 2007 (επί Κ. Καραμανλή) παρέμεναν χαμηλά, στα 611.
- Το 2010 (επί Γ. Παπανδρέου) εκτινάχθηκαν στα 5.459.
- Το 2013 (επί Αντ. Σαμαρά) ήταν 9.876.
- Το 2018 (επί Αλ. Τσίπρα) έφτασαν τα 11.113.
- Το 2020 (επί Κ. Μητσοτάκη) ήταν 13.751.
- Και το 2021 (επί Κ. Μητσοτάκη) απογειώθηκαν στα 15.475!
Όπως επισημαίνει η ΑΔΑΕ, τα συγκεκριμένα νούμερα αφορούν μόνο τα αιτήματα για παρακολουθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι σύνδεσμοι και τα άτομα που παρακολουθούνται για κάθε υπόθεση είναι πολλαπλάσια.
Ποια είναι η εισαγγελέας που δίνει το «πράσινο φως» για επισύνδεση
Για να θεωρείται νόμιμη μια παρακολούθηση θα πρέπει να δώσει το πράσινο φως εισαγγελέας. Συγκεκριμένα, η εποπτεύουσα εισαγγελέας της πρωθυπουργικής ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου.
Τον Μάιο 2020 η εισαγγελέας επικράτησε για τη συγκεκριμένη θέση με οριακή πλειοψηφία 6-5 στην ψηφοφορία του Αρείου Πάγου. Η Βασιλική Βλάχου εισήλθε στον εισαγγελικό κλάδο τον Σεπτέμβριο του 1993, προήχθη σε αντιεισαγγελέα Εφετών το 2011 και στη συνέχεια σε εισαγγελέα Εφετών.
Το 2020 ήταν ακόμα στην έδρα του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, όπου από το 2018 δίκαζε την υπόθεση των 2,1 τόνων ηρωίνης του πλοίου «Νoor 1» σε β’ βαθμό.
Σύμφωνα με όσα είχαν δει το φως στο παρελθόν, το 2014 ήταν σε άλλη υπόθεση ναρκωτικών, στην Κρήτη, με την ονομαζόμενη τότε «μαφία των ναρκωτικών». Είχε κρίνει ότι δεν υπήρχε εγκληματική οργάνωση, χαρακτηρίζοντας ελλιπείς τις αστυνομικές έρευνες.
Τον Σεπτέμβριο του 2004 εισηγήθηκε «την παύση των διώξεων για το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», καθώς κατά την κρίση της «δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων». Το 2006 η Βασιλική Βλάχου τιμωρήθηκε πειθαρχικά με προσωρινή αργία για μη υποβολή δηλώσεων «πόθεν έσχες» από το 2000-2004.