«Καλύτερα να μην έβγαινε να μιλήσει…». Σε αυτή τη φράση θα μπορούσε να συμπυκνωθεί η εκτίμηση «γαλάζιων» στελεχών (κομματικών, κοινοβουλευτικών) για την προχθεσινή εμφάνιση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, που όχι μόνο δεν έπεισε ότι δεν γνώριζε για τις παρακολουθήσεις, αλλά και δεν βελτίωσε στο ελάχιστο την κακή κατάσταση που επικρατεί στην κυβέρνηση, στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στον κομματικό μηχανισμό, ενώ δεν πρόσφερε πειστικά επιχειρήματα στα κομματικά στελέχη για να δώσουν την μάχη το επόμενο διάστημα και να αλλάξουν το κλίμα.
- Από τον Πάνο Σώκο
Τα προβλήματα που αναδείχθηκαν είναι πολλά: Οι βουλευτές που βρίσκονται ήδη στις περιφέρειές του και συχνά περιοδεύουν είναι αναγκασμένοι πλέον –μουδιασμένοι, απογοητευμένοι και εν πολλοίς φοβισμένοι– να απολογούνται χωρίς να έχουν επιχειρήματα, να αντικρούουν τις κατηγορίες των αντιπάλων, κι εκεί που ήταν έτοιμοι να καλλιεργήσουν ένα κλίμα προσδοκιών στους ψηφοφόρους τους για τις οικονομικές εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, τώρα δεν μπορούν να κάνουν ούτε αυτό.
Με δεδομένο ότι το θέμα των υποκλοπών θα κυριαρχεί τουλάχιστον όλο τον μήνα, αποδυναμώνεται, όπως μας λένε, και η παρουσία του πρωθυπουργού στις αρχές Σεπτεμβρίου στη Διεθνή Έκθεση, η οποία φιλοδοξούσαν στο μέγαρο Μαξίμου να αποτελέσει την αφετηρία στην πορεία προς τις εκλογές.
Η κυβέρνηση, σε μια κρίσιμη φάση κι ενώ έχει αρχίσει η μακρά προεκλογική περίοδος, έχει χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, που πέρασε στο μέρος της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) κι αυτό δεν περνά απαρατήρητο από τα κομματικά και κοινοβουλευτικά στελέχη. Η αναγκαστική αποδοχή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ να ανοίξει η Βουλή άμεσα για να συζητηθεί το θέμα των υποκλοπών αυτό υποδηλώνει, όπως μας λένε, και δίνει πλεονέκτημα στην αντιπολίτευση.
Αρχίζει η πτώση
«Αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να καθορίσει την πολιτική ατζέντα και σύρεται πίσω από την αντιπολίτευση, τότε αρχίζει η πτώση», λένε. Επίσης, ο πρωθυπουργός με την παρέμβασή του όχι μόνο απέτυχε να βγάλει το θέμα των υποκλοπών από την επικαιρότητα, αλλά «πέτυχε» σε συνάρτηση με τη συζήτηση που θα γίνει στη Βουλή μετά τις 22 Αυγούστου να διατηρηθεί το θέμα στην πρώτη γραμμή όλο τον Αύγουστο τουλάχιστον και να επισκιάσει κάθε άλλη κυβερνητική πρωτοβουλία.
Η απογοήτευση και η αμηχανία στα κομματικά και τα κοινοβουλευτικά στελέχη είναι εμφανής και επιτείνεται καθώς βλέπουν παράλληλα την αφωνία κεντρικών κυβερνητικών στελεχών και την απροθυμία τους να βγουν να στηρίξουν τον πρωθυπουργό. Μόνο ο Άδωνις Γεωργιάδης βγαίνει και μιλάει, ο Θάνος Πλεύρης και η Σοφία Βούλτεψη μέχρι τώρα, αλλά όσα λένε μόνο πειστικά και ενθαρρυντικά επιχειρήματα δεν είναι.
Την άσχημη κατάσταση και στην κυβέρνηση περιέγραψε χθες πάντως ο υπουργός Ανάπτυξης, ο οποίος μιλώντας στον ΑΝΤ1 είπε ότι όλα τα μέλη της κυβέρνησης είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένα με όσα έγιναν.
Ο μεγαλύτερος φόβος όμως είναι το τι μπορεί να ακολουθήσει από τη στιγμή που άρχισε ξετυλίγεται το κουβάρι, καθώς πολλά δημοσιεύματα κάνουν λόγο για νέες αποκαλύψεις που έρχονται μέσα στον Αύγουστο, για παρακολουθήσεις και άλλων πολιτικών προσώπων. Κανείς δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά ότι οι παρακολουθήσεις σταμάτησαν στον Ανδρουλάκη και στον δημοσιογράφο Θαν. Κουκάκη, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι σαφής απάντηση μέχρι τώρα για το θέμα αυτό δεν έχει δοθεί από την κυβέρνηση, η οποία αρκείται μέσω του εκπροσώπου της να επαναλαμβάνει πως δεν θα μείνει καμία σκιά.
Χάνουν φίλιες δυνάμεις
Όλα αυτά προβληματίζουν τα στελέχη της Ν.Δ., ενώ δεν είδαν με καλό μάτι και το γεγονός ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός χάνουν και φίλιες δυνάμεις, όπως είναι ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που πλέον είναι απέναντι από τον πρωθυπουργό στο θέμα των παρακολουθήσεων, φτάνοντας στο σημείο, έστω και για δικό του όφελος, να ανοίξει θέμα άλλης κυβέρνησης.
Το πιο αδύναμο και αντιφατικό επιχείρημα, σύμφωνα με στελέχη της Ν.Δ., είναι ότι ο πρωθυπουργός είπε πως θα σταματούσε την παρακολούθηση αν τη γνώριζε, παρότι, όπως σημείωσε, ήταν νόμιμη, ενώ, όπως υποστηρίζουν, η παραδοχή του κ. Μητσοτάκη ότι είναι προβληματική η λειτουργία ενός θεσμού όπως η ΕΥΠ συνιστά εκ των πραγμάτων και παραδοχή της προσωπικής πολιτικής του ευθύνης, την οποία όμως δεν ανέλαβε.