Αισθητά συμπτώματα πολιτικής αστάθειας στο ΠΑΣΟΚ προκαλούν το τελευταίο διάστημα οι απανωτές δηλώσεις στελεχών του κόμματος, τα οποία με τον τρόπο τους συντηρούν στην επικαιρότητα το ζήτημα των μετεκλογικών συνεργασιών. Η στρατηγική αμηχανία του προέδρου Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος στη διαμόρφωση στρατηγικής φαίνεται να κινείται «κάτω από τον μέσο όρο» των προσδοκιών, συνιστά πηγή αβεβαιότητας. Το αποτέλεσμα μεταφέρεται επί της (μικρής) οθόνης, όπου τα στελέχη του κόμματος δείχνουν να πελαγοδρομούν, επαναλαμβάνοντας απίστευτες κοινοτοπίες.
«Θα πάμε με όποιο κόμμα βγει πρώτο!» το ξέκοψε χοντρικά τις προάλλες η άλλοτε εκπρόσωπος Μαρία Καρακλιούμη. «Δεν πρέπει να πάμε με κανέναν!» υποστηρίζει με ακαμψία ο Μανώλης Oθωνας. Το άλλοτε δεξί χέρι της Φώφης Γεννηματά και διευθυντής του πολιτικού της γραφείου εκτιμά ότι «σήμερα δεν υπάρχουν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση κυβερνητικού σχήματος συνεργασίας που θα προωθήσει πολιτικές σοσιαλδημοκρατίας. Ούτε πιστεύω ότι μια κυβέρνηση με βασικό πυλώνα είτε τη Ν.Δ. είτε τον ΣΥΡΙΖΑ και συμπλήρωμα το ΠΑΣΟΚ, που θα συγκροτηθεί με μια προσχηματική προγραμματική συμφωνία που θα μείνει στα χαρτιά, θα δώσει αξιόπιστη και βιώσιμη απάντηση πολιτικής και κυβερνητικής σταθερότητας. Το αντίθετο μάλλον». Την ίδια ώρα, στελέχη του ιστορικού ΠΑΣΟΚ, όπως οι Δημήτρης Ρέππας, Χάρης Καστανίδης, Μιχάλης Καρχιμάκης και άλλοι, δεν χάνουν την ευκαιρία να υπογραμμίζουν την πολιτική και ιδεολογική τάφρο που χώριζε το ΠΑΣΟΚ από τη Ν.Δ.
«Με ποιον θα πάει»
Σε πιο μετριοπαθείς κλίμακες, ο Κώστας Σκανδαλίδης επιμένει ότι σε αυτό το κλίμα, που μέχρι τις εκλογές θα γίνει με μαθηματική ακρίβεια αφόρητο, είναι απορίας άξιον πώς ένας πρωθυπουργός σε παροξυσμό προεκλογικής παροχολογίας και ένας αρχηγός αξιωματικής αντιπολίτευσης που επιμένει να αντιπαραβάλλει το δικό του «χθες» με το αδιέξοδο «σήμερα» εγκαλούν το ΠΑΣΟΚ «με ποιον θα πάει». Η αμφίπλευρη πίεση, όπως εκτιμά, έχει στόχο να αποτρέψει τη δυνατότητα του Κινήματος να γίνει καταλύτης στις μετεκλογικές εξελίξεις, και μέχρι ενός σημείου είναι κατανοητή, παρότι πολυφορεμένη. «Οταν, όμως, επιστρατεύεται για να δικαιώσει το “αυτοδύναμος αντί πάσης θυσίας” του Κ. Μητσοτάκη ή την προσωπική επιδίωξη του Α. Τσίπρα να επανέλθει στην πρωθυπουργία, είναι φανερό ότι πρόκειται για μια απόλυτα υποκριτική στάση. Ζητούν από τον Ν. Ανδρουλάκη να γίνει δεκανίκι της δικής τους επιδίωξης» λέει.
Βεβαίως, η επίσημη ρητορεία της Χαριλάου Τρικούπη εξακολουθεί να ταυτίζει Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και σε θέματα όπως η ακρίβεια, η διαφθορά, η υπονόμευση της δημοκρατίας και οι υποκλοπές, στις οποίες κατά γενική ομολογία οι επιδόσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη βρίσκονται έξω από κάθε ανταγωνισμό. Ακόμα και τώρα, που ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, αφήνοντας κατά μέρος τα προσχήματα, θέλει αυθαίρετα και αντισυνταγματικά να απαγορεύσει την έρευνα της ΑΔΑΕ, στο ΠΑΣΟΚ βρήκαν τρόπο για τις συνήθεις ταυτίσεις, δηλώνοντας: «Η κυβέρνηση της Ν.Δ. φέρει βαριά την ευθύνη για το πλήγμα στους θεσμούς και το κράτος δικαίου, επιβεβαιώνοντας καθημερινά πόσο άριστος μιμητής της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. υπήρξε».
Στο κλίμα αυτό, το πρώτο θύμα των καταστάσεων είναι πάντα η κομματική συνοχή. Το ΠΑΣΟΚ οδεύει ασύντακτο προς τις κάλπες, δίνοντας την εικόνα ενός στρατού ατάκτων όπου πρυτανεύει η ατομική σωτηρία των υποψηφίων.
Γ.Χ.