Ηχηρό ράπισμα στα επικοινωνιακά κατασκευάσματα του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί η δημοσιοποίηση της νέας έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ελευθερία του Τύπου.
Οι διαπιστώσεις των άτεγκτων συντακτών για την Ελλάδα αναδεικνύουν εμφατικά τη σημασία των αποκαλύψεων που συγκλονίζουν τη χώρα, τις οποίες το Μαξίμου προσπαθεί απεγνωσμένα να υποβαθμίσει ως προϊόν «συκοφαντιών» που εκπορεύονται από «σκοτεινά κέντρα». «Οι υποθέσεις παράνομων παρακολουθήσεων που προέκυψαν αφορούν ειδικά την Ελλάδα, όπου το Predator φέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε από την ΕΥΠ για την παρακολούθηση δημοσιογράφων» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Με λεπτομερή τρόπο στην έκθεση περιγράφεται το σκάνδαλο των υποκλοπών στη χώρα μας, όπου μεταξύ άλλων σημειώνονται η στοχοποίηση Κουκάκη και κορυφαίων πολιτικών, καθώς και η αρχική άρνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη ότι αγόρασε ή χρησιμοποίησε το Predator, παρότι πωλείται στην Ελλάδα από την Intellexa.
Ολα αυτά, μάλιστα, την ώρα που δημοσιογραφικές έρευνες «απέδειξαν» τις σχέσεις του Γρηγόρη Δημητριάδη, τέως γενικού γραμματέα του Μαξίμου και ανιψιού του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά και της ΕΥΠ, της οποίας προΐσταται ο τελευταίος, με την Intellexa. Οπως προέκυψε, ο Κουκάκης, που ερευνούσε οικονομικά εγκλήματα, παρακολουθείτο από την ΕΥΠ πριν στοχοποιηθεί με το Predator, σημειώνει η έκθεση.
Σημειώνονται επίσης αναλυτικά οι περιπτώσεις άλλων δημοσιογράφων, όπως ο Σταύρος Μαλιχούδης και ο Τάσος Τέλλογλου. «Οι περιπτώσεις παρακολούθησης των δύο δημοσιογράφων (Κουκάκη, Μαλιχούδη) από την ΕΥΠ αποκάλυψαν κενά στην ελληνική νομοθεσία όσον αφορά τις παρακολουθήσεις, αλλά και την έλλειψη εγγυήσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του Τύπου» τονίζεται.
Κατάχρηση των θεμάτων εθνικής ασφάλειας
Οι συντάκτες κάνουν λόγο ευθέως για «ελληνικό Γουότεργκεϊτ», παραθέτοντας μεταξύ άλλων και δημοσίευμα της εφημερίδας «Documento» για δημοσιογράφους, ιδιοκτήτες και στελέχη των ΜΜΕ που περιλαμβάνονται σε αυτούς που στοχοποιήθηκαν με το Predator. Κατά τους συντάκτες της έκθεσης, η ελληνική κυβέρνηση «απέτυχε να πείσει τους δημοσιογράφους ότι έχει σταματήσει η κατάχρηση των θεμάτων εθνικής ασφάλειας», τα οποία είχαν επικαλεστεί οι μυστικές υπηρεσίες για να τους παρακολουθήσουν…
Εκτενείς ήταν και οι αναφορές στις περιπτώσεις διώξεων και τις απόπειρες φίμωσης δημοσιογράφων. Στην έκθεση χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα οι περιπτώσεις δεκάδων δημοσιογράφων, μεταξύ αυτών και του Κώστα Βαξεβάνη, που αντιμετώπισαν «ποικίλες κατηγορίες και διώξεις για απόπειρα χρηματισμού, ψευδομαρτυρία, εκβιασμούς, εξτρεμιστικές δραστηριότητες, εμπλοκή σε τρομοκρατικούς οργανισμούς ή σε ξένες μυστικές υπηρεσίες, προσβολή δημόσιων λειτουργών, προώθηση μίσους».
Συμπερασματικά επισημαίνεται: «Αν και παρουσιάζουν δημιουργικότητα όσον αφορά τις καταγγελίες και τις κατηγορίες εναντίον δημοσιογράφων, τα στοιχεία φανερώνουν ότι οι δικαστικοί λειτουργοί κρατούν αποστάσεις όταν οι δημοσιογράφοι αποτελούν τα θύματα. Το πράττουν ιδίως σε υποθέσεις που τα στοιχεία και οι κατηγορίες μοιάζουν να έχουν “φυτευτεί” ή απέχουν εντελώς από τις δημοσιογραφικές δραστηριότητες».