Αν και μεσολαβούν αρκετές εβδομάδες έως τις 21 Μαΐου, η προσπάθεια πόλωσης που επιχειρούν οι πρωταγωνιστές κυρίως της ερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης δεν δείχνει τουλάχιστον μέχρι στιγμής να αποδίδει ιδιαίτερα αποτελέσματα.
- Του Ανδρέα Καψαμπέλη
Το κλίμα -καθώς άλλωστε μπαίνουμε και στη Μεγάλη Εβδομάδα- παραμένει υποτονικό, παρά τα «φιτίλια» που ανάβουν διάφορες πλευρές. Σε μεγάλο βαθμό η κοινωνία παρακολουθεί… εξ αποστάσεως και ενίοτε με θυμηδία, αν όχι με οργή, τις προεκλογικές «παραστάσεις» που στήνονται, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει και η αγωνία για το πώς θα συμπεριφερθεί το εκλογικό σώμα κατά τις πρώτες κάλπες, στις οποίες θα ισχύσει η απλή αναλογική.
Συνήθως η ατμόσφαιρα ζεσταίνεται τις τελευταίες δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, αλλά αυτή τη φορά οι εκλογικοί ερευνητές επισημαίνουν ότι, παρά τις «ενέσεις» που επιχειρούνται μέσω πολλών συστημικών δημοσκοπήσεων, είναι λίαν πιθανό το ενδεχόμενο ο βαθμός συμμετοχής των ψηφοφόρων να παραμείνει χαμηλά μέχρι τέλους. Παράλληλα διαφαίνεται ότι οι φυγόκεντρες τάσεις -και όχι μόνο προς τη λεγόμενη αντισυστημική ψήφο- θα διατηρηθούν κι αυτές πολύ ισχυρές.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι σε όλες τις έρευνες -ακόμη και στις πιο επίσημες- ανεβαίνουν διαρκώς τα ποσοστά εκείνων που θεωρούν, οριζόντια, ένα από τα πιο βασικά προβλήματα και αιτίες της κακοδαιμονίας στη χώρα μας το πολιτικό προσωπικό της. Γι’ αυτό έχει αυξημένο ενδιαφέρον να φανεί πώς θα επενεργήσει στο γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα η «ετυμηγορία» του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου για το κόμμα Κασιδιάρη, ύστερα και από την προσθήκη που κατέθεσε η κυβέρνηση για να ψηφιστεί τη Μεγάλη Τρίτη στη Βουλή.
Σαράντα ημέρες μετά την τραγωδία των Τεμπών -και με τα περισσότερα ερωτήματα αναφορικά με αυτήν ακόμη αναπάντητα- ο θυμός των πολιτών δεν έχει υποχωρήσει, τουλάχιστον στον βαθμό που ήλπιζαν τα επικοινωνιακά επιτελεία της εξουσίας. Για την ακρίβεια, η κατάσταση περιγράφεται ως ένα ποτήρι είτε μισογεμάτο είτε μισοάδειο, αναλόγως του πώς το βλέπει κανείς. Οι πιο φιλικοί προς την κυβέρνηση δημοσκόποι υποστηρίζουν ότι με την πάροδο των εβδομάδων η Ν.Δ. κατάφερε να «μαζέψει» ένα τμήμα της απότομης πτώσης που σημείωσαν τα ποσοστά της στις αρχές του Μαρτίου.
Ωστόσο, αν και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση αισιοδοξίας, είναι εξίσου γεγονός ότι ένα άλλο κρίσιμο κομμάτι φαίνεται πως έχει χαθεί οριστικά, προστιθέμενο στην προηγούμενη φθορά της κυβέρνησης από τα άλλα πεπραγμένα της τετραετίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το ότι οι «αναποφάσιστοι» βρίσκονται σε υψηλά διψήφια ποσοστά, χωρίς μάλιστα, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, να νιώθουν πια «κοντά» στο κυβερνών κόμμα, όπως είναι η βολική ερμηνεία των ημερών από κάποιους. Μόνο αυθαίρετες και αντιεπιστημονικές αναγωγές επιτρέπουν ένα τέτοιο προγνωστικό, το οποίο πάντως επιχειρείται καθαρά για επικοινωνιακούς και ψυχολογικούς λόγους.
Η σημασία αυτής της προπαγάνδας γίνεται κατανοητή, διότι μέσα σε αυτό το περιβάλλον το σημερινό πολιτικό σύστημα απειλείται με ένα πρωτοφανές βατερλό, τουλάχιστον κατά την πρώτη Κυριακή. Αυτή τη στιγμή και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα βλέπουν «με τα κιάλια», όπως λέγεται χαρακτηριστικά, το 30% που αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση είτε για να προκύψει βιώσιμη κυβέρνηση (συνεργασίας) από τη Δευτέρα 22 Μαΐου είτε για να μην εξελιχθούν σε φιάσκο και οι δεύτερες εκλογές. Οσο για τον τρίτο «πρωταγωνιστή», το ΠΑΣΟΚ, ζει πια το μαρτύριο της σταγόνας, αφού αργά αλλά σταθερά βλέπει να εξανεμίζονται τα όποια δημοσκοπικά κέρδη είχε αποσπάσει και να επιστρέφει προς το μονοψήφιο ποσοστό. Σε κάθε περίπτωση, η «αντισυστημική» ψήφος σε κάθε εκδοχή της εξακολουθεί να ανιχνεύεται σε επίπεδα πολύ υψηλότερα των περιόδων «κανονικότητας».
Κι ενώ η διαχείριση αυτής της πρωτοφανούς κατάστασης μετατρέπεται σε μια πολύ δύσκολη άσκηση, οι πολιτικοί αρχηγοί που διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο για την επόμενη ημέρα κάνουν ό,τι μπορούν τελικά για να επιβεβαιώσουν με διάφορους σουρεαλισμούς, λιγότερο ή περισσότερο ο καθένας, τα αδιέξοδά τους. Στην πραγματικότητα ομολογούν ότι, παρά την προσποιητή αισιοδοξία τους, «οσμίζονται» τα δύσκολα που τους περιμένουν ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο.
Ο Κ. Μητσοτάκης μετά την όψιμη κινδυνολογία περί «πολιτικής τερατογένεσης» από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ25 έφθασε στο σημείο, κατά την τελευταία του επίσκεψη στην Πετρούπολη της δυτικής Αθήνας, να πει ότι η Ν.Δ. διεκδικεί την αυτοδυναμία από την πρώτη Κυριακή. Πέραν της θυμηδίας που προκάλεσε, αυτό επισφραγίζει και την αποτυχία της μέχρι σήμερα στρατηγικής του «δεύτερου γύρου». Υπό τον πανικό της πλήρους χαλάρωσης και της αποσυσπείρωσης, εν μέσω κόπωσης και απογοήτευσης, επιχειρεί να ντοπάρει την εκλογική του βάση, τη στιγμή που ο ίδιος έλεγε τα αντίθετα μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες.
Αγωνία για Μητσοτάκη, «αντισυστημικός» Τσίπρας, αυτογκόλ Ανδρουλάκη
Για το επιτελείο της Ν.Δ. δύο είναι πλέον οι νάρκες. Εκτός από τα χαμηλά ποσοστά, οι δημοσκοπικές διαφορές στα όρια του στατιστικού λάθους προοιωνίζονται κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος και ένα ντέρμπι με έπαθλο την πρωτιά, μέσα σε ένα σκηνικό γενικής καθίζησης και κατακερματισμού. Ηδη πάντως σε συγκεκριμένες κατηγορίες του εκλογικού σώματος και ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες η Ν.Δ. καταγράφεται δεύτερο κόμμα κι αυτό προκαλεί ακόμη μεγαλύτερο πονοκέφαλο για τη μείωση της «γαλάζιας» αποχής στους πενηντάρηδες και άνω.
Η αγωνία του κ. Μητσοτάκη έχει και προσωπικά χαρακτηριστικά καθώς, παρά την επιφανειακή «βεβαιότητα», ένα άσχημο αποτέλεσμα μπορεί να δρομολογήσει τις εσωτερικές διεργασίες στη Ν.Δ. από το βράδυ της 21ης Μαΐου κιόλας. Είναι ενδεικτικό ότι οι ακριτομυθίες πως ο Ν. Ανδρουλάκης ετοιμάζεται να προτείνει για επικεφαλής της κυβέρνησης συνεργασίας μετριοπαθές στέλεχος της Ν.Δ. (όχι τον Ν. Δένδια αλλά της νεότερης γενιάς!) ήταν αρκετές για να σημάνει αγχώδης κινητοποίηση στο Μαξίμου και να δοθεί γραμμή προς όλους να δηλώνουν ότι «δεν θα δεχτούν για πρωθυπουργό άλλον από τον Κ. Μητσοτάκη»…
Ο Αλέξης Τσίπρας από την πλευρά του ανησυχώντας, όχι άδικα, από τη δημοσκοπική ενίσχυση τόσο του ΚΚΕ όσο και του κόμματος του Γ. Βαρουφάκη, αυτή την εβδομάδα ενδύθηκε πάλι τον «αντισυστημικό» μανδύα δηλώνοντας από την Κόρινθο ότι «η πιο αντισυστημική ψήφος κατά του κ. Μητσοτάκη είναι η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ». Το πόσο θα καταφέρει να πείσει αυτό το ακροατήριο πάντως παραμένει μεγάλο ζητούμενο καθώς, ενώ το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει αποδεχτεί ότι η μάχη της πρωτιάς θα κριθεί στον χώρο του κέντρου, τώρα προσπαθεί να πατήσει και σε μια άλλη βάρκα. Και σχηματικά ό,τι χάνει το χάνει κυρίως προς τα εκεί. Γι’ αυτό και το (δύσκολο) στοίχημα του κ. Τσίπρα είναι φέρει ένα τουλάχιστον οριακό αποτέλεσμα την πρώτη Κυριακή, ώστε να έχει ελπίδες να δημιουργηθεί ισχυρό «αντιμητσοτακικό» ρεύμα για τις δεύτερες κάλπες.
Οσο για τον Νίκο Ανδρουλάκη, κατάφερε να βάλει άλλο ένα αυτογκόλ. Υστερα από τις θολές αναφορές του στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, που εκτός από τη «δημόσια συζήτηση» του προκάλεσαν εν τοις πράγμασι ζημιά, η δήλωσή του ότι θα τεθεί σε «αξιολόγηση» ως αρχηγός, εάν το ΠΑΣΟΚ δεν πάρει διψήφιο ποσοστό, άνοιξαν νέο κύκλο εσωστρέφειας και -κακά τα ψέματα- αυτή τη στιγμή στα κομματικά παρασκήνια το «θέμα ηγεσίας», έτσι όπως άνοιξε, συζητείται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο…