Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κρύψει ότι θεωρεί τον Κώστα Σημίτη μέντορα και πρότυπό του. Και ενώ μάλιστα έως τώρα τον έχει αντιγράψει σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, όλα δείχνουν ότι ήρθε η ώρα να προσπαθήσει να τον μιμηθεί και σε άλλες πρακτικές και συμπεριφορές.
- του Ανδρέα Καψαμπέλη
Οι τελευταίες κινήσεις του κ. Μητσοτάκη, ειδικά με το θέμα Πατούλη για την Περιφέρεια Αττικής, ήρθαν να επιβεβαιώσουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τις πληροφορίες ότι ο πρωθυπουργός έχει αποφασίσει -εκμεταλλευόμενος τον πρόσφατο εκλογικό του θρίαμβο και σε συνδυασμό με τη διάλυση και τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης- να προσπαθήσει να οικοδομήσει το δικό του βαθύ -και προσωπικά ελεγχόμενο- σύστημα εξουσίας.
Η διαφορά με την πρώτη τετραετία είναι ότι το 2019 κέρδισε μεν σαρωτικά τις εκλογές, αλλά στη συνέχεια κινήθηκε υποχρεωτικά με ισορροπίες και συμβιβασμούς σε πολλά πεδία. Αυτό φάνηκε όχι μόνο στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου και τις άλλες κορυφαίες θέσεις, αλλά και στην Αυτοδιοίκηση, καθώς και στις διάφορες βαθμίδες, ανώτερες και μεσαίες, του κρατικού μηχανισμού, φορέα και εξουσίας. Αρκετές φορές, μάλιστα, όπως λένε άνθρωποι που γνωρίζουν, είχε γίνει έξαλλος -δικαίως ή αδίκως- με υπουργούς ή άλλους παράγοντες της κυβερνητικής μηχανής, διατηρώντας τους ή απλώς μετακινώντας τους τελικά όμως, για να μη διαταράξει άλλους συσχετισμούς.
Θεωρώντας εαυτόν παντοδύναμο και πανίσχυρο μετά τις 25 Ιουνίου ο κ. Μητσοτάκης θέλει όχι απλώς να έχει τον πλήρη έλεγχο αλλά και να φτιάξει ρίζες που θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός νέου «βαθέος κράτους» με αποκλειστικό σημείο αναφοράς τον ίδιο.
Αν και η αλήθεια είναι ότι ο πρώτος διδάξας σε αυτό υπήρξε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατά τη μικρή θητεία της δικής του πρωθυπουργίας, το 1990-93, εκείνος που «διέπρεψε» ήταν ο Κώστας Σημίτης. Αν, εξ αντικειμένου, κατάφερε περισσότερο κάτι κατά την περίοδο της οκταετίας του το 1996-2004, αυτό ήταν ότι άφησε πίσω ανθρώπους και μηχανισμούς που συνεχίζουν να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τον δημόσιο βίο και τις εξελίξεις στους περισσότερους τομείς. Αυτό διαπιστώνεται και τώρα με διάφορες αφορμές και κυρίως στο πεδίο εθνικών θεμάτων, όπου η λεγόμενη «σχολή του ΕΛΙΑΜΕΠ» δεν κυριαρχείται μόνο από τις αντιλήψεις του συμβιβασμού και των υποχωρήσεων απέναντι στην Τουρκία, αλλά εκπροσωπείται ακόμη και σήμερα από πρόσωπα που έμειναν γνωστά ως «άνθρωποι του Σημίτη».
Πολλοί από αυτήν την κατηγορία, άλλωστε, όπως είναι γνωστό -μολονότι στο διάβα του χρόνου η ελληνική κοινωνία τους απέρριψε και τους έθεσε στο περιθώριο- βρέθηκαν να αποτελούν από το 2019 στενούς συνεργάτες, συμβούλους, ακόμη και κορυφαίους υπουργούς του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος ομνύει πλέον στον «πολυδύναμο εκσυγχρονισμό», όπως είπε και στις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή. Από την άποψη αυτή, όπως λένε σκωπτικά κάποιοι, ο σημερινός πρωθυπουργός είχε δίπλα του εκείνους που διέθεταν το know-how για τη δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος που θα διακλαδώνεται οριζοντίως και καθέτως σε όλους τους θεσμούς, στις επιμέρους εξουσίες, στους φορείς του κράτους και στις διάφορες εκφράσεις της κοινωνίας σε κεντρικό αλλά και περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί -και ενδεχομένως δικαίως- ότι ύστερα και από το αποτέλεσμα του Ιουνίου δεν έχει μπροστά του μόνο άλλη μία τετραετία αλλά οκταετία. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που διεκδικεί βασίμως πλέον είναι να αποτελέσει τον μακροβιότερο σε συνεχή θητεία πρωθυπουργό στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου. Για αυτό και σε συνδυασμό με την «εποχή Μητσοτάκη», που πιστεύει ότι θα δημιουργηθεί στα εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα της χώρας ένα καινούργιο «βαθύ κράτος» που θα στηρίζει και θα υπηρετεί αυτήν την «εποχή», αλλά και την προοπτική της, θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση.
Αυτό, άλλωστε, θεωρεί ότι θα τον καταστήσει βραχυπρόθεσμα και ισχυρότερο «συνομιλητή» απέναντι στα άλλα (εξωθεσμικά) κέντρα εξουσίας της Ελλάδας και του εξωτερικού, ιδιαίτερα δε σε μια περίοδο που λόγω και της διανομής των 37 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης πρόκειται να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις και να μπουν μεγάλης αξίας υπογραφές. Επίσης, του δίνει κάθε δικαίωμα να σκέφτεται και να σχεδιάζει έτσι η κατάσταση στην αντιπολίτευση, που με ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνει καθημερινώς ότι τα χειρότερα γι’ αυτήν δεν τελείωσαν αλλά άρχισαν στις εκλογές του Ιουνίου…
Εντύπωση στο εσωτερικό της Ν.Δ. από την ταχύτητα εκκαθάρισης του περιφερειάρχη
Οι περιπτώσεις του Ν. Μηταράκη και (κυρίως) του Γ. Πατούλη, ανεξάρτητα από τις άλλες παραμέτρους τους, αποτέλεσαν τα δύο crash tests για την επίδειξη πυγμής του κ. Μητσοτάκη προς την παραπάνω κατεύθυνση. Στο εσωτερικό της Ν.Δ. ομολογείται, μάλιστα, ότι οι εξελίξεις γύρω από το θέμα της Περιφέρειας Αττικής προκάλεσαν τεράστια εντύπωση όχι τόσο ως προς τα πρόσωπα όσο προς την ταχύτητα, τη μεθόδευση και την αποτελεσματικότητα.
Αλλωστε, ήταν κοινό μυστικό ότι αναζητείτο απλώς μια αφορμή για να «κοπεί» ο κ. Πατούλης. Μάλιστα, όπως σημειώνουν με νόημα αυτοί που ξέρουν τι τεκταινόταν στο παρασκήνιο για να μπορέσει να βγει από τη μέση, «ο Γιώργος πρέπει να νιώθει τυχερός που θα μπορεί να λέει ότι φαγώθηκε μόνο για ένα… ζεϊμπέκικο». Η γρήγορη και εντελώς αναίμακτη κατάληξη της «εκκαθαριστικής επιχείρησης», χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αντίδραση από οποιαδήποτε πλευρά, προκειμένου να πάρει το χρίσμα για τη μεγαλύτερη Περιφέρεια της χώρας ένας από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του πρωθυπουργού, ο Νίκος Χαρδαλιάς, έστειλε το μήνυμα ότι ξεκινώντας από το εσωκομματικό πεδίο η κυριαρχία του κ. Μητσοτάκη είναι πλήρης.
Ακόμη και ο Αντώνης Σαμαράς θεωρείται πλήρως «ξεδοντιασμένος» έχοντας συμβιβαστεί και σιωπήσει οριστικά πλέον με την παραχώρηση του «βιλαετίου» της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να κινείται πλέον ανεξέλεγκτα κτίζοντας τη δική του πολιτική και εσωκομματική πυραμίδα κατά το δοκούν. Πιστεύει, άλλωστε, ότι με τις επιλογές που έκανε συνολικά για τις αυτοδιοικητικές εκλογές του φθινοπώρου -φτάνοντας μάλιστα στο σημείο και να υιοθετήσει πλήρως στην Κρήτη τον επίσημο υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ Στ. Αρναουτάκη- θα βγει νικητής και από τις κάλπες αυτές.
Κι αυτό θα του ανοίξει τον δρόμο για να συνεχίσει ακόμη με ταχύτερο ρυθμό την οικοδόμηση του δικού «συστήματος εξουσίας» πάνω στη χώρα, που θα ξεκινάει από την κυβέρνηση, θα επεκτείνεται παντού και θα βρίσκεται κάτω από τον δικό του απόλυτο έλεγχο…