Η Ελλάδα είναι μια παγκόσμια υπερδύναμη στο ελαιόλαδο, όμως τα νοικοκυριά αγοράζουν πανάκριβα από την περασμένη άνοιξη ένα προϊόν που παράγεται στη χώρα μας και είναι σήμα κατατεθέν της διατροφής μας.
Όσο η κυβέρνηση δείχνει εγκλωβισμένη, αποφεύγοντας οποιαδήποτε παρέμβαση στην ανεξέλεγκτη αγορά, με συνέπεια οι τιμές να εκτινάσσονται σε μηνιαία βάση, η πτώση στην κατανάλωση έχει αρχίσει πλέον όχι μόνο να διαφαίνεται, αλλά και να παγιώνεται. Και τα μηνύματα για τους επόμενους μήνες μόνο αισιόδοξα δεν είναι.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Τι πραγματικά συμβαίνει μοιάζει με ένα μπερδεμένο κουβάρι. Κάθε πλευρά πετάει το μπαλάκι στην άλλη, με τον καταναλωτή να πληρώνει το μάρμαρο, έρμαιο όχι μόνο μιας πράγματι κακής συγκυρίας, αλλά και του παιχνιδιού αποφυγής ευθυνών και πρωτοβουλιών. Εν τω μεταξύ, το λάδι γίνεται όλο και πιο ακριβό στα ράφια.
Στα σούπερ μάρκετ οι τιμές στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο αρχίζουν ανά λίτρο από τα 11 ευρώ και φτάνουν ακόμα και στα 14 ευρώ. Μια τετράλιτρη συσκευασία γνωστής μάρκας που σήμερα πωλείται στα 50 ευρώ, πριν από μόλις 11 μήνες, στις 15 Δεκεμβρίου 2022, είχε 26 ευρώ! Τιμές όπως μέχρι την άνοιξη του περασμένου έτους στα 6,5-7,5 ευρώ το λίτρο στο ράφι τώρα πολύ απλά δεν υπάρχουν. Οι προσφορές για τις μεγαλύτερες συσκευασίες είτε εκλείπουν είτε είναι άνευ σημασίας.
Η εξήγηση αυτής της πρωτοφανούς κατάστασης κρύβεται σε δύο παραμέτρους, όπως μας εξηγούν άνθρωποι της αγοράς ελαιολάδου. Αφενός μεν στους κρίκους της αλυσίδας της ελληνικής αγοράς, από την παραγωγή του προϊόντος μέχρι την κατανάλωση, αλλά και στη διεθνή αγορά του ελαιολάδου.
Η αλυσίδα
Η εσωτερική αλυσίδα αρχίζει από τον παραγωγό, ο οποίος πουλάει ακριβότερα το λάδι το τελευταίο οκτάμηνο, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται και τα δικά του κόστη. Τα μεροκάματα για τους εργάτες και τις άλλες γεωργικές ασχολίες έχουν αυξηθεί από τα 45-50 ευρώ που ήταν πέρυσι στα 60-65 ευρώ φέτος.
Μετά τη συλλογή της παραγωγής και το μέρος της που μένει για ιδία κατανάλωση, η σοδειά περνάει στον τυποποιητή και τον έμπορο. Σε αρκετές περιπτώσεις έμπορος είναι ο ίδιος ο τυποποιητής του προϊόντος. Ο έμπορος θα δώσει το λάδι είτε για τυποποίηση για εγχώρια διάθεση στη λιανική, δηλαδή στα σούπερ μάρκετ, είτε θα το εξάγει στο εξωτερικό.
Διαθεσιμότητα
Μια παράμετρος έχει να κάνει με τη διαθεσιμότητα ποσοτήτων από τον παραγωγό, ο οποίος, προκειμένου να καλύψει τα έξοδά του, θα δώσει σίγουρα ένα μέρος της σοδειάς του άμεσα τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο, αλλά όχι όλη. Αυτό είναι κάτι σύνηθες, που δεν αφορά μόνο την τωρινή συγκυρία.
Η περσινή συγκομιδή των ελιών και στη συνέχεια η παραγωγή ελαιολάδου τον περασμένο χειμώνα έγινε όταν δεν είχε ξεκινήσει ακόμα το ράλι ανόδου. Οι τιμές ήταν ακόμα φυσιολογικές και το λάδι δεν διατέθηκε άμεσα κι εξ ολοκλήρου στην αγορά, αλλά σταδιακά, όπως γίνεται κάθε χρόνο.
Η χώρα μας αφενός δεν διαθέτει μεγάλους χώρους για μαζική αποθήκευση για το ελαιόλαδο, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να προαγοραστούν τεράστιες ποσότητες από τους εμπόρους, και αφετέρου ο κλάδος δεν είναι μονοπωλιακός, ούτε ολιγοπωλιακός. Η παραγωγή, δηλαδή, δεν ελέγχεται από 5-10 μεγαλοπαραγωγούς που αντιπροσωπεύουν π.χ. το 80% ώστε να ενεργήσουν σαν καρτέλ, όπως συμβαίνει σε άλλους κλάδους.
Η δεξαμενή του ελληνικού ελαιολάδου αποτελείται από πολλούς μικρούς – μεσαίους παραγωγούς και συνεταιρισμούς που είναι διασκορπισμένοι στο μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας. Η πάγια τακτική είναι οι τυποποιητές και οι έμποροι να αγοράζουν σταδιακά για να καλύψουν τις υποχρεώσεις ενός, ενάμιση μήνα.
Το κραχ που εκτόξευσε τις τιμές
Ετσι, μέχρι τον Μάρτιο 2023 είχε δοθεί στην αγορά, εγχώρια και διεθνή, μόνο ένα μέρος της περσινής ελληνικής παραγωγής. Υπήρχαν ακόμα αποθέματα και οι τιμές παρέμεναν προσιτές.
Το λάδι της προηγούμενης σοδειάς άρχιζε τον Σεπτέμβριο του 2022 από τον παραγωγό στα 3,5-4 ευρώ και τα Χριστούγεννα ήταν περίπου στα 4,50-5 ευρώ. Ο καταναλωτής έβρισκε το λάδι στα σούπερ μάρκετ με 6-7 ευρώ το λίτρο, τιμές ανεβασμένες λόγω πληθωρισμού, αλλά λογικές.
Τον Μάρτιο του 2023, όμως, έγινε το κραχ. Η Ισπανία ανακοίνωσε ότι, ενώ τα πρώτα αποθέματά της τελείωναν από μια ήδη κακή χρονιά, υπήρχαν ακραία αρνητικές προβλέψεις για τη φετινή σοδειά, εξαιτίας των μη ευνοϊκών καιρικών συνθηκών.
Η Ισπανία, η οποία αποτελεί και την υπερδύναμη στο ελαιόλαδο, έδωσε πρώτη το σύνθημα για εισαγωγές. Ακολούθησε η Ιταλία, η οποία έχει και έντονο εμπορικό ρόλο στη διεθνή διακίνηση του λαδιού.
Αυτόματα γεννήθηκε ένα άτυπο χρηματιστήριο με ανοδικές εκρήξεις, εν μέσω πανικού. Οι παραγωγοί με σημαντικά αποθέματα, σκεπτόμενοι… χρηματιστηριακά, άρχισαν να κρατούν τα λάδια τους όσο περισσότερο μπορούσαν, προσβλέποντας σε τιμές που θα ανέβουν κι άλλο, όπως κι έγινε.
Ηδη από το Πάσχα το λάδι έφευγε από τον Ελληνα παραγωγό στα 6 ευρώ, φτάνοντας στα 8-9 ευρώ το λίτρο στα σούπερ μάρκετ. Αρχές καλοκαιριού ανέβηκε η τιμή παραγωγού στα 7 ευρώ και τον Ιούλιο στα 8 ευρώ, για να ξεπεράσει τα 8,5 ευρώ το φθινόπωρο.
Σύμφωνα με τοπικά δημοσιεύματα, αυτή την εβδομάδα έγινε στην Κρήτη δημοπρασία με ελαιόλαδο και η τιμή έφτασε τα 9,50 ευρώ! Αυτό σημαίνει ότι το συγκεκριμένο λάδι θα καταλήξει σύντομα στα ράφια, μετά και τους μεσάζοντες, σε τιμές ενδεχομένως και πάνω από 15 ευρώ. Οσο τα αποθέματα θα λιγοστεύουν και εν αναμονή της νέας -ακόμα μικρότερης- σοδειάς, η άνοδος θα συνεχίζεται, εκτιμούν οι γνώστες της αγοράς.
Στα 150 με 170 ευρώ ο τενεκές στη χώρα μας
Προ διμήνου, τον Σεπτέμβριο, ένα λίτρο λάδι πωλούνταν στα ελληνικά σούπερ μάρκετ μεσοσταθμικά στα 10,5 ευρώ με ΦΠΑ 13%. Στην Ισπανία κόστιζε 8,8 ευρώ με 5% ΦΠΑ, στην Ιταλία 8,2 με 4%, στη Γαλλία 8 με 5,5% ΦΠΑ και στην Πορτογαλία 7 ευρώ με μηδενικό ΦΠΑ. Οι τιμές κινούνται ανοδικά σε όλες τις χώρες που παράγουν και καταναλώνουν ελαιόλαδο, με την Ελλάδα να είναι ακριβότερη και λόγω των αυξημένων δεικτών ΦΠΑ.
Πλέον η ελληνική αγορά ελαιολάδου κινείται σε καθεστώς συνολικής ασφυξίας. Η μέση οικογένεια δυσκολεύεται να εξασφαλίσει όπως μέχρι πρότινος έναν τενεκέ λάδι, αφού η τιμή έχει εκτοξευτεί στα 150-170 ευρώ.
Το κόστος του χρήματος είναι υψηλό και για όσους εμπόρους επέλεξαν να τζογάρουν περαιτέρω αποθηκεύοντας μεγαλύτερες ποσότητες για να πουλήσουν στο λίμιτ απ της τιμής. Αν κάποιος πέρυσι αγόραζε 100 τόνους με 500.000 ευρώ, τώρα θέλει κεφάλαιο 1.000.000 ευρώ.
Επίσης, οι προβλέψεις για τη σοδειά του 2024 δεν έχουν βγει ακόμα ώστε να διαφανεί αν το κραχ θα διαρκέσει κι άλλο ή αν η κατάσταση θα οδεύσει προς εξομάλυνση σταδιακά. Για τη φετινή σοδειά, πάντως, σε περιοχές όπως η Κρήτη οι παραγωγοί κάνουν λόγο για μείωση της συγκομιδής πάνω από 50%.
Λάδι με το σταγονόμετρο οι καταναλωτές, κερδισμένοι οι μεγαλοπαραγωγοί
Αν και από την εξωφρενική αύξηση των τιμών λαμβάνουν κέρδη όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας, αλλά και το κράτος λόγω του αυξημένου ΦΠΑ συγκριτικά με τις άλλες παραγωγές χώρες, οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες γίνονται ήδη ορατές.
Οι Ελληνες καταναλωτές περιορίζουν, για πρώτη φορά σε τέτοιον βαθμό, τη χρήση ελαιολάδου, όπως δείχνουν οι πρώτες έρευνες. Ενα μεγάλο πλήγμα και για διατροφικούς λόγους, αν αναλογιστεί κανείς ότι το ελαιόλαδο θεωρείται από τους Ελληνες καταναλωτές ανώτερο των άλλων φυτικών ελαίων και σε ποσοστό 91% εκτιμούν ότι είναι πιο θρεπτικό/υγιεινό.
Ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ) Γιώργος Οικονόμου δήλωσε πρόσφατα πως «όταν διαμορφώθηκε η κατάσταση και φάνηκε η έλλειψη προσφοράς από τις άλλες χώρες κι ότι άρχισαν να τελειώνουν τα αποθέματα στην Ισπανία και την Ιταλία, κάποιοι φρόντισαν ή πρόβλεψαν ή σπεκουλάρισαν και κράτησαν ποσότητες. Εφόσον δεν τις πούλησαν, προσέβλεπαν στην προοπτική της αύξησης της τιμής. Θα μπορούσαν, βέβαια, και να την πατήσουν. Θα μπορούσαν ακόμα και τώρα, αν η παραγωγή της Ισπανίας βελτιωνόταν και ξεχειλίζαμε σε λάδι, η τιμή να έπεφτε ξανά στα 4 ευρώ».
Ο κ. Οικονόμου μίλησε και για πληροφορίες που κατάφερε να συλλέξει το τελευταίο διάστημα: «Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχουν κάποιοι μεγαλοπαραγωγοί που λένε έχω 20 τόνους στην αποθήκη, όποιος μου δώσει 10 ευρώ αύριο το φορτώνει. Οταν κάποιος έχει το προϊόν και δεν έχει ανάγκη να ρευστοποιήσει, θα το ψάξει. Θα το πιέσει. Ανάλογα πάντα με το πόσο το χρειάζεται ο άλλος. Και ποιος είναι ο άλλος; Κάποια μεγάλη εταιρία η οποία έχει υπογράψει συμβόλαια σε τρίτες χώρες κι αν δεν τα ικανοποιήσει, έχει ρήτρες».
Δεύτερη στην Ευρώπη η Ελλάδα ως παραγωγός χώρα, πέμπτη παγκοσμίως
Το ελαιόλαδο δεν κατέχει μεγάλο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά ελαίων και λιπαρών. Το ποσοστό του είναι στο 3%, που αντιστοιχεί σε 1,5-1,7 δισ. ευρώ.
Τον Σεπτέμβριο το υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ εκτίμησε ότι η φετινή παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου θα ανέλθει στους 2.500.000 τόνους, μειωμένη τόσο σε σχέση με το περσινό έτος όσο και συγκρινόμενη με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Το 2022 η Ελλάδα βρέθηκε στη δεύτερη θέση της Ευρώπης ως παραγωγός χώρα, με 300.000 τόνους. Η χώρα μας βρέθηκε πίσω από την Ισπανία, αλλά προσπέρασε την Ιταλία.
Το 2021 η Ελλάδα ήταν πέμπτη παγκοσμίως, με πρώτη την Ισπανία (1.300.000 τόνους), δεύτερη την Ιταλία, τρίτη την Τυνησία και τέταρτη την Τουρκία. Σημαντική παραγωγή ελαιολάδου κάνουν επίσης το Μαρόκο και η Πορτογαλία. Σε μεγάλο βαθμό η παραγωγή ελαιολάδου είναι μεσογειακή υπόθεση.
Δραματικές οι προβλέψεις για φέτος
Οι φετινές εκτιμήσεις από γνώστες της αγοράς κάνουν λόγο για παραγωγή που στη χώρα μας δεν θα ξεπεράσει ούτε καν τους 200.000 τόνους, κάτι που αν επαληθευτεί θα ενισχύσει περαιτέρω την άνοδο τιμών.
Μέχρι τώρα η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δείξει διάθεση για κάποιου είδους παρέμβαση προκειμένου να πέσουν ή έστω να φρεναριστεί η ακρίβεια στο λάδι. Οι εισαγωγές ελαιολάδου από το εξωτερικό πρακτικά δεν είναι εφικτές, αφού, όποτε έχει γίνει τέτοια συζήτηση, μπαίνουν διάφορα γραφειοκρατικά εμπόδια.
Συν τοις άλλοις, όμως, και οι άλλες εξαγωγικές χώρες πωλούν αυτή την εποχή το ελαιόλαδο σχεδόν εξίσου ακριβά. Επίσης, τα κατά καιρούς δημοσιεύματα ότι το ελληνικό λάδι που φεύγει στο εξωτερικό, π.χ. στην Ιταλία, επανεισάγεται στη συνέχεια ως ιταλικό δεν έχουν βάση.
Πιθανό μπλοκάρισμα εξαγωγών, ώστε να εξασφαλιστούν οι περίπου 100.000 τόνοι που απαιτούνται ετησίως για να καλυφθούν οι ανάγκες της ελληνικής αγοράς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα εφικτό σενάριο. Εντός Ε.Ε. είναι δύσκολο να μπουν τέτοιοι φραγμοί στο εμπόριο. Οι μόνες χώρες που έχουν ανακοινώσει έως τώρα το συγκεκριμένο μέτρο απαγόρευσης των εξαγωγών λόγω της φετινής κρίσης είναι εκτός Ευρώπης, δηλαδή η Τουρκία, η Τυνησία και το Μαρόκο.
Διατίμηση
Ακόμα και η προοπτική διατίμησης του προϊόντος δεν συγκεντρώνει πολλές ελπίδες, αφού το κράτος δεν είναι εύκολο να ελέγξει σε ποιο στάδιο της αλυσίδας από την παραγωγή μέχρι το ράφι θα παρέμβει για να επιβάλει αυτό το μέτρο. «Ποιος μπορεί να απαγορεύσει στον παραγωγό να πουλάει το λάδι του στην τάδε ή τη δείνα τιμή;» είναι το ερώτημα των ειδικών που συμπληρώνουν αναρωτώμενοι ότι ο παραγωγός μπορεί εύκολα να αποφύγει μια εσωτερική διατίμηση προτιμώντας την ακόμα πιο κερδοφόρα εξαγωγή του προϊόντος του.