Ο Αλέξης Χαρίτσης εκπροσωπεί το νέο μοντέλο πολιτικού, που στην Ελλάδα άρχισε να ευδοκιμεί στα κόμματα εξουσίας κυρίως από την εποχή του «τεχνοκράτη» Σημίτη. Μετριοπαθής, χαμηλών τόνων, αρκετά καλός γνώστης των Οικονομικών, πολύ προσεκτικός στον δημόσιο λόγο του και ακόμα πιο επιμελής στις τηλεοπτικές εμφανίσεις του.
- του Βασίλη Γαλούπη
Όμως στην πράξη αυτή η «σχολή» έχει αποδειχθεί πως δεν προσελκύει όποιον πολιτικό διαθέτει πραγματικά χαρακτηριστικά ηγέτη. Το συνήθως σοβαροφανές «τεχνοκρατικό κοστούμι» είναι καλό για όποιον θέλει να κάνει χαμηλές πτήσεις στην πολιτική σκηνή της χώρας και να περνάει κάτω από τα ραντάρ του καθημερινού δελτίου ειδήσεων, αλλά δεν συγκινεί τα πλήθη.
Η νέα κοινοβουλευτική ομάδα των «11» αποφάσισε να ηγηθεί ο Αλέξης Χαρίτσης. Είναι η πρώτη φορά που καλείται να επιδείξει αρχηγικά χαρακτηριστικά στη Βουλή. Η επιλογή του ακούγεται εξαρχής διφορούμενη. Μπορεί να θεωρηθεί «η καλύτερη επιλογή από τις χειρότερες», επειδή ως χαμηλών τόνων έχει την ικανότητα να λειτουργήσει ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε διαφορετικά και «κόντρα» πολιτικά προφίλ, όπως η Πέρκα και ο Ηλιόπουλος, η Αχτσιόγλου και η Φωτίου ή η Αναγνωστοπούλου και ο Τζανακόπουλος.
Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να χαρακτηριστεί και «η χειρότερη από τις καλύτερες επιλογές», ακριβώς επειδή δεν τόλμησε τελικά να θέσει υποψηφιότητα στις εσωκομματικές εκλογές, κάτι που έπραξαν πρώτη φορά στην πολιτική καριέρα τους τόσο η Αχτσιόγλου όσο και ο Τσακαλώτος.
Μοιάζει με πολιτικό παράδοξο ότι οι «11» δεν κατέληξαν τελικά σε ένα από τα πιο προβεβλημένα και «σκληραγωγημένα» πρόσωπα που διαθέτουν στο «ρόστερ» τους. Αυτά που διεκδίκησαν πρόσφατα ηγετικό ρόλο, είναι ήδη «ζεστά» σε κάποιου είδους εκλογικού αγώνα, έστω κι εντός ΣΥΡΙΖΑ, και πήραν το προσωπικό και πολιτικό ρίσκο να «ζυγιστούν» για ένα «βαρύ» διακύβευμα. Ακόμα κι αν δεν ήθελαν να βγουν μπροστά σε αυτό το τάιμινγκ είτε η Αχτσιόγλου είτε ο Τσακαλώτος, οι μάχες στη Βουλή δεν είναι ένα απλό σπριντ, αλλά σκληροτράχηλος μαραθώνιος με πολλές ανηφόρες. Θα διαρκέσουν μήνες μέχρι τις ευρωεκλογές και -εκτός απροόπτου- μια τετραετία μέχρι τις επόμενες βουλευτικές.
Τα πολιτικά κυβικά του Χαρίτση μπορεί να μοιάζουν αρκετά για μια «safe» εκπροσώπηση με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά δεν εγγυώνται ότι οι «11» θα αποκτήσουν εκτόπισμα και δυναμική στο Κοινοβούλιο σε βάθος χρόνου. Ο Αλέξης Χαρίτσης προβάλλεται εδώ και οκτώ χρόνια ως οργανωτικός, ότι θέλει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, ότι λειτουργεί σύγχρονα και τεχνοκρατικά. Ομως, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε θέσεις ευθύνης -κυβερνητικές και μη- από το 2015, δεν είναι εύκολα διακριτό το πολιτικό του αποτύπωμα.
Δύσκολα θα θυμηθεί ο μέσος ψηφοφόρος κάτι που να έχει αφήσει ως κληρονομιά ο Καλαματιανός πολιτικός ως υφυπουργός και αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας επί ΣΥΡΙΖΑ ή ως υπουργός Εσωτερικών. Ακόμα και ως γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ στην πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι παρουσίασε εντυπωσιακά ή έστω ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Αν σήμερα ανατρέξει κάποιος στις συνεντεύξεις που έδινε ως κυβερνητικό στέλεχος το 2015-19, σε μια τεταμένη εποχή σκληρών συγκρούσεων, ο προσεκτικός λόγος του Χαρίτση είχε υποτονικά αποτελέσματα. Απαντήσεις χωρίς γωνίες, χαμηλό τέμπο με μπόλικη νερόβραστη κοινοτοπία μπροστά στα μικρόφωνα κι εντέλει πονοκέφαλος στους αρχισυντάκτες των εφημερίδων και των δελτίων ειδήσεων για να βγάλουν έστω έναν ελκυστικό τίτλο.
Τον Μάιο του 2019, για παράδειγμα, λίγο πριν από τις εκλογές του Ιουλίου εκείνης της χρονιάς και την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, είχε δηλώσει ως υπουργός Εσωτερικών ότι «η κυβέρνηση παίρνει μέτρα υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας, αποκαθιστά σταδιακά τις αδικίες της κρίσης, θωρακίζει την οικονομία και την ανάπτυξη. Το κλίμα έχει αλλάξει άρδην, το δείχνουν οι μεγάλες συγκεντρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε όλη την Ελλάδα». Λόγια ρουτίνας, πολύ μακριά από την πραγματικότητα και απ’ όσα συνέβαιναν τότε στην ελληνική κοινωνία, με τη μεσαία τάξη να έχει γονατίσει.
Απ’ όταν ο Τσίπρας έχασε από τον Μητσοτάκη, το 2019, ο Αλέξης Χαρίτσης έγινε τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά όμως στην προεκλογική περίοδο δεν «ακούστηκε». Σε μια εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απόλυτη ανάγκη να προσδώσει βάθος και αέρα αξιοπιστίας στο οικονομικό του πρόγραμμα, δημιουργήθηκε μια κακοφωνία που του στοίχισε εκλογικά. Η Αχτσιόγλου, που ήταν τομεάρχης Οικονομικών, ο πρώην ΥΠΟΙΚ Τσακαλώτος και ο υπεύθυνος για την Ανάπτυξη και τις Επενδύσεις Χαρίτσης δεν είχαν μια δυναμική και πειστική παρουσία για να «καταφέρουν» τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Αυτή τη μάχη την κέρδισε ξεκάθαρα το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αν τελικά από κάτι κινδυνεύει η νέα ομάδα των «11», είναι ότι θα περνάει στο ντούκου. Οτι, δηλαδή, θα κάνει λιγότερο πολιτικό «θόρυβο» απ’ αυτόν που προσδοκά και ότι στις σκληρές μάχες μεταξύ (τόσων) πολιτικών αρχηγών οι ομιλίες Χαρίτση θα δίνουν μια ευκαιρία σε όλους για διάλειμμα. Ειδικά όσο αποφασίζει να κρατάει ατσαλάκωτο το κοστούμι του για να μην ξοδέψει λίγο από το μεθοδικά «ιλουστρασιόν» πολιτικό του κεφάλαιο.
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1977 στην Καλαμάτα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Μετσόβιο, με μεταπτυχιακό στο Μάντσεστερ. Στα φοιτητικά του χρόνια οργανώθηκε αρχικά στον Συνασπισμό και στη συνέχεια στον ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτη φορά ήταν υποψήφιος βουλευτής το 2012, αλλά δεν εξελέγη, όπως και το 2015. Το 2013 έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ συμμετείχε στους «53+». Επί κυβέρνησης Τσίπρα διορίστηκε γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και στη συνέχεια υφυπουργός Οικονομίας, αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και υπουργός Εσωτερικών. Στις βουλευτικές εκλογές 2019 εξελέγη βουλευτής Μεσσηνίας και ορίστηκε εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ. Επανεξελέγη τον περασμένο Ιούνιο, όμως στις 23 Νοεμβρίου αποχώρησε από την Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και πλέον ηγείται των συνολικά 11 βουλευτών που ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο.