Προφανώς όλοι οι Έλληνες είναι πατριώτες, όπως άλλωστε και οι Πολίτες άλλων χωρών – αφού η πατρίδα είναι το σπίτι, καθώς επίσης η οικογένεια μας, ενώ όλοι οι άνθρωποι αγαπούν και τα δύο. Υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις που, ως συνήθως, επιβεβαιώνουν τον κανόνα – όλοι όσοι τοποθετούν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα πάνω από την πατρίδα, κάτι που συναντάται κυρίως στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ.
Υπάρχουν τώρα διαφορές ως προς τον πατριωτισμό – όπως ο δικός μας που τον τοποθετεί εντός ενός δημοκρατικού καθεστώτος, σε συνθήκες μίας πραγματικά ελεύθερης αγοράς. Δηλαδή, μη κεντρικά κατευθυνόμενης σοβιετικού τύπου και μη ολιγοπωλιακής – όπως δυστυχώς συμβαίνει στις χώρες που επικρατεί ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και η υπερσυγκέντρωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σε συνεχώς λιγότερες εταιρείες και άτομα.
Σε εκείνες που το 1% κυριαρχεί στο 99% του πληθυσμού και προσπαθεί με κάθε τρόπο να το «απομυζήσει – με αποτέλεσμα να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και λιγότεροι, ενώ οι φτωχοί φτωχότεροι και περισσότεροι.
Παρεμπιπτόντως εδώ, η πολιτική των επιδομάτων και των πάσης φύσεως pass, της ελεημοσύνης ουσιαστικά, είναι καταστροφική για την οικονομία – ενώ εφαρμόζεται παντού όπου επικρατεί ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός. Ειδικότερα, εάν δίνονταν όλες αυτές οι στηρίξεις στην παραγωγή και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα οφέλη της μεσοπρόθεσμα θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερα.
Περαιτέρω, το βασικό θέμα είναι το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον πατριωτισμό – εν πρώτοις με την έννοια πως δεν είναι πατριωτισμός η παράδοση εθνικής ή λαϊκής κυριαρχίας, ακόμη και αν θεωρηθεί συμφέρουσα.
Για παράδειγμα, δεν ήταν πατριωτισμός η παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας (ιθαγένεια, γλώσσα κλπ.) στα Σκόπια, άρα εθνικής κυριαρχίας, με την επίκληση πως ήταν συμφέρουσα για την Ελλάδα – επειδή διαφορετικά θα προσέγγιζε η Τουρκία τα Σκόπια, είναι καλύτερα να αποκαλείται Βόρεια Μακεδονία αντί Μακεδονία που την αποκαλούσαν όλοι κλπ.
Με ένα δεύτερο παράδειγμα, δεν ήταν πατριωτισμός η συμφωνία ΑΟΖ με την Ιταλία, με την προϋπόθεση πως θα αλιεύει στα 6 μίλια από την Ελλάδα, ούτε η μειωμένη ΑΟΖ με την Αίγυπτο – αφού επρόκειτο επίσης για παράδοση εθνικής κυριαρχίας. Η επίκληση του ότι ήταν συμφέρουσα ως «προετοιμασία» σχετικά με την Τουρκία, είναι ασφαλώς αίολη – αστήρικτη, αβάσιμη και αναξιόπιστη.
Με ένα τρίτο παράδειγμα, δεν θα είναι πατριωτισμός η υφέρπουσα συνεκμετάλλευση του Αιγαίου με τους Τούρκους – αφού θα ήταν μία κατ’ εξοχήν παράδοση εθνικής κυριαρχίας. Το επιχείρημα εδώ είναι η «καλή γειτνίαση» ή η εκμετάλλευση του υπογείου πλούτου μας που διαφορετικά είναι ανέφικτη – όπου όμως έτσι θα τοποθετούταν ξανά το συμφέρον που στην ουσία είναι βέβαια ανύπαρκτο, πριν την πατρίδα.
Με ένα οικονομικό παράδειγμα τώρα, δεν ήταν πατριωτισμός η υπογραφή του PSI, αφού επρόκειτο ξανά για παράδοση εθνικής κυριαρχίας – επειδή η Ελλάδα υποθηκεύθηκε για 99 χρόνια, υποχρεώθηκε να ξεπουλήσει τα πάντα, καταδικάσθηκε στη χειρότερη μορφή χρεοκοπίας, στην κυλιόμενη, δρομολογήθηκε η σταδιακή αλλαγή του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος, μετατράπηκε σε μία εξαθλιωμένη αποικία χρέους κοκ.
Τέλος, με ένα κοινωνικό παράδειγμα, δεν είναι πατριωτισμός η μη παρεμπόδιση της παράνομης μετανάστευσης – ενώ δεν έχει καμία σχέση με τον αριστερό διεθνισμό. Εδώ πρόκειται για παράδοση λαϊκής κυριαρχίας που δεν διαφέρει από την εθνική κυριαρχία – αφού αυτοί οι παράνομοι μετανάστες δημιουργούν πολυπολιτισμικές, εύκολα ελεγχόμενες κοινωνίες από τις ελίτ εις βάρος των Πολιτών, πιέζουν προς τα κάτω τους μισθούς των εγχωρίων εργαζομένων, αυξάνουν την εγκληματικότητα κοκ.
Δεν πρόκειται φυσικά για ρατσισμό, αλλά για κοινή λογική – ενώ ο ρατσισμός χρησιμοποιείται χειριστικά από τις ελίτ που προωθούν την παράνομη μετανάστευση, για λόγους δικού τους συμφέροντος.
Η επίκληση εδώ της ανάγκης για περισσότερα εργατικά χέρια, λόγω έλλειψης, είναι επίσης αίολη – αφού στην ουσία αντικαθίσταται ο πληθυσμός, με αποτέλεσμα να προκαλούνται προβλήματα όπως στη Σουηδία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στη Γερμανία κοκ.
Εν προκειμένω, εάν μία χώρα δεν έχει αρκετά εργατικά χέρια, τότε το σωστό είναι
(α) είτε να προσπαθήσει να τα καλύψει με τη διενέργεια επενδύσεων που αυξάνουν σημαντικά την παραγωγικότητα των υφισταμένων εργαζομένων,
(β) είτε να προσαρμόσει την οικονομική της παραγωγή (ΑΕΠ) στους εργαζομένους που διαθέτει,
(γ) είτε να στηρίξει τον πληθυσμό της, παρέχοντας κίνητρα γεννήσεων, κίνητρα επιστροφής των δικών της Πολιτών που έχουν μεταναστεύσει για να επιβιώσουν κλπ.
Ένας αληθινός πατριώτης πάντως δεν μπορεί παρά να είναι αντίθετος με τη σημερινή ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση και υπέρ ενός εθνικού κράτους – αφού διαφορετικά οι κοινωνίες αλλοτριώνονται, οι μικρές οικονομίες δεν μπορούν να επιβιώσουν και οι Δημοκρατίες καταλύονται. Αυτό δεν σημαίνει πως τα εθνικά κράτη δεν πρέπει να συνεργάζονται όσο περισσότερο και καλύτερα μπορούν μεταξύ τους – αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Συμπερασματικά λοιπόν, ο «πατριωτισμός» έχει μία βασική αντίληψη: την εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Πρόκειται για μία στάση ζωής που βασίζεται στην κοινή λογική του Πολίτη – επίσης, στην ανιδιοτελή αγάπη της πατρίδας και των συμπολιτών του, με την τοποθέτηση τους πάνω από κάθε είδους συμφέροντα που σχεδόν πάντοτε είναι αίολα. Η απαρχή του πατριωτισμού δε, τοποθετείται περί τα 2.000 χρόνια πριν – οπότε δεν πρόκειται για κάτι παροδικό.
Βασίλης Βιλιάρδος
Οικονομολόγος, Αντιπρόεδρος της Βουλής