Σε κατάσταση πρώιμης νευρικής κρίσης μοιάζει να βρίσκεται η κυβέρνηση μόλις πέντε μήνες μετά τις εκλογές, την ώρα πάντως που η αντιπολίτευση -με τα δικά της μεγάλα εσωτερικά προβλήματα- δεν είναι σε θέση να την απειλήσει σοβαρά. Η διαχείριση κρίσεων, όπως αυτές που εκδηλώθηκαν τις τελευταίες ημέρες τόσο στα εξωτερικά όσο και στα εσωτερικά ζητήματα, έφεραν στην επιφάνεια σημαντικές δυσλειτουργίες του κυβερνητικού management, αλλά και αρκετά ερωτήματα για τις επιλογές της σε κρίσιμους τομείς.
Θεωρητικώς η περίοδος χάριτος μπορεί να έχει λήξει προ πολλού για την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, αλλά έως τώρα βάδιζε με την κεκτημένη μετεκλογική ταχύτητα δίχως να αντιμετωπίζει σημαντικές δοκιμασίες. Το τοπίο που διαμορφώθηκε στη χώρα μετά τις 7 Ιουλίου έδωσε στη Ν.Δ. μια σαφή κυριαρχία, εκλογική, πολιτική, αλλά και ιδεολογική. Η μετατόπιση του εκλογικού σώματος σε θέσεις περισσότερο κεντροδεξιές βοήθησε στην ανάπτυξη μιας ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας για την εφαρμογή των πολιτικών επιλογών που είχαν εξαγγελθεί προεκλογικά.
Αυτό καταγράφηκε και με την αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προσπαθεί τώρα να γίνει πιο «κεντρώο» κόμμα για να μην αφήσει κι άλλο ζωτικό χώρο επέκτασης στην κυβερνητική παράταξη. Ταυτόχρονα, με τα πρώτα οικονομικά μέτρα ελάφρυνσης που έλαβε έως τώρα η κυβέρνηση και τις αντίστοιχες εξαγγελίες της για το 2020, κάλυψε σε σημαντικό βαθμό τις προσδοκίες της κοινωνίας, έστω κι αν η πραγματική οικονομία δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί ακόμη θετικά και να κινείται προς τα εμπρός.
Δείτε επίσης: Στο Μαξίμου άνθρωπος του Σόρος για να «συζητήσει» με τον πρωθυπουργό το μεταναστευτικό
Με εξαίρεση το Μεταναστευτικό, δεν προέκυψε καμία άλλη μεγάλη δυσκολία από το καλοκαίρι έως σήμερα. Ακόμη και το θέμα των Σκοπίων, παρά την ευθυγράμμιση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, δεν προκάλεσε ανησυχητικές αναταράξεις σε πολιτικό επίπεδο και παρέμεινε, έως τώρα τουλάχιστον, σε δεύτερο πλάνο. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, διαθέτοντας και αφειδή επικοινωνιακή στήριξη, η κυβερνητική ηγεσία είχε την πολυτέλεια να καταστρώνει σχέδια για τις επόμενες κινήσεις της με στόχο την εξασφάλιση μιας «καθαρής οκταετίας» και την εδραίωση της ηγεμονίας της Ν.Δ. στη νέα πολιτική και κοινωνική περίοδο της χώρας.
Οι σχεδιασμοί επί χάρτου όμως σκοντάφτουν συχνά στην οδυνηρή πραγματικότητα. Και οι εξετάσεις που χρειάστηκε να δώσει αυτές τις ημέρες η κυβέρνηση απέναντι σε δύο «απρόβλεπτα» γεγονότα έδειξαν ότι ο μεγαλύτερος εχθρός της -όπως άλλωστε συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις- είναι ο εαυτός της. Ετσι, την ώρα που ετοιμαζόταν να δρέψει νέες δάφνες με τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, το φορολογικό νομοσχέδιο και την ψήφιση του Προϋπολογισμού, αφενός μεν το «ατύχημα» Διαματάρη και αφετέρου η κρίση στο μέτωπο με την Τουρκία, ύστερα από τη συμφωνία με την Λιβύη, επηρέασαν το σκηνικό προς αρνητική κατεύθυνση.
Από διαφορετικές αφετηρίες καθεμία, αυτές είναι οι δύο πρώτες σοβαρές κρίσεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη η κυβέρνηση, ξοδεύοντας σημαντικό πολιτικό απόθεμά της και φανερώνοντας σημαντικές ανεπάρκειες στον τρόπο λειτουργίας και δράσης της.
Η περίπτωση του υφυπουργού Εξωτερικών, που αποδεδειγμένα δεν διέθετε τους τίτλους σπουδών που παρουσίαζε, δεν κατέδειξε απλώς τα αργοπορημένα ανακλαστικά του Μεγάρου Μαξίμου. Χρειάστηκε σχεδόν μία εβδομάδα για να υποχρεωθεί σε παραίτηση ο κ. Διαματάρης, αν και ήταν πρόδηλο αυτό που είχε διαπράξει και δεν δικαιολογούσε ούτε στιγμή περαιτέρω τη διατήρησή του στον υπουργικό θώκο. Πέραν του θορύβου που ξεσηκώθηκε λόγω των στενών οικογενειακών σχέσεών του από το παρελθόν με τον κ. Μητσοτάκη, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για τα πραγματικά κριτήρια επιλογής των κυβερνητικών αξιωματούχων μετά τις εκλογές. Επανήλθε επίσης κατά τρόπο έντονο η αμφισβήτηση του πολυσυζητημένου «επιτελικού κράτους» που σχεδιάστηκε και προβλήθηκε ως εργαλείο για καλύτερη και αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση.
Πέντε μήνες μετά, αποτελεί κοινό μυστικό η αποτυχία του μοντέλου αυτού, ενώ τα περισσότερα από τα πρόσωπα που επελέγησαν -και κυρίως τα εξωκοινοβουλευτικά- θεωρείται βέβαιο ότι θα δουν την έξοδο κατά τον πρώτο ανασχηματισμό, ο οποίος τοποθετείται μετά την προεδρική εκλογή. Δεδομένου πάντως ότι όπως και ο κ. Διαματάρης οι πιο πολλοί εξ αυτών είναι προσωπικές επιλογές του κ. Μητσοτάκη, αναπόφευκτα αυτός χρεώνεται -έστω κι αν για προφανείς λόγους δεν συζητείται- το αποτέλεσμα.
Ηδη στους κόλπους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας το κλίμα έχει βαρύνει κι άλλο και εν όψει των νέων δυσκολιών για την κυβέρνηση με τη νέα χρονιά το στοιχείο της πολιτικής εμπειρίας και της ωριμότητας τίθεται ως προϋπόθεση για τις αξιολογήσεις που θα γίνουν. Το πάθημα με τον κ. Διαματάρη άλλωστε έρχεται μόλις λίγες ημέρες μετά τον σάλο που ξεσηκώθηκε για τους διοικητές των νοσοκομείων και τα κριτήρια που κυριάρχησαν και σε αυτούς.
Στο παρασκήνιο ήδη είχε αναπτυχθεί λανθάνουσα κόντρα μεταξύ υπουργείου Υγείας και Μεγάρου Μαξίμου για το ποιος έκανε τις επιλογές, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αυτό που έμεινε ως εντύπωση -βλάπτοντας και από επικοινωνιακής πλευράς την κυβέρνηση- ήταν ότι η διακήρυξη περί «αρίστων» στην πράξη αποδείχθηκε κενό γράμμα. Οσο μάλιστα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να το εκμεταλλευτεί, μπορεί λόγω της δικής του βαριάς αναξιοπιστίας να μην κέρδισε, αλλά, από την άλλη πλευρά, η βλάβη για τη Ν.Δ. είναι δεδομένη.