Με τη σφραγίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανοίγει ο δρόμος για την ενημέρωση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη για το κομβικό ζήτημα της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, που συνδέεται, όπως έχει σε όλους τους τόνους επισημανθεί, με τον πυρήνα του κράτους δικαίου. Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι η καθολική απαγόρευση ενημέρωσης των θιγομένων προσώπων συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δίκαιου και παραβιάζει το Σύνταγμα.
Μετά από αυτή την πολύ σημαντική δικαστική εξέλιξη ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστος Ράμμος οφείλει να ενημερώσει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και πρώην ευρωβουλευτή Νίκου Ανδρουλάκη για το υλικό που είχε συλλεγεί, μετά την επιβολή σε βάρος του του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος η Ευαγγελία Νίκα και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Μαρλένα Τριπολιτσιώτη) έκανε μερικά δεκτή την αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης του προέδρου της Α.Δ.Α.Ε., με την οποία απορρίφθηκε το από 7.9.2022 αίτημα του Νίκου Ανδρουλάκη να του γνωστοποιηθούν, η εισαγγελική διάταξη και ο πλήρης φάκελος με το υλικό που είχε συλλεγεί, μετά την επιβολή σε βάρος του του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του.
Ειδικότερα, το ΣτΕ έκρινε: «Η ρύθμιση του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, με το οποίο θεσπίσθηκε στην περίπτωση επιβολής του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας ενημέρωσης του θιγόμενου, μετά τη λήξη του μέτρου, ακόμη και όταν δεν υφίσταται διακινδύνευση των σκοπών εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στην επιβολή του, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δικαίου, και, συνεπώς, αντίκειται στα άρθρα 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ και είναι ανίσχυρη.
Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που ερείδεται στην ανωτέρω ανίσχυρη διάταξη, είναι μη νόμιμη, και για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, η πράξη αυτή να ακυρωθεί εν μέρει και η υπόθεση να αναπεμφθεί στην Α.Δ.Α.Ε. για νέα, νόμιμη κρίση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την κριθείσα ως ανίσχυρη διάταξη του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, διότι, όπως έγινε δεκτό, ο νεώτερος ν. 5002/2022 δεν είναι εφαρμοστέος σε εκκρεμή αιτήματα γνωστοποίησης στον θιγόμενο μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του ληφθέντος υπό προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς· τούτο δε διότι με τον νεώτερο αυτό νόμο εισήχθη ένα νέο νομοθετικό καθεστώς που καταλαμβάνει όλη τη διαδικασία επιβολής της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, από την υποβολή του σχετικού αιτήματος και την έγκριση του επίμαχου μέτρου έως την γνωστοποίηση της άρσης του. Το καθεστώς αυτό αποτελεί ένα σύστημα με εσωτερική συνοχή, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις του οποίου προσιδιάζουν στις αιτήσεις άρσης του απορρήτου που υποβάλλονται δυνάμει του διατάξεών του, προκειμένου να διεκπεραιωθούν κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του και τις εγγυήσεις που το ίδιο θεσπίζει.
Τούτο επιρρωνύεται από την απουσία μεταβατικών διατάξεων, ισχύει δε κατά μείζονα λόγο προκειμένου για πολιτικά πρόσωπα, όπως ο αιτών, για τα οποία προβλέπεται ειδική δημόσια αρχή για την κίνηση της διαδικασίας υποβολής του αιτήματος άρσης του απορρήτου και ειδικό όργανο για την χορήγηση της πρώτης από τις δύο συνολικά απαιτούμενες άδειες έγκρισής του». Αντίθετα, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι «η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα του αιτούντος να ενημερωθούν ο Πρόεδρος της Βουλής και οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων για το περιεχόμενο της εισαγγελικής διάταξης περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, αιτιολογείται νομίμως, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος».
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε ζητήσει από το ΣτΕ να κηρυχθεί αντισυνταγματική η διάταξη που απαγορεύει στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) να ενημερώσει εκείνους, των οποίων τα τηλέφωνα παρακολουθούνταν από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ).
Όπως είχαν τονίσει οι συνήγοροι του κ. Ανδρουλάκη, δεν μπορεί ο πρωθυπουργός να επιβεβαιώνει τις τηλεφωνικές υποκλοπές και να μην μπορεί ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής να έχει πρόσβαση και ενημέρωση για τα προσωπικά του δεδομένα που διαθέτει η ΑΔΑΕ και μάλιστα την στιγμή που το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τέτοιου είδους απαγορεύσεις.
Ο κ. Ανδρουλάκης ζήτησε ως εκ τούτου από το ΣτΕ την ακύρωση της πράξης του προέδρου της ΑΔΑΕ, Χρήστου Ράμμου, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του να ενημερωθεί σχετικά με την παρακολούθηση του τηλεφώνου του από την ΕΥΠ. Αναλυτικότερα, ο πρόεδρος ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής ζήτησε από την ΑΔΑΕ να του γνωστοποιηθεί η εισαγγελική διάταξη και ο πλήρης φάκελος με το υλικό που είχε συλλεγεί, μετά την επιβολή της άρσης του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών του.
Επιπλέον, ο κ. Ανδρουλάκης ζητεί από το ΣτΕ να αναγνωρισθεί ότι η διάταξη του νόμου 4790/2021 με την οποία απαγορεύθηκε η γνωστοποίηση της παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας, έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.