Ενώ είναι βουνό οι ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων για την προμήθεια μέσων που θα προσδώσουν νέες επιχειρησιακές δυνατότητες, αναγκαίες για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, τη συντήρηση των ήδη υπαρχόντων και την αντικατάσταση απαρχαιωμένων, που έχουν υπερβεί κατά πολύ το όριο του σχεδιαστικού βίου τους, οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι είναι πεπερασμένοι. Με μικρή δόση υπερβολής, μπορεί να απαιτείται ο… τετραγωνισμός του κύκλου.
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Επιπρόσθετα, όσα συνέβησαν πρόσφατα νότια της Κάσου με το ιταλικό πλοίο που διενεργούσε για λογαριασμό της χώρας μας έρευνες για την πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου αποτελούν αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι η τουρκική απειλή είναι διαρκώς παρούσα και ανά πάσα στιγμή έτοιμη να προκαλέσει μείζονα κρίση. Επίσης, αποδεικνύουν ότι η κατά τους τελευταίους μήνες σχετικά ήρεμη καθημερινότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό εξυπηρετούσε την πολιτική της Αγκυρας και στο ότι έχει ως απαράβατη προϋπόθεση τη συνέχιση επίδειξης φοβικής συμπεριφοράς από την Αθήνα, που συνηθίζει να υποχωρεί σε σαφείς αμφισβητήσεις «για να μη χαλάσει το καλό κλίμα».
Πρόσθετες επιβαρυντικές παραμέτρους συνιστούν η έλλειψη σαφούς στρατηγικού – μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για τις κεντρικές κατευθύνσεις της μετεξέλιξης των Ενόπλων Δυνάμεων, η άρνηση προσαρμογής της δομής στα πραγματικά δεδομένα των διαθέσιμων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων και της απειλής, τα λάθη στην απονομή προτεραιότητας υλοποίησης των εξοπλιστικών προγραμμάτων και η αναγωγή του γεωπολιτικού κριτηρίου σε σχεδόν αποκλειστικό, καθοριστικό παράγοντα.
Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα έλλειψης μακροπρόθεσμου σχεδιασμού είναι ότι κατά την περίοδο 2019-2023 η υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων γινόταν χωρίς να έχει καταρτιστεί ο 12ετής Μακροπρόθεσμος Προγραμματισμός Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ), που περιλαμβάνει τόσο την προμήθεια νέων μέσων όσο και την κάλυψη των απαιτήσεων υποστήριξης των υφιστάμενων μέσων. Εν όψει της οριστικοποίησης του ΜΠΑΕ, που αναμένεται να λάβει χώρα τα τέλη του προσεχούς Οκτωβρίου, και της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, που τα τελευταία χρόνια έχει συνδεθεί με ανακοινώσεις στα Εξοπλιστικά, είναι χρήσιμη μία ανασκόπηση των κυριότερων εξοπλιστικών προγραμμάτων ανά κλάδο που τελούν σε εκκρεμότητα, αφού περιλαμβάνει εκτίμηση κόστους όπου είναι εφικτό να γίνει.
Πολεμικό Ναυτικό: Εντυπωσιακή αρχή, καμία όμως συνέχεια
Σχεδόν 31 μήνες από τον Φεβρουάριο του 2022, όταν με τον νόμο Ν. 4891/2022 κυρώθηκαν οι συμβάσεις για την προμήθεια τριών φρεγατών τύπου FDI-HN, με προαίρεση αγοράς (option) επιπλέον μίας φρεγάτας, την Εν Συνεχεία Υποστήριξή (ΕΣΥ) τους και την προμήθεια των όπλων τους (μετά συναφούς εξοπλισμού και ΕΣΥ), ουδεμία σημαντική εξέλιξη έχει καταγραφεί στο Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ).
Ολο αυτό το διάστημα εν αναμονή απόφασης για την υλοποίησή τους συνεχίζουν να βρίσκονται:
- Η «πρόσκτηση έως τεσσάρων κορβετών» προϋπολογισμού 2.122.880.000 ευρώ (με βάση όσα έχουν γίνει γνωστά, μόλις επαρκεί για τρεις κορβέτες).
- Η «αναβάθμιση δυνατοτήτων φρεγατών τύπου MEKO», προϋπολογισμού 643 εκατ. ευρώ. Το πρόγραμμα θα υλοποιηθεί με απευθείας ανάθεση στη γερμανο-ολλανδική κοινοπραξία TKMS (Thyssen Krupp Marine Systems – Thales Netherland), και όλο το προηγούμενο διάστημα ο προϋπολογισμός του φέρεται ότι είχε αυξηθεί στα 800 εκατ. ευρώ.
- Η άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης για την τέταρτη φρεγάτα FDI-HN, η οποία βάσει της σχετικής σύμβασης έπρεπε να είχε γίνει μέχρι τις 30 Ιουνίου 2023. Σε αυτή την περίπτωση, η τιμή της φρεγάτας θα ανερχόταν σε 719,6 εκατ. ευρώ και το κόστος των όπλων της σε 200 εκατ. ευρώ (συνολικά περί το 1 δισ. ευρώ, εφόσον συμπεριληφθεί ΕΣΥ για 36 μήνες μετά την παράδοσή της, όπως προβλέπεται, και τις αρχικές τρεις φρεγάτες).
Ολες οι εκτιμήσεις συμφωνούν ότι λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων η υλοποίηση και των τριών προγραμμάτων δεν είναι πιθανή. Οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι το αφήγημα της διαθεσιμότητας περίπου 5,5 δισ. ευρώ για εξοπλιστικά προγράμματα του ΠΝ έχει διαψευστεί.
Η μαζική ανανέωση του στόλου των μεγάλων μονάδων επιφανείας του ΠΝ έχει μετατοπιστεί περίπου στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, μέσω της προμήθειας «έως επτά» φρεγατών τύπου Constellation (αν και πλέον ο αριθμητικός προσδιορισμός δεν επαναλαμβάνεται). Ομως, οι καθυστερήσεις που σημειώνονται στο πρόγραμμα του Ναυτικού των ΗΠΑ λόγω μη ολοκλήρωσης της σχεδίασης πριν από την έναρξη της ναυπήγησης και εγγενών προβλημάτων στη λειτουργία της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας και της εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς και η συνεχής αύξηση του κόστους αποτελούν παράγοντες που μπορούν να εκτροχιάσουν το πρόγραμμα.
Ομως, οι μεγάλες μονάδες επιφανείας δεν αποτελούν τον μόνο τομέα που πιεστικά απαιτεί ανανέωση. Ο πρόσφατος (25 Ιουλίου), χωρίς επίσημη ανακοίνωση από το ΓΕΝ, παροπλισμός της πυραυλάκατου «ΚΑΒΑΛΟΥΔΗΣ» σηματοδοτεί την έναρξη των τίτλων τέλους για τις υπόλοιπες οκτώ μονάδες της οικογένειας La Combattante που για σχεδόν 50 χρόνια προστατεύουν τις ελληνικές θάλασσες. Ταυτόχρονα, φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη αντικατάστασής τους από σύγχρονης σχεδίασης μονάδες κρούσης.
Πιεστική ανάγκη αποτελούν πλέον και άλλα τρία προγράμματα:
- Ο Εκσυγχρονισμός Μέσης Ζωής (ΕΜΖ) των επτά πυραυλάκατων τύπου Super Vita («Ρουσσέν»), καθώς οι πρώτες πέντε έχουν συμπληρώσει από εννέα έως 19 έτη σε υπηρεσία.
- Ο ΕΜΖ των τεσσάρων υποβρυχίων τύπου 214 («Παπανικολής»)
- Η προμήθεια τριών έως τεσσάρων νέας ναυπήγησης υποβρυχίων προκειμένου να αντικατασταθούν τα δύο τύπου 209/1100 («Γλαύκος») και τα τρία τύπου 209/1200 («Ποσειδών»), που έχουν συμπληρώσει 52 έτη και 45 έτη σε υπηρεσία αντίστοιχα.
Πολεμική Αεροπορία: Rafale, F-35, Viper και οι αβεβαιότητες
Σε σχέση με το ΠΝ, ο κλάδος μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε καλύτερη θέση, καθώς η διασφάλιση «αεροπορικού πλεονεκτήματος» αποτέλεσε υψηλή προτεραιότητα και για τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας.
Ας σημειωθεί, όμως, ότι, παρά τα αναμφίβολα επιχειρησιακά και τεχνολογικά πλεονεκτήματα του αεροπορικού όπλου, η δυνατότητα μόνιμης ή παρατεταμένης χρονικά παρουσίας σε περιοχή ενδιαφέροντος εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των ναυτικών και των χερσαίων δυνάμεων. Οπως αποδείχθηκε, το καλοκαίρι του 2020 και πρόσφατα στην Κάσο, οι ναυτικές μονάδες διασφαλίζουν μόνιμη παρουσία αλλά και δυνατότητα ελέγχου της κλιμάκωσης. Και σε αυτή την περίπτωση οι εκκρεμότητες και οι αβεβαιότητες είναι πολλές.
Ορόσημο στην αναβάθμιση του κλάδου αποτελεί η απόφαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. για τον εκσυγχρονισμό 85 μαχητικών F-16C/-D Block 52+ και Block 52+ Advanced στη διαμόρφωση Block 72 Viper. Σήμερα το πρόγραμμα βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά με αυξανόμενες καθυστερήσεις στο χρονοδιάγραμμα των παραδόσεων, λόγω των χρόνιων παθογενειών της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ), που δεν πρόκειται να αντιμετωπιστούν με ημίμετρα, όπως η πρόσφατη υπαγωγή της υπό την άμεση εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Αμυνας, δηλαδή του κύριου πελάτη της!
Λύση αναζητείται και για το Σύστημα Αυτοπροστασίας (Σ.Α.) των Viper, που αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος και κρίσιμο παράγοντα για την επιβιωσιμότητά τους, αφού η απουσία του υπονομεύει την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητά τους. Γι’ αυτό τον λόγο, το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ) απέστειλε προς τις αμερικανικές Αρχές επιστολή αιτήματος (LOR: Letter of Request) για τιμή και διαθεσιμότητα (P&A: Price and Availability) Σ.Α.
Η αμερικανική απάντηση περιελάμβανε τρεις εναλλακτικές επιλογές, με κόστος περίπου 1,47 δισ. δολάρια ΗΠΑ (1,32 δισ. ευρώ με την τρέχουσα ισοτιμία), για αριθμό Σ.Α. ίσο με τον αριθμό των εκσυγχρονιζόμενων μαχητικών (82), επιπλέον 10% ως εφεδρικά, και μοναδικό χρήστη την Ελλάδα (εφόσον, όμως, υιοθετηθεί και από άλλους χρήστες, θα μειωθεί). Σε κάθε περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού των Σ.Α. και της απαράβατης ελληνικής απαίτησης για δυνατότητα πλήρους επαναπρογραμματισμού και μέτρησης παρακολούθησης και αξιολόγησης των επιδόσεών του, εκτιμάται ότι το κόστος θα κυμανθεί περί τα 450.000.000 με 500.000.000 ευρώ.
Υψηλή προτεραιότητα
Για τον κλάδο υψηλή προτεραιότητα αποτελεί και η υλοποίηση του προγράμματος ΕΣΥ των 24 μαχητικών Rafale F3R, του οποίου, σύμφωνα με πληροφορίες, το κόστος ανέρχεται σε περίπου 600 εκατ. ευρώ για τέσσερα χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας απαιτούμενου εξοπλισμού, εργαλείων και υλικών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το ετήσιο κόστος ανά μαχητικό Rafale υπολογίζεται σε περίπου 5.000.000 ευρώ. Ακόμα υψηλότερο θα είναι το ετήσιο κόστος ανά μαχητικό F-35A Lightning II. Από το συνολικό κόστος των 3,7 δισ. δολαρίων (3,33 δισ. ευρώ) της προμήθειας των 20 μαχητικών F-35A Lightning II, τα 700.000.000 δολάρια (630.000.000 ευρώ) αφορούν εξοπλισμό, υλικά και υπηρεσίες υποστήριξης για την εξαετία (2028-2033) που θα διαρκέσουν οι παραδόσεις των μαχητικών (τέσσερα μαχητικά ετησίως και δύο μαχητικά ετησίως για τα υπόλοιπα δύο).
Για να γίνει αντιληπτό το υψηλό κόστος χρήσης των μαχητικών των δύο συγκεκριμένων τύπων, αναφέρεται ότι με ετήσιο κόστος 5 εκατ. ευρώ ανά μαχητικό το ετήσιο κόστος για τα 44 μαχητικά των δύο τύπων που έχουν παραγγελθεί ανέρχεται σε 220.000.000 ευρώ. Ποσό μεγαλύτερο κατά περίπου 17% από τον συνολικό λειτουργικό προϋπολογισμό του ΓΕΑ, που, σύμφωνα με τον Κρατικό Τακτικό Προϋπολογισμό για το τρέχον έτος, ανέρχεται στα 188.307.000 ευρώ.
Εξαιρετικά κρίσιμος
Για τη διατήρηση συγκεκριμένης οροφής μαχητικών σε βάθος χρόνου, εξαιρετικά κρίσιμος είναι ο εκσυγχρονισμός 38 μαχητικών F-16C/-D Block 50 σε διαμόρφωση Block 72 Viper, εκτιμώμενου προϋπολογισμού περί τα 900.000.000 ευρώ. Σύμφωνα με ανώτατη πηγή, η χρηματοδότηση του προγράμματος είναι εξασφαλισμένη, αλλά ο χρόνος υλοποίησής του είναι άμεσα συνυφασμένος με την απάλειψη των καθυστερήσεων στον εκσυγχρονισμό των Block 52+ /52+ Advanced. Σε διαφορετική περίπτωση, η καθήλωση μεγάλου αριθμού μαχητικών εν αναμονή εκσυγχρονισμού θα ασκήσει τρομακτικές πιέσεις στην εκτέλεση του καθημερινού επιχειρησιακού και εκπαιδευτικού έργου της ΠΑ.
Σε ό,τι αφορά τα 32 F-16C/-D Block 30, ο εκσυγχρονισμός τους δεν υφίσταται πλέον ως επιλογή. Πρόκειται για τα εναπομείναντα από την αρχική παραγγελία των 40 αεροσκαφών, που εισήλθαν σε υπηρεσία το 1988 και έχουν συμπληρώσει 36 χρόνια υπηρεσίας. Σύμφωνα με ανώτατη πηγή, παρά την ηλικία τους, η διαθεσιμότητά τους κρίνεται ικανοποιητική, όμως η υποστήριξη των κινητήρων τους διακόπτεται το 2035 και αυτό εκ των πραγμάτων αποτελεί καθοριστικό ορόσημο για τις περαιτέρω εξελίξεις. Η Πολεμική Αεροπορία δεν είναι εξ ορισμού αρνητική στον παροπλισμό τους, εφόσον όμως αντικατασταθούν. Για αυτό τον λόγο έχει προταθεί πρόγραμμα προμήθειας 20 νέας κατασκευής μαχητικών F-16C/-D Block 72 Viper.
Πιεστικό πρόβλημα
Σε πιεστικό πρόβλημα εξελίσσεται η κατάσταση του στόλου των 24 Mirage 2000-5 Mk. 2, Παρά τις τιτάνιες προσπάθειες του προσωπικού της 331 Μοίρας (χαρακτηριστικό κλήσης «Θησέας»), που τα επιχειρεί, και της Μοίρας Συντήρησης Βάσης (ΜΣΒ) της 114 Πτέρυγας Μάχης, η ροή ανταλλακτικών και υλικών από την κατασκευάστρια Dassault Aviation δεν είναι ομαλή και επηρεάζει σημαντικά την αποκατάσταση της διαθεσιμότητάς τους.
Μάλιστα, σε επαφές σε ανώτατο επίπεδο με την αεροπορία της Γαλλίας διαπιστώθηκε η ύπαρξη παρόμοιων προβλημάτων εφοδιασμού και διαθεσιμότητας. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κατάσταση ερμηνεύεται ως απόφαση της κατασκευάστριας να εγκαταλείψει την υποστήριξη του συγκεκριμένου τύπου και να επικεντρωθεί στην παραγωγή και την περαιτέρω ανάπτυξη και εμπορική προώθηση του Rafale, καθώς και στην ανάπτυξη, από κοινού με τις Γερμανία και Ισπανία, του FCAS (Future Combat Air System: μελλοντικού συστήματος αεροπορικής μάχης).
Αναφορικά με τον στόλο των αεροσκαφών τακτικών μεταφορών και ειδικότερα τα C-130 Hercules, που συνεχίζουν να ταλανίζονται -ελέω ΕΑΒ- από πολύ χαμηλές διαθεσιμότητες, η ύψους 58.378.900 ευρώ εργοστασιακή συντήρηση τριών αεροσκαφών του τύπου στο Ισραήλ δεν πρόκειται να υλοποιηθεί. Επίσης, η δωρεάν παραχώρηση ως «πλεονάζον αμυντικό υλικό» (EDA: Excess Defense Article) δύο αεροσκαφών C-130H από τα αποθέματα της αεροπορίας των ΗΠΑ με υποχρέωση της ελληνικής πλευράς να αναλάβει το κόστος εργοστασιακής συντήρησής τους θα υλοποιηθεί μόνο αν τα αεροσκάφη που θα παραχωρηθούν έχουν ικανοποιητικό υπόλοιπο ωρών ζωής.
Κρίσιμες εκκρεμότητες για την ΠΑ συνιστούν, επίσης:
- Η προϋπολογισμού 83.106.036 ευρώ ΕΣΥ του συστήματος αποστολής των τεσσάρων αεροσκαφών Erieye EMB-145H AEW&C του Αεροφερόμενου Συστήματος Εγκαιρης Προειδοποίησης και Ελέγχου (ΑΣΕΠΕ), που αποτελούν πολλαπλασιαστή ισχύος και έχουν περισσότερα από 15 χρόνια σε υπηρεσία χωρίς ΕΣΥ.
- Η ύψους 191,7 εκατ. ευρώ ΕΣΥ των 300 κατευθυνόμενων βλημάτων αέρος – αέρος MICA IR/RF, που αποτελούν κύριο όπλο των Rafale και των Mirage 2000-5 Mk. 2. Οπως έγινε γνωστό, το ΓΕΑ κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει τις αναγκαίες πιστώσεις για την υλοποίηση του προγράμματος, τροποποιώντας τον προϋπολογισμό ή μεταθέτοντας την υλοποίηση τεσσάρων άλλων εξοπλιστικών προγραμμάτων του.
- Η ύψους 50.000.000 ευρώ προμήθεια κατευθυνόμενων βλημάτων αέρος – εδάφους Rampage μέσω διακρατικής συμφωνίας με το Ισραήλ.
- Η ύψους 130.000.000 ευρώ προμήθεια συστημάτων καθοδήγησης Spice 1000 και Spice 2000 (αντίστοιχα για βόμβες 1.000 και 2.000 λιβρών) για χρήση από τα μαχητικά F-16, επίσης μέσω διακρατικής συμφωνίας με το Ισραήλ.
Στρατός Ξηράς: Ο φτωχός συγγενής
Σε αντίθεση με το ΠΝ και την ΠΑ, ο κλάδος μπορεί να χαρακτηριστεί «ο φτωχός συγγενής» των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στους εξοπλισμούς, καθώς μέχρι σήμερα έχουν υλοποιηθεί μόνο δύο μείζονα προγράμματα: η ύψους 270.000.000 ευρώ προμήθεια 17 επίγειων μονάδων πυρός των μακρού βεληνεκούς, πολλαπλού ρόλου κατευθυνόμενων βλημάτων SPIKE NLOS, και η ύψους 1,149 δισ. ευρώ προμήθεια των 35 ελικοπτέρων γενικής χρήσης UH-60M Black Hawk.
Σε αυτή την εξέλιξη καθοριστικό ρόλο έχουν διαδραματίσει τόσο η έλλειψη σαφούς στρατηγικής κατεύθυνσης για τον μετασχηματισμό των χερσαίων δυνάμεων στο ελληνικό θέατρο επιχειρήσεων όσο και η συνεχιζόμενη, με ανοχή της πολιτικής ηγεσίας, απόπειρα θεσμικής υποκατάστασης του κλάδου από τη Διοίκηση Ειδικού Πολέμου του ΓΕΕΘΑ.
Ολα, όμως, τα υπόλοιπα μείζονα προγράμματα του κλάδου που αφορούν την υποστήριξη και την αναβάθμιση των δυνάμεων ελιγμού, υποστήριξης μάχης και διοικητικής μέριμνας παραμένουν σε εκκρεμότητα προς υλοποίηση, αλλά χωρίς διαφαινόμενο χρονικό πλαίσιο. Μοναδική εξαίρεση ίσως αποτελέσουν τα συστήματα αεράμυνας του Στρατού Ξηράς, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες της «δημοκρατίας», είναι πιθανή η έναρξη του εκτιμώμενου συνολικού κόστους περί τα 2,5 με 3 δισ. ευρώ διακλαδικού προγράμματος για την αναβάθμιση της αεράμυνας της χώρας.
*πηγή: εφημερίδα «κυριακάτικη δημοκρατία»