Σε μείζον θέμα ασκήσεως εθνικής κυριαρχίας έχει καταστεί το έργο της ηλεκτρικής διασυνδέσεως Ελλάδος – Κύπρου. Πέρα από τα σημαντικά οικονομικά και γεωστρατηγικά οφέλη που θα αποκομίσουν οι δύο πλευρές, η ολοκλήρωση του καλωδίου που θα συνδέσει τις δύο χώρες συνιστά μεγάλη ευκαιρία επιδείξεως πυγμής και διασφαλίσεως των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος και της Κύπρου απέναντι στις ακόρεστες ορέξεις της Τουρκίας.
- Από την Μύρνα Νικολαΐδου – εφημερίδα «Εστία»
Διότι το μεγάλο «αγκάθι» για την υλοποίηση του εμβληματικού αυτού έργου είναι ακριβώς η απειλή της Τουρκίας, που με την «πολιτική των κανονιοφόρων» προσπαθεί να επιβάλλει το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο επί της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας, που ήδη προσπαθεί να καταργήσει ο Ερντογάν μετά την εξομάλυνση των σχέσεών του με τον Σίσι.
Ο υπουργός Αμυνας Νίκος Δένδιας σε δηλώσεις του από το Καστελόριζο την περασμένη Παρασκευή ήταν ξεκάθαρος: «Η Ελλάδα επιβάλλεται από το Σύνταγμα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της όπως αυτά καθορίζονται από το δίκαιο της θάλασσας. Αν ανεχτεί οιαδήποτε αυθαιρεσία, θα δημιουργηθεί νομικά παράδοξο, θέτοντας τους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας υπό αμφισβήτηση».
Κυπριακές πηγές που γνωρίζουν πολύ καλά το θέμα ανέφεραν στην «ΕτΚ» ότι τόσο η κυπριακή πλευρά όσο και η γαλλική εταιρεία, η οποία θα αναλάβει και την περάτωση του έργου, ζητούν εγγυήσεις (νομικές και στρατιωτικές) ότι τα συμφέροντά τους θα προστατευθούν σε περίπτωση τουρκικής παρενοχλήσεως επί του πεδίου. Και μπορεί το «γεωπολιτικό» ρίσκο τελικώς να μοιράζεται ισόποσα σε Ελλάδα και Κύπρο βάσει της συμφωνίας που φαίνεται να επετεύχθη την τελευταία στιγμή σύμφωνα με την ενημέρωση που έχουμε την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές – επίκειται και συνάντηση του κ. Χριστοδουλίδη με τον κ. Μητσοτάκη την προσεχή Πέμπτη στην Αθήνα-, ωστόσο ο γεωπολιτικός κίνδυνος παραμένει.
Και ο ρόλος και λόγος της γαλλικής εταιρείας που έχει αναλάβει την κατασκευή του έργου είναι καθοριστικός. Εξού και η συνάντηση του Έλληνα ΥΠΕΞ Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Γάλλο ομόλογό του, Στεφάν Σεζουρνέ, την προσεχή Δευτέρα, η οποία θα συνοδευθεί και από δηλώσεις στον Τύπο νωρίς το απόγευμα. Και το ζήτημα είναι κατά πόσο θα πεισθούν οι Γάλλοι να συμμετάσχουν σε ένα εγχείρημα με αβέβαιο αποτέλεσμα και κυρίως το κατά πόσο είναι έτοιμοι να το υπερασπισθούν με την αποστολή φρεγατών στο πεδίο σε περίπτωση τουρκικής παρενοχλήσεως.
Η «αδράνεια» της Αθήνας
Στην Κύπρο ωστόσο δεν είναι μυστικό ότι αυτό που θα επιθυμούσαν θα ήταν ο εγγυητής να ήταν η Ελλάδα, η οποία έχει ενισχύσει σημαντικά το οπλοστάσιο τής τα τελευταία χρόνια. Ο τέως πρόεδρος του ΔΗΣΥ και βουλευτής Αβέρωφ Νεοφύτου ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Θα περίμενα η Ελλάδα να πει στον ΑΔΜΗΕ ότι “εγώ εγγυούμαι για τον γεωπολιτικό κίνδυνο και ας τολμήσει η Τουρκία να παρεμποδίσει το έργο!”».
Εξ άλλου η Άγκυρα έχει δείξει ήδη τις διαθέσεις της, τόσο με το επεισόδιο στην Κάσο όσο και με τις προαναγγελίες για σεισμικές έρευνες στα ανοικτά της Λιβύης και αξιοποίηση των κοασμάτων φυσικού αερίου ανοικτά της Αιγύπτου. Και είναι άξιο απορίας αν η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει την ίδια υποχωρητική στάση όπως στο επεισόδιο της Κάσου που απεκάλυψε η «Κυριακάτικη Εστία», θέτοντας το ερώτημα αν ο πρωθυπουργός διέταξε τον Α/ΓΕΕΘΑ να μην εμπλακούν οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Έμπειρος διπλωμάτης ανέφερε στην «ΕτΚ» ότι η τακτική της Τουρκίας είναι να δοκιμάζουν την κάθε κυβέρνηση για να δουν τα αντανακλαστικά της. Και στην περίπτωση της Κάσου διαπιστώνουν ότι η ελληνική αντίδραση είναι η «αδράνεια», καθώς δόθηκε πολιτική εντολή στις Ένοπλες Δυνάμεις να μην εμπλακούν, κάτι που τους επιτρέπει να αλωνίζουν στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όπως και στην περίπτωση του Χάρτη της Σεβίλλης, όπου η Αθήνα με έγγραφο στον ΟΗΕ το 2020 υποστηρίζει ότι πρόκειται περί ιδιωτικού εγγράφου και όχι δημοσίου! Πρόκειται για τον χάρτη που αποτελεί ουσιαστικά την αποτύπωση της οριοθετήσεως ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου βάση των προβλέψεων του Δικαίου της Θάλασσας.
Αυτή ακριβώς είναι και η μεγαλύτερη ανησυχία των εμπλεκομένων στο έργο. Ότι η έκβαση του έργου, ακόμη κι αν ξεκινήσει, θα απειλείται πάντα από την Τουρκία παρ’ όλο που έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη της ΕΕ, των ΗΠΑ αλλά και του Ισραήλ. Είναι ενδεικτικό ότι ο υπουργός Ενέργειας και Υποδομών του Ισραήλ, Έλι Κοέν, είχε την περασμένη Πέμπτη τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κύπριο ομόλογό του στον οποίο και επεσήμανε ότι «το πρωτοποριακό έργο αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για το Ισραήλ», ενώ και η Πρέσβης των ΗΠΑ στην Κύπρο, Τζούλι Φίσερ, δήλωσε κατά τη διάρκεια του 4ο Thessaloniki Metropolitan Summit ότι «είναι η ώρα να σκεφτούμε το θέμα της γεωπολιτικής γύρω από ένα τέτοιο έργο και να αναγνωρίσουμε πόσο σημαντικό είναι να δούμε την Κύπρο συνδεδεμένη με την Ευρώπη μέσω αυτή της ευκαιρίας».
Παρ’ όλα αυτά, οι δημόσιες αυτές δηλώσεις στηρίξεως όσο καλοδεχούμενες κι αν είναι δεν μπορούν να διασφαλίσουν και την επιτυχία του έργου. Γιατί, στην παρούσα συγκυρία το Ισραήλ έχει ανοικτό το μέτωπο με την Χαμάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται εν μέσω προεκλογικής περιόδου με εξαιρετικά αβέβαιο αποτέλεσμα και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένη με την έλλειψη ηγεσίας και οράματος να είναι πιο έκδηλες από ποτέ.
Οπότε, οι εγγυήσεις από τους μεγάλους παίκτες είναι δύσκολο να εμπεδωθούν στην πράξη. Και η Αθήνα τότε γιατί εξοπλίζεται με Rafale, Belharra και F-35, είναι η εύλογη απορία. Η ενίσχυση της άμυνας της πατρίδας μας δεν θα έπρεπε να λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι στις ορέξεις της Άγκυρας και να διασφαλίζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα; Φυσικά, αλλά χρειάζεται και πολιτική βούληση, που ξεφεύγει από την λογική των «ήρεμων νερών» που είναι εφήμερα και παραπλανητικά.
Τα ανοίγματα της Τουρκίας σε Λιβύη και Αίγυπτο
Είναι κοινή πεποίθηση ότι το έργο αυτό είναι εξαιρετικής γεωστρατηγικής σημασίας, καθώς θα συνδέει την Ελλάδα και την Κύπρο, με την Ευρώπη, αλλά και την Μέση Ανατολή, καθιστώντας αμφότερες σημαντικούς ενεργειακούς παίκτες της περιοχής. Την ώρα μάλιστα που η Τουρκία έχει κάνει μεγάλα ανοίγματα τόσο με την Λιβύη, όσο και με την Αίγυπτο στον ενεργειακό τομέα.
Μόλις την περασμένη Τετάρτη, ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας, Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ, δήλωσε, μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή του κρατικού πρακτορείου Anadolu της Τουρκίας, ότι η Άγκυρα ενδιαφέρεται για την πρόταση από τη Λιβύη σχετικά με διεξαγωγή ενεργειακής εξερευνήσεως στα ανοικτά της αφρικανικής χώρας: «Η Λιβύη μάς προσφέρει την ευκαιρία να εργαστούμε υπεράκτια με τα σεισμικά πλοία μας και ειλικρινά, το βλέπουμε πολύ θερμά. Επομένως, μπορούμε να είμαστε στη λιβυκή ανοικτή θάλασσα για να πραγματοποιήσουμε σεισμικές εργασίες», είπε.
Και προσέθεσε ότι η Τουρκία ενδιαφέρεται για κοιτάσματα φυσικού αερίου στα ανοιχτά της Αιγύπτου, με την οποία η Τουρκία πρόσφατα εξομάλυνε τις σχέσεις της έπειτα από μια δεκαετία εχθρότητας. Και όπως αποκάλυψε ο κ. Μπαιρακτάρ, οι δύο χώρες εργάζονται σε ένα έργο σχετικά με την προμήθεια φυσικού αερίου του Καΐρου που αφορά πλοία τουρκικής πλωτής μονάδας επαναεριοποίησης αποθήκευσης (FSRU).
Η προειδοποίηση Τατάρ
Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο κατοχικός ηγέτης Ερσίν Τατάρ είχε μάλιστα προσφερθεί ώστε να βρεθεί λύση στο θέμα του καλωδίου! «Ας συνεργαστούμε, ας συνδεθούμε με την Ευρώπη μέσω καλωδίου μέσω της Δημοκρατίας της Τουρκίας» ανέφερε ο Τατάρ, απευθυνόμενος προς την ε/κ πλευρά κατά την ομιλία του σε σύνοδο για την Ενέργεια στην Ανατολική Μεσόγειο, που έγινε στο τ/κ εμπορικό επιμελητήριο.
Κατά τον κατοχικό ηγέτη, δεν είναι λογικό και πρακτικό η ε/κ πλευρά να αρνείται τη μεταφορά Ενέργειας στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας, λέγοντας ότι οι παράμετροι του παιχνιδιού στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν πλέον αλλάξει και η φόρμουλα που θα διασφαλίσει την δίκαιη κατανομή του ενεργειακού δυναμικού είναι η λύση δύο κρατών. «Ο διάδρομος της Λιβύης, που τώρα έχει ανοίξει, αξιολογείται μαζί με την ΤΔΒΚ (ψευδοκράτος) και θα δημιουργηθούν νέοι χάρτες και ισορροπίες που ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο σε κάποια έργα που προσπαθεί να προωθήσει η Κυπριακή Δημοκρατία», ανέφερε, αποκαλύπτοντας ουσιαστικά ότι όλες αυτές οι ανησυχίες για τυχόν εμπλοκή της Άγκυρας στο έργο είναι απολύτως δικαιολογημένες.