Ερωτήματα και έντονο προβληματισμό σε σχέση με τους ελέγχους που διενεργούνται από την Αθήνα και τις Βρυξέλλες επί των διαδικασιών με τις οποίες διοχετεύονται τα 648 δισ. ευρώ του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RFF) στους δημόσιους τομείς και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις των κρατών της Ε.Ε. προκαλούν οι πρόσφατες αποκαλύψεις της «δημοκρατίας» για την εγχώρια «λίστα πληρωμών» του Ταμείου Ανάκαμψης, που βγάζει έντονο «άρωμα» διάθεσης πακτωλού χρημάτων σε «ημετέρους».
Το θέμα έχει καυτηριάσει από την περασμένη άνοιξη το έγκυρο πολιτικό διαδικτυακό περιοδικό Politico, σύμφωνα με αποκλειστικό ρεπορτάζ του οποίου η Επιτροπή Ανταγωνισμού, έπειτα από κινητοποίηση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), έβαλε στο «μικροσκόπιο» καταγγελίες που αφορούσαν τον τρόπο διάθεσης 2,5 δισ. ευρώ σε μόλις δέκα εταιρίες.
Το θέμα του RFF και του ελληνικού Ταμείου Ανάκαμψης είναι μείζονος σημασίας τόσο για τους Ευρωπαίους όσο φυσικά και για τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι έχουν διαχρονικά γίνει μάρτυρες εξυπηρετήσεων και παροχών ιδιοτελούς χρηματικής ενίσχυσης σε «φίλους».
Στην προκειμένη, το σύνολο των ευρωπαϊκών κονδυλίων που θα διατεθούν (357 δισ. ευρώ για επιχορηγήσεις και 291 δισ. ευρώ για δάνεια) θα κληθούν έπειτα από λίγα χρόνια να τα αποπληρώσουν από τις τσέπες τους, είτε μέσω του ποσοστού το οποίο καλύπτει η κάθε χώρα της Ε.Ε. στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό είτε μέσα από τους εθνικούς προϋπολογισμούς (για τα χορηγούμενα δάνεια), με τον κίνδυνο μεγέθυνσης του δημόσιου χρέους να συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες (ειδικά για την Ελλάδα).
Συγκεκριμένα, οι Έλληνες θα κληθούν μετά το 2026 να αποπληρώσουν έως και 18,2 δισ. ευρώ από τις επιχορηγήσεις που έλαβε η χώρα μετά τις συμφωνίες μεταξύ Βρυξελλών και κυβέρνησης και έως 17,7 δισ. ευρώ για τα δάνεια. Συνολικά, τα ποσά αυτά αναλογούν στο 16,3% του ΑΕΠ.
Μέχρι τα τέλη του περασμένου Αυγούστου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε εκταμιεύσει 17,2 δισ. ευρώ για την Ελλάδα από τον RRF. Από αυτά, 7,6 δισ. είναι επιχορηγήσεις και 9,6 δισ. ευρώ δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα έχει ακόμη διαθέσιμα κονδύλια 18,7 δισ. ευρώ (συνολικά σε επιχορηγήσεις και δάνεια). Ειδικά για την Ελλάδα, η δυσκολία για το επόμενο διάστημα έγκειται στο γεγονός ότι ο πακτωλός των δισ., που είναι σε αναμονή προς… διάθεση, πρέπει να εκταμιευτεί πριν από τη λήξη ισχύος του RRF, στο τέλος του 2026.
«Φιλίες»
Πίσω από τη δυσκολία αυτή βρίσκεται και το επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούν κυβερνητικοί παράγοντες, μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις της «δημοκρατίας», για τη διάθεση τεράστιων ποσών προς επιχειρήσεις, οι οποίες μοιάζουν σαν να έχουν μια πιο «φιλική εξυπηρέτηση» και στις οποίες ήδη διοχετεύονται εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, σε πολλές περιπτώσεις χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα και χωρίς ουσιαστική συμβολή στην ανάπτυξη της οικονομίας. Όπως υποστηρίζουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, τα χρήματα του RFF μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης δίνονται χωρίς… δεύτερη σκέψη σε όσους πληρούν τα κριτήρια.
Τα κριτήρια όμως αυτά αφενός αφήνουν εκτός επιδοτήσεων και δανείων τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη συντριπτική πλειονότητά τους, αφετέρου εγείρουν ερωτήματα σε σχέση με τις διαδικασίες που ακολουθούνται, με αποτέλεσμα να φτάνουν τεράστια ποσά, νομότυπα, σε εταιρίες όπως η Avis, η οποία είναι… τουρκικών συμφερόντων! Εύλογα και αφελώς ενδεχομένως μπορεί ένας πολίτης να αναρωτηθεί κατά πόσο σε αυτές τις αποφάσεις λαμβάνονται υπόψη κι άλλα δεδομένα, όπως στην προκειμένη της σχέσης που διατηρεί η οικογένεια του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον Τούρκο μεγιστάνα Κοτς.
Περιπτώσεις οι οποίες παρουσιάζουν στοιχεία αδιαφανούς διάθεσης του κοινοτικού χρήματος ήταν και αυτές οι οποίες, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Politico (11 Απριλίου 2024), έβαλαν στο στόχαστρο των Αρχών καταγγελίες οι οποίες συνδέονται με τον τρόπο χορήγησης 2,5 δισ. ευρώ σε μόλις δέκα εταιρίες. Όπως ανέφερε το έγκυρο περιοδικό, η έρευνα αυτή επέφερε μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία του RFF και κατ’ επέκταση του Ταμείου Ανάκαμψης. Με βάση το ίδιο δημοσίευμα, η έρευνα επικεντρώθηκε σε εγχώριες διαδικασίες δημόσιων διαγωνισμών, στους οποίους συγκεκριμένες εταιρίες έμοιαζαν να συμπράττουν για να αποφύγουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό για την ίδια σύμβαση.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα ακόμη δεν έχουν γίνει γνωστά στην κοινή γνώμη και δεν αποτελεί «νέο» ότι ειδικά στην Ελλάδα η αίσθηση των πολιτών είναι ότι σε κάθε περίπτωση ό,τι κι αν προκύψει θα μπει κάτω από το χαλί…
Πηγή: Εφημερίδα Δημοκρατία
Διαβάστε ακόμα: