Η πρώτη παράσταση που είδε τα φώτα της σκηνής μετά την περίοδο της καραντίνας, σηματοδότησε την ανάγκη για μια περιπλάνηση στην ενδοχώρα της μπεκετικής ιλαροτραγωδίας και με μια ουδόλως ασυσχέτιστη προς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αναμέτρηση με το μεταφυσικό βάρος της. Άραγε δεν είναι αλήθεια ότι η πρωτόγνωρη εμπειρία αυτής της κρίσης συνιστούσε από μόνη της έναν τόπο χωρίς πρόσωπο, έναν «ου τόπο», μια νεκρή ζώνη στην οποία δέσποζε το επικοινωνιακό χάος και το σκοτεινό, όσο και απροσδιόριστο, είδωλο μιας διαρκώς ανεσταλμένης λύτρωσης από το υπαρξιακό άλγος που γεννά ο τρόμος και ο εγκλεισμός;
- Από τον Γιώργο Παπαγιαννάκη*
Μήπως οι απανταχού καταδικασμένοι σε απομόνωση άνθρωποι σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη δεν είχαν να μοιραστούν κάτι από την ακινησία της ζωής του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν; Μήπως η ενδόμυχη προσδοκία τους για έξοδο από το τούνελ δεν προσλάμβανε το χαρακτήρα ενός άλλοθι για μια εσώτερη και πιο δομική παράλυση της ζωής, ενός ζόφου με επίχρισμα ευφρόσυνης ραστώνης;
Ως προς τις συντεταγμένες της επικαιρότητας, το έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» κράτησε την υπόσχεσή του (σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει ανάμεσα στους δύο συντρόφους και τον άγνωστο Γκοντό),δηλώνοντας την παρουσία του και διατρανώνοντας τους προβληματισμούς του σπουδαίου ιρλανδού αναμορφωτή της παγκόσμιας δραματουργίας, σε μια συγκυρία αλλεπάλληλων αναβολών, περιδινήσεων σε λεκτικούς και νοηματικούς συμφυρμούς, αλλά και αδυναμίας προσδιορισμού της σημειολογίας του κακού.
Ο Γιάννης Κακλέας σκιαγράφησε τους δύο flâneurs χωρίς πρόσθετα βάρη, εκφραστικά ή χειρονομιακά, περιορίζοντάς τους στρατηγικά στις νευρωτικές εντάσεις της αυθυπαρξίας του λόγου και στην ανάλαφρη κινητικότητα του έμπλεου μεταφυσικής αύρας locale και καθιστώντας τους, την ίδια στιγμή, παίκτες και θεατές ενός ιδιότυπου τελετουργικού: αυτού της ακατάσχετης αδημονίας, της υπαρξιακής αναζήτησης και της περιδιάβασης στην οντολογία των λέξεων.
Αμφότεροι οι δύο μπεκετικοί περιφερόμενοι κλοσάρ (Βλαδίμηρος – Θανάσης Παπαγεωργίου, Εστραγκόν – Σπύρος Παπαδόπουλος) συντονίστηκαν αγαστά αναδεικνύοντας, αν όχι το σύνολο, τουλάχιστον ένα επαρκές μέρος των πτυχών που καθορίζουν τη μεταξύ τους ιδιόμορφη συνύπαρξη. Πηγαία και ανεπίπλαστη η κωμική υφή των δύο αντιηρώων έχρηζε, παρόλα αυτά, μιας διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο αδιαμεσολάβητο χιούμορ και στο επεξεργασμένο και σαρκαστικό wit, αντί μιας εύληπτα λαϊκότροπης (αν και, ενίοτε, ευδιάκριτα σκεπτόμενης) κωμικότητας.
Ο Πότζο του Άρη Σερβετάλη κόμισε ένα αριστοτεχνικό δείγμα του κόσμου της βίας, της εκμετάλλευσης, των μαθηματικών των κινήσεων και των συναισθημάτων, ένα απείκασμα των νόμων της μισανθρωπίας και της εμπορίας του θεάματος, ενώ ο Λάκυ του Ορφέα Αυγουστίδη υποστασιοποίησε την αργή και βασανιστική καταβύθιση του ανθρώπινου γένους σε μια εντροπία, όπου η πνευματική ζωή καταναλώνει τον εαυτό της και συντρίβεται θριαμβευτικά μέσα σε ένα θορυβώδες παραλήρημα,προϊόν μιας εγγενούς αδυναμίας να διατυπωθούν καινούργια νοήματα.Τη μεταφυσική αδράνεια του μπεκετικού σύμπαντος εξέπεμψε, επίσης, και το Αγόρι του Άρη Κακλέα, σε σύμπλευση με την εμβόλιμη και αντιστικτική παρουσία της γυναικείας φιγούρας (Αγγελική Τρομπούκη).
Τέλος, το σκηνικό τοπίο (Σάκης Μπιρμπίλης – Γιάννης Κακλέας) με το χαρακτηριστικό άκαρπο και αδιευκρίνιστης ταυτότητας δέντρο μετέδιδε την αίσθηση μιας αναμονής και μιας διαρκούς αναβολής κάθε είδους έννοιας και επικοινωνίας (differance): ένα στοιχειωμένο σύμβολο της θλίψης, του μαρασμού αλλά και του θανάτου οποιασδήποτε αναγεννητικής δύναμης.