«Εμένα, αγόρι μου, με έχει ξεχάσει και ο θάνατος, αλλά να ξέρεις ότι η ζωή είναι γλυκιά…» Ο Νάσος Πατέτσος υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες δόξες του ελαφρού τραγουδιού. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’70 κυριάρχησε τόσο στη δισκογραφία όσο και στις θεατρικές παραστάσεις δίπλα σε ιερά τέρατα, όπως ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Ορέστης Μακρής, ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Αννα Καλουτά και πολλοί ακόμα.
Ο Γιάννης Πάριος άλλωστε έγινε τραγουδιστής γιατί στο μυαλό του πάντα στριφογύριζε, από τα παιδικά του χρόνια, το τραγούδι του Νάσου Πατέτσου «Το τραγούδι του ναύτη», θυμίζοντάς του τα χρόνια που περνούσε ήρεμα στον φάρο μαζί με τον πατέρα του. Η Google μάλιστα τον κατατάσσει μεταξύ των πέντε μεγάλων ερμηνευτών του ελαφρού τραγουδιού. Σήμερα ο μεγάλος ερμηνευτής, ακμαιότατος και με πλήρη διαύγεια σε ηλικία 97 ετών, μιλάει στην «Εspresso» και τον Νίκο Νικόλιζα για τις σπουδαίες εμπειρίες της ζωής του σε μια σπάνια συνέντευξη!
Πού γεννηθήκατε, κύριε Πατέτσο;
Γεννήθηκα στη Λήμνο από πολύ φτωχούς γονείς. Ξεκίνησα να έρθω στον Πειραιά μέσα σε ένα ψαροκάικο, που είχε πανιά αλλά και μια μηχανή, η οποία μεσοπέλαγα χάλασε. Ετσι θαλασσοδερνόμασταν για 18 ολόκληρες ημέρες. Μόλις είχε ξεκινήσει ο πόλεμος του ’40. Από πάνω πετούσαν τα πολεμικά αεροπλάνα και εμείς μέσα στο βαρκάκι προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο λιμάνι για μια καλύτερη τύχη. Στον Πειραιά φτάσαμε την ημέρα που πέθανε ο Μεταξάς: 19 Ιανουαρίου του ’41!
Δεν φοβηθήκατε;
Σας ορκίζομαι, απολύτως τίποτα.
Τα παιδικά σας χρόνια πώς ήταν;
Θα σας έλεγα φτωχικά. Δουλεύαμε όπου βρίσκαμε. Ο πατέρας μου είχε τράτα και έτσι δεν μας έλειπε το ψάρι. Στο νησί έμαθα την τέχνη του ράφτη. Πείνα καταραμένη. Σκεφτείτε ότι οι Γερμανοί που ράβονταν στο ραφείο, αντί για χρήματα, μας έδιναν κάνα κομμάτι ψωμί να φάμε. Ομως, όλα αυτά ίσως μου έκαναν καλό. Με έμαθαν να σκληραγωγούμαι αλλά και σήμερα ακόμα να μπορώ να ράβω τα κουμπιά στα ρούχα μου.
Πώς αποφασίσατε να φύγετε από το νησί και να φτάσετε εν μέσω πολέμου στον Πειραιά;
Μου άρεσε η περιπέτεια. Ωστόσο στην Αθήνα υπήρχε πολλή πείνα. Παπούτσι στα πόδια μας δεν φορούσαμε. Ετσι αναγκάστηκα να ξαναφύγω και να επιστρέψω στη Λήμνο σε ένα πλοιάριο με σύκα. Από την πείνα μας φάγαμε όλα τα σύκα που υπήρχαν για να γεμίσουμε το στομάχι μας. Το διπλανό σπίτι από το πατρικό μου το είχαν επιτάξει οι Ιταλοί. Εκεί τους έφτιαχνα τους καφέδες.
Στα χρόνια της Κατοχής μεσουρανούσε η Βέμπο. Τι σχέσεις είχατε;
Τη λάτρεψα. Είδωλο. Δουλέψαμε μαζί σε διάφορες παραστάσεις που έκανε μετά τον πόλεμο. Και το «τρελό» της υπόθεσης: Δουλέψαμε μαζί σε όλα τα θέατρα, πλην το δικό της!
Το τραγούδι πώς προέκυψε στη ζωή σας;
Εντελώς τυχαία. Εγώ ήμουν σε ναρκαλιευτικό εξίμισι χρόνια. Η δουλειά μου ήταν στη γέφυρα. Βγάζαμε παντού νάρκες. Το χειρότερο ήταν στο θαλάσσιο στενό της Καβάλας. Εκεί βγάλαμε 3.000 νάρκες. Εκεί στην Καβάλα, λοιπόν, όταν τελειώσαμε τη δουλειά με τις νάρκες, μου είπαν: «Πατέτσος, τώρα τραγουδάς». Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Με πήγαν στη δισκογραφική, την Columbia, και όλα πήραν τον δρόμο τους! Σε μια βραδιά με ένα τραγούδι του Μουζάκη έγινα όνομα!
Γνωρίσατε μεγάλες δόξες όταν μεσουρανούσατε…
Περισσότερες και από την τότε βασιλική οικογένεια. Θα σας πω μόνο τούτο για να καταλάβετε πως με είχε λατρέψει ο κόσμος: Eίχαμε πάει στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας για να φύγουμε για περιοδεία. Εκεί ήταν και ο βασιλιάς Παύλος και η Φρειδερίκη με τον Κωνσταντίνο. Μόλις ο κόσμος άκουσε ότι βρισκόμουν εγώ εκεί, άρχισε να ουρλιάζει σαν σε παραφροσύνη. Ο τότε βασιλιάς νόμιζε ότι το έκαναν για εκείνον, ενώ το πλήθος ερχόταν κατά πάνω μου! Εμένα όμως με λάτρεψε και ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Τότε δούλευα στο θέατρο του Μπουρνέλλη μαζί με τον Τζίμη Μακούλη. Με παρακάλεσαν, λοιπόν, στα γενέθλιά του να φύγω από την παράσταση και να πάω να του τραγουδήσω στα γενέθλιά του. Και επέλεξαν μόνο εμένα να του τραγουδήσω. Ο δε Γεώργιος Παπανδρέου; Ερχόταν στις παραστάσεις μου και φώναζε «Ελα, αηδόνι μου, να καθίσεις δίπλα μου». Μεγάλη λατρεία!
Συνεργαστήκατε με όλα τα μεγάλα ονόματα του τραγουδιού. Ποιοι από αυτούς σάς έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση;
Υπήρξαν όλοι υπέροχοι. Η Δανάη ήταν δασκάλα μου. Ναύτης ήμουν ακόμα όταν ξεκίνησα μαθήματα σε εκείνη για να γίνω σωστός ερμηνευτής!
Η Google σάς κατατάσσει μέσα στους μεγάλους του ελαφρού τραγουδιού της Ελλάδας…
Νομίζω πως τρεις ήμασταν που κάναμε πολύ μεγάλη καριέρα: Ο Γούναρης, ο Μαρούδας και εγώ. Ωστόσο ο Γούναρης ήταν πιο κοντά στη δική μου ιδιοσυγκρασία!
Πληρωθήκατε καλά σε σχέση με τη φήμη του ονόματός σας;
Δεν έχω παράπονο. Καθημερινά και επί εφτά μέρες την εβδομάδα δούλευα σε διπλές και τριπλές παραστάσεις. Πολλή δουλειά. Από το θέατρο πήγαινα στα κέντρα και ξανά μετά στο θέατρο. Δούλεψα με όλους: Από τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη μέχρι τον Χατζηχρήστο και την Ντιριντάουα!
Ποιος από αυτούς ήταν ο πιο αγαπητός;
Το καυχιέμαι: Εμένα με θεωρούσαν πιο αγαπητό. Ποτέ δεν έφερα αντίρρηση ούτε στα χρήματα ούτε πού θα τοποθετήσουν το όνομά μου, γι’ αυτό είχα πάντα δουλειά. Με ενδιέφερε να περνάω ωραίες στιγμές!
Ο Αυλωνίτης τι άνθρωπος ήταν;
Υπέροχος. Ο Βασίλης ήταν ο επιμελητής όλου του θιάσου. Από την άλλη, ο Ορέστης Μακρής ήταν ο επιβλητικός, ο αυταρχικός. Αν αργούσα έστω και δύο λεπτά, με φώναζε και μου έλεγε: «Θανάση, άργησες δύο λεπτά!»
Η Γεωργία Βασιλειάδου;
Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα μαζί. Είχαμε τρομερό σουξέ. Σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό μέναμε ένα βράδυ. Οπου πηγαίναμε γινόταν «σεισμός». Εκλειναν οι δρόμοι από τη λαοθάλασσα!
Ο Χατζηχρήστος τι άνθρωπος ήταν;
Μεγάλο πειραχτήρι, γυναικάς και ψυχούλα!
Συνεργαστήκατε και με τα θρυλικά Καλουτάκια;
Πολύ. Θα σας πω και ένα ωραίο περιστατικό: Κάναμε κάποιες παραστάσεις με παρουσιαστή τον Αρτέμη Μάτσα. Εβγαινα εγώ πρώτος και είθισται τελευταία να βγαίνει η μεγάλη πρωταγωνίστρια, που ήταν η Αννα Καλουτά. Ο κόσμος, λοιπόν, ζητωκραύγαζε για μένα σε κάθε παράσταση και δεν σταματούσε να χειροκροτεί. Η Αννα, έξαλλη από μέσα, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Μία, δύο, τρεις ακούω από μέσα: «Πατέτσοοο, άι στο διάολο, μπες μέσα τώρα, να βγω εγώ (σ.σ.: γέλια)!
Εξωτερικό δουλέψατε;
Αυστραλία, Καναδά, Αμερική, Γερμανία για πολλούς μήνες από δύο και τρεις φορές!
Σας έβαλαν συνάδελφοί σας τρικλοποδιά;
Δεν το ένιωσα ποτέ. Δεν με ενδιέφεραν τα παρασκήνια. Κοιτούσα μόνο τη δουλειά μου!
Είναι αλήθεια ότι ο Γιάννης Πάριος έγινε τραγουδιστής επειδή λάτρεψε τα δικά σας τραγούδια;
Ο ίδιος μού το έχει πει και το λέει παντού: «Εγώ ζήλεψα τη δόξα του Πατέτσου». Ακουγε τα τραγούδια μου όταν ο πατέρας του ήταν φαροφύλακας και τραγουδούσε το τραγούδι μου «Το τραγούδι του ναύτη», το οποίο το λατρεύει ακόμα και σήμερα, γιατί του θυμίζει τον πατέρα του!
Πόσα τραγούδια έχετε ηχογραφήσει;
Περίπου 70 τραγούδια, αλλά το κάθε τραγούδι είχε τόση επιτυχία που, χωρίς να έχουμε τηλεοράσεις και άλλα μέσα, εμένα με γνώριζε ο λαός μέχρι και στο τελευταίο χωριό, χωρίς να με έχει δει ποτέ στο πρόσωπο!
Φίλους σήμερα έχετε;
Μετρημένους στα δάχτυλα. Οι περισσότεροι έχουν «φύγει», όμως, και εγώ επιθυμώ να έχω φίλους που να έχουν σωστό υπόβαθρο. Αγαπημένος φίλος από τις αρχές του ’60 είναι ο Τάκης Σαγιώρ. Ειλικρινής και καλός φίλος!
Είστε ευχαριστημένος από τη ζωή σας;
Απολύτως. Η ζωή μου είναι έτσι όπως έπρεπε να είναι. Διαφήμισα μέσα από τη φωνή και τα τραγούδια μου την πατρίδα μου και ο κόσμος με αγάπησε. Ημουν ένα παιδί του χωριού και έγινα αυτό που έγινα, χωρίς να έχω έπαρση. Ποτέ δεν κατάλαβα τι θα πει σταρ και τέτοια πράγματα. Και, υπόψη, δεν μετάνιωσα ποτέ και για τίποτα!
Φτάσατε αισίως τα 97. Το «κοντέρ» κοντεύει να τερματίσει;
Ούτε ήξερα πόσο θα ζήσω ούτε ξέρω πόσο θα φτάσω. Τον θάνατο δεν τον φοβήθηκα ποτέ. Ελεγα πάντα: Προχωράω και όπου βγει!