Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1859 και αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», η οποία συσπείρωνε νέους ποιητές που ενδιαφέρονταν και για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο.
Στο ποιητικό του έργο, που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές, κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης και το πνεύμα της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού.
Στο Μεσολόγγι, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε νοσταλγικά, έζησε έως το 1875, οπότε έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Την οποία όμως εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στη μεγάλη του αγάπη, την ποίηση. Ο θάνατος του μικρού του γιου Άλκη, τον σημαδεύει μέχρι το τέλος της ζωής του. Μιας ζωής που αφοσιώθηκε στην Ελλάδα και την ποίηση…
Μέχρι και με τον θάνατό του ο Παλαμάς κατάφερε να δημιουργήσει πνεύμα ανάτασης στον σκλαβωμένο στη γερμανική μπότα των Ναζί, ελληνικό λαό. Στις 27 Φεβρουαρίου 1943 έφευγε από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών. Ήταν βαριά άρρωστος και καθηλωμένος στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943, «έφυγε» η γυναίκα του Μαρία.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 τον πρωτοπόρο ποιητή τού 20ού αιώνα και μεγάλο Έλληνα, ψάλλοντας σύσσωμοι μπροστά στους κατακτητές τον Εθνικό Ύμνο, αποχαιρετά ο λαός. Αφήνοντας αποσβολωμένους και τους κατακτητές… Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα…