Με τον ρόλο του Παναγιώτη στην πετυχημένη σειρά «Άγριες μέλισσες», ο Γιώργος Ηλιόπουλος προσφέρει γέλιο, χαρά. Ο κουρέας που λατρεύει το Διαφάνι, μίλησε στο «Enjoy» της «κυριακάτικης δημοκρατίας» και στην Μαρία Ανδρέου.
Μετά τον «Κουρέα της Σεβίλης» του Τζαοκίνο Ροσίνι, ο πιο γνωστός κουρέας στην Ελλάδα είστε εσείς, χάρη στη σεναριογράφο Μελίνα Τσαμπάνη. Πώς έγινε η επαφή σας με τις «Άγριες μέλισσες» του ΑΝΤ1; Πώς πήρατε τον ρόλο του Προκόπη στο Διαφάνι;
Η πρώτη επαφή μου με τις «Άγριες μέλισσες» έγινε τον Μάρτιο του 2019, όταν με πήραν τηλέφωνο και μου ζήτησαν να είμαι στη συγγραφική ομάδα της σειράς, αλλά λόγω θεάτρου είχα κλείσει όλο το καλοκαίρι περιοδεία και δεν θα μπορούσα να παρακολουθήσω το πρόγραμμα των συντελεστών της παραγωγής όσον αφορά το σενάριο. Είχα σκάσει τότε, γιατί είχα διαβάσει τα πρώτα σενάριατης σειράς και είχα πει από μέσα μου: «Αυτή η σειρά θα σκίσει». Το καλοκαίρι του 2019 ήμουν στη Ζάκυνθο με τη γυναίκα μου, θυμάμαι, λόγω εργασίας και δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που έγινε. Χτυπά το τηλέφωνο και ταυτόχρονα με δαγκώνει ένα σκυλί. Στο τηλέφωνο ήταν η casting director της σειράς Μιράντα Ρωσταντή, η οποία, από τη μια, άκουγε όλη τη φάση με το σκυλί και, από την άλλη μου, έλεγε: «Γιώργο μου, σε θέλω για έναν ρόλο στις “Αγριες μέλισσες”, να κάνεις τον κουρέα του χωριού. Είναι κομμένος και ραμμένος για σένα». Από τη μια, έκλαιγα από τον πόνο και, από την άλλη, γελούσα από τη χαρά μου.
Είστε τα μάτια και τα αυτιά του χωριού. Εσείς και η Ρίζω τα ξέρετε όλα. Αυτό τον τύπο, τον Προκόπη, από πού τον «κλέψατε»; Ζούσατε σε χωριό και ξέρατε από μπαρμπεράδικα και κουτσομπολιό;
Δυστυχώς, είμαι βέρος Αθηναίος. Ο,τι ξέρω από χωριά και νοοτροπίες μικρών, κλειστών κοινωνιών είναι από τις ελληνικές ταινίες. Είμαι φανατικός του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου. Συνηθίζω να λέω στους φίλους μου: «Εγώ είμαι το νόθο παιδί του Φίνου». Ξέρω ακόμα και ατάκες απέξω και ανακατωτά. Οι άνθρωποι του Διαφανίου μού είναι οικείοι και δεν άργησα να τους βρω και να τους αγαπήσω, γιατί τη γειτονιά, την ατμόσφαιρα αυτή γενικότερα, την έχουν δώσει τόσο υπέροχα οι ασπρόμαυρες ταινίες του Φίνου.
Με τον Προκόπη, τον κουρέα, έχετε κάποια κοινά σημεία;
Θα έλεγα ότι και οι δύο ανήκουμε ευρύτερα στον χώρο της Αριστεράς. Πάντως, το μαγικό είναι ότι αυτά τα δύο ξαδέλφια, ο βασιλικός Παναγιώτης και ο αριστερός Προκόπης, αυτό το δίπολο, είναι μέχρι σήμερα η Ιστορία της Ελλάδας. Αριστεροί και δεξιοί, και στη μέση η Ελλάδα μας. Είμαι τόσο χαρούμενος που παίζω με τον Αλέξανδρο Καλπακίδη στις «Αγριες μέλισσες»! Τον γνωρίζω καλλιτεχνικά πάνω από 25 χρόνια, κυρίως από το θέατρο. Είναι ταλαντούχος. Λόγω της μεγάλης εκτίμησης που έχουμε ο ένας στον άλλο βγαίνουν η ζεστασιά και η αγάπη μεταξύ των ηρώων μας. Με τον Αλέξανδρο έχουμε το ίδιο χιούμορ, δοκιμάζουμε τη σκηνή και έπειτα ο ένας ακολουθεί τον άλλο. Τα δύο ξαδέλφια, αυτή η κωμική νότα μέσα στο Διαφάνι, είναι μια εκτόνωση για όσα δραματικά συμβαίνουν. Το ωραίο στην ιστορία είναι ότι δεν έχουμε κωμική ατάκα. Οι καταστάσεις βγάζουν γέλιο. Δεν κάνουμε αστεία. Αλλά, ως κουτσομπόληδες και οι δυο, ο ένας στο καφέ, ο άλλος στο κουρείο, φτιάχνουν το κέφι. Είναι συμπαθείς και αγαπησιάρηδες. Ο Παναγιώτης και ο Προκόπης είναι ο ένας για τον άλλο και, αν καβγαδίζουν λιγάκι, το κάνουν για να ξεμουδιάζουν και να γλεντούν την πλήξη τους. Και οι δύο δεν έχουν οικογένεια ούτε έχουν φτιάξει δική τους. Για το παρελθόν του Προκόπη δεν έχουμε στοιχεία – περιμένω και εγώ να τα ανακαλύψω. Οπως περιμένω και κάποια συναισθηματική εξέλιξη. Λέω στη σεναριογράφο Μελίνα Τσαμπάνη: «Καλά, εμάς τους δύο θα μας αφήσεις στο ράφι; Ούτε ένα ρομαντικό ειδύλλιο;» Μακάρι και τα δύο ξαδέλφια να παντρευτούν. Είναι και οι δυο τους αυτό που λέμε «καλοί άνθρωποι».
Είναι τεράστια η αποδοχή του κόσμου. Πού οφείλεται η επιτυχία;
Το σενάριο είναι το άλφα και το ωμέγα. Η Μελίνα Τσαμπάνη και ο Πέτρος Καλκόβαλης, οι άνθρωποι πίσω από το σενάριο της σειράς «Άγριες μέλισσες», δεν φείδονται γεγονότων. Δεν κουράζει η σειρά, σε κρατά σε εγρήγορση. Αυτά που έχουν γίνει στη σειρά έως σήμερα κάποια άλλα σίριαλ θα ήθελαν πέντε χρόνια για να τα παίξουν. Από την άλλη μεριά, η σειρά «μυρίζει» τόσο πολύ Ελλάδα. Μπορεί το έργο να διαδραματίζεται το 1960, αλλά οι συμπεριφορές είναι τόσο μα τόσο ίδιες… Βλέπουμε τον Δούκα, τον τσιφλικά, έπειτα από έναν πόλεμο να είναι ο τρόμος και ο φόβος του χωριού και να έχει ισοπεδώσει κάθε αξία. Σήμερα, με την οικονομική κρίση, κάποιοι που κατέχουν τον πλούτο δεν κάνουν κάτι παρόμοιο; Για μένα όσα ζούμε την τελευταία δύσκολη δεκαετία στην Ελλάδα δεν είναι απλώς μια οικονομική κρίση. Είναι βαθιά πολιτιστική κρίση. Αν συνειδητοποιήσεις όμως ότι η ζωή είναι μία και πως δεύτερη δεν έχει, και ότι οι στιγμές που ζεις είναι αυτές και δεν επανέρχονται, δεν θα άλλαζες τον άσχημο χαρακτήρα σου; Αν είχαμε ενσυναίσθηση αυτής της αλήθειας, δεν θα κρατούσαμε κακίες, θα ήμασταν πιο φιλάνθρωποι και θα είχαμε μια σχέση αγάπης με τον διπλανό μας. Δυστυχώς όμως υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι θα ζήσουν αιώνια.
Τι σημαίνει αυτή η νίκη της σειράς «Άγριες μέλισσες»;
Για μένα οι «Άγριες μέλισσες» έχουν κερδίσει το μεγάλο στοίχημα. Είναι ευλογία, γιατί πέρασαν το μήνυμα στους καναλάρχες ότι αυτό που μετράει στην τηλεόραση είναι η καλή ελληνική μυθοπλασία. Αυτό δίνει δύναμη στους Έλληνες δημιουργούς. Γιατί έως σήμερα η ελληνική τηλεόραση έπαιρνε σενάρια από το εξωτερικό και τα διασκεύαζε, σαν να μην υπήρχαν άξιοι Έλληνες δημιουργοί για να γράψουν. Είχαν ξεχαστεί οι Έλληνες δημιουργοί, απίστευτο είναι αυτό αν κάτσεις και το σκεφτείς. Πόση ανάγκη όμως είχε το κοινό να δει ένα σενάριο βαθιά ελληνικό; Η ψυχή του τι ανάγκη είχε; Είναι συγκινητικό ότι 2.000.000 τηλεθεατές βλέπουν τη σειρά. Πάντως, όλη αυτή την επιτυχία δεν προλαβαίνω να την αναλύσω. Νιώθω ευλογημένος που μου συμβαίνει. Ξαφνιάζομαι στον δρόμο όταν μου λένε: «Προκόπη, θα μας ρίξεις ένα κουρεματάκι;» Είναι όμως τόσο εξαντλητικά και πολύωρα τα γυρίσματα, που δεν σκέφτομαι τον εαυτό μου και τη ματαιοδοξία μου. Είναι συγκλονιστικό αυτό το πρωτότυπο σενάριο που έχει σκεφτεί η Μελίνα Τσαμπάνη. Η σειρά αυτή κάλλιστα θα μπορέσει να πάει και τρίτη τηλεοπτική σεζόν. Η Μελίνα έχει μπροστά της έναν εξαιρετικό θίασο. Ενας και ένας όλοι τους. Ακόμα και τα νέα παιδιά που παίζουν τη Σοφούλα και τον Άγγελο είναι καταπληκτικοί ηθοποιοί. Έχουν έναν ενθουσιασμό. Σε αυτή τη σειρά οι ηθοποιοί δεν ρουτινιάζουν. Τι να πω για τη Μαρία Κίτσου; Μέσα σε δύο χρόνια στιγμάτισε την ελληνική τηλεόραση. Μορφή… Τι να πω για τον Θανάση Κουρλαμπά στον ρόλο του Κλεομένη; Σατανική ιδιοφυΐα! Το τέρας της μεγαλούπολης και τα ζωάκια του Κάμπου.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τον Προκόπη; Δεν κρατά το στόμα του κλειστό και με τον Μάνο Βόσκαρη μού φαίνεται ότι θα μπλέξει για τα καλά. Αυτός είναι σκληρό καρύδι, θέλει ακόμα μία ευκαιρία για να ρίξει ξανά τη Λενιώ στη φυλακή…
Ο Προκόπης ζει τα απόνερα των γεγονότων σε αυτή τη μικρή κοινωνία όπου κατοικεί. Τους νιώθει όλους οικογένειά του και έχει αναπτύξει μεγάλη οικειότητα μαζί τους. Δεν έχει όρια. Είναι ευαίσθητος, συναισθηματικός και ευκολόπιστος. Και γι’ αυτό την πατά ξανά και ξανά, όπως τότε με τα βιβλία που του έκλεψε ο Κυπραίος, όπως στον καβγά με τον Μελέτη – έτσι θα μπλέξει και με τον Βόσκαρη. Αλλά ο Προκόπης είναι ταγμένος στην Ελένη. Την υποστηρίζει σθεναρά από την αρχή της σειράς. Γιατί η Ελένη είναι πάντα με τη μεριά των αδύναμων και αυτό ιδεολογικά τον συγκινεί.
Ποιον θεωρείτε τον πιο επικίνδυνο ήρωα στις «Άγριες μέλισσες»;
Πριν από λίγο καιρό θα σου έλεγα τον Δούκα Σεβαστό. Αλλά πλέον και αυτός έχει χάσει τη δύναμή του και είναι σαν πληγωμένο ζώο που δείχνει τα νύχια του, αλλά δεν έχει πλέον καμία ισχύ. Ο Δούκας είναι γέννημα θρέμμα της Κατοχής, μιας σκληρής εποχής, που έμαθε από τον πατέρα του ότι τα πάντα είναι η περιουσία, η δύναμη και η εξουσία. Αν έχει ένα ελαφρυντικό, είναι αυτό. Ετσι τον έμαθε ο πατέρας του. Είναι τραγικός ήρωας, γιατί δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα λάθη του. Εχει ένα δικό του σύστημα αξιών και θεωρεί ότι όσα κάνει είναι σωστά. Πιστεύει ότι, χωρίς την κατοχή γης, η οικογένειά του δεν αξίζει τίποτε και αυτή την ιδέα του την έχει μεταφέρει και στα παιδιά του.
Ποιο άλλο πρόσωπο είναι τραγικό;
Σίγουρα ο Μελέτης. Νιώθει σαν πατέρα του τον Δούκα, με αυτόν μεγάλωσε και έχει κοπιάρει τη συμπεριφορά του. Ο Μελέτης έγινε δολοφόνος για χάρη του αφεντικού του. Αν αυτό το παιδί τον είχε μεγαλώσει η Ανέτ και τον είχε μάθει αλλιώς, θα ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Ο Μελέτης είναι η πιο σκληρή εκδοχή του Δούκα. Και ο θυμόσοφος λαός λέει ότι αυτός που σε αντιγράφει, ο διάδοχός σου, γίνεται ακόμα χειρότερος. Αλλά για να επανέλθω στην προηγούμενη ερώτησή σου, θεωρώ ότι ο πιο επικίνδυνος ήρωας μακράν από όσους έχουν περάσει από το Διαφάνι είναι ο Μάνος Βόσκαρης. Ο Μάνος Βόσκαρης επιλέγει συνειδητά να είναι ένας κακός άνθρωπος. Ξέρουμε όλο το παρελθόν του. Εδώ δεν δίστασε να σκοτώσει την ίδια του τη μάνα… Ο Βόσκαρης ξέρει ότι ο φίλος του ο Σέργιος δηλητηρίασε τον πατέρα της Λενιώς και επιλέγει, παρ’ όλα αυτά, να της κάνει τη ζωή κόλαση στη φυλακή. Για μένα είναι ένα ον επικίνδυνο. Είναι ο χειρότερος όλων, δεν δεν θέλει να διορθωθεί, δεν δείχνει μεταμέλεια, έχει κόψει όλες τις ρίζες που τον συγκρατούν με τις αξίες των παιδικών του χρόνων, είναι ανεξέλεγκτος, δεν υπάρχει τίποτε να τον κρατήσει. Ο Μελέτης έχει την Ανέτ, την Πηνελόπη, που τον επαναφέρουν. Ο Μάνος δεν έχει τίποτε.
Μήπως αυτό το μένος που έχει προς την Ελένη κρύβει έναν αρρωστημένο έρωτα;
Ο έρωτας για μένα δεν έχει ποτέ κάτι αρρωστημένο. Ο έρωτας είναι όμορφος, γλυκός, κάνει τους ανθρώπους να λάμπουν, να γλυκαίνουν, να αλλάζουν, να είναι φωτεινοί. Ο Μάνος Βόσκαρης είναι μνησίκακος και εκδικητικός. Εχει εμμονή με την Ελένη, γιατί τον ξήλωσε από την καρέκλα του και θέλει να την ισοπεδώσει. Οσο αυτή αντιστέκεται τόσο αυτός την πολεμά με μανία λυσσαλέα.
Πώς βιώνετε την πανδημία, την πρώτη και τη δεύτερη καραντίνα;
Στην πρώτη καραντίνα ήμουν τόσο κουρασμένος και -ντρέπομαι να το πω, νιώθω ενοχές- ξεκουράστηκα. Ημουν δουλειά – σπίτι, σπίτι – δουλειά. Δεν είχα χρόνο να διαβάσω ένα βιβλίο, να δω μια ταινία. Τον πρώτο καιρό, λοιπόν, τα έκανα αυτά, τα χάρηκα, μετά με πείραξε ο εγκλεισμός και, φυσικά, ένιωθα και οικονομικά αβέβαιος. Στη δεύτερη καραντίνα βλέπω τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, γιατί, κακά τα ψέματα, η δουλειά μου είναι το θέατρο, και λέω: «Θέε μου, πού πάμε». Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου στο θέατρο έχουν χάσει τη δουλειά τους. Και δεν είναι μόνο οι οικονομικές συνέπειες. Βλέπεις φίλους σου και δεν τους αγκαλιάζεις, δεν τους φιλάς, αλλά τους χτυπάς με τον αγκώνα. Αυτό το μάγκωμα θα φύγει άραγε; Ενας καινούργιος κόσμος έχει δημιουργηθεί, ακραίος, και η ελαφράδα και η ανεμελιά έχουν χαθεί. Η νέα γενιά, τα παιδιά, θα αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα με την επαφή. Το σοκ της πανδημίας είναι πολύ μεγάλο.
Ζούμε έναν ιδιότυπο πόλεμο…
Ο κορωνοϊός υπάρχει. Είναι μεγάλη βλακεία να ακούγεται ακόμη από κάποιους ότι δεν υπάρχει αυτός ο ιός. Πρόκειται για πανδημία, όχι για συνωμοσία. Εχω φίλο μου, 50 ετών, αθλητικό τύπο, που νόσησε, και μάλιστα πολύ άσχημα. Το ξεπέρασε ο άνθρωπος και μου είπε στο τηλέφωνο: «Γιώργο μου, κόντεψα να πεθάνω». Πέντε μέρες καιγόταν από τον πυρετό, πονούσαν όλα τα κόκαλά του και, αφού είδε ότι ο ιός επέμενε, νοσηλεύτηκε. Γι’ αυτό δεν μπαίνω στη συζήτηση καν ώστε να επιχειρηματολογήσω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ο Covid-19. Σε όλους μας λείπουν οι δικοί μας άνθρωποι. Θέλαμε να πάμε να δούμε τα πεθερικά μου στη Ρόδο, αλλά είπαμε με τη γυναίκα μου: «Όχι, είναι μεγάλοι άνθρωποι, δεν θα τους βάλουμε σε κίνδυνο». Η αγάπη μας γι’ αυτούς πήρε άλλη μορφή. Πάντως, αν κάτι έκανε η πανδημία, είναι ότι έβαλε την επιστήμη στη θέση που της αξίζει μέσα στην κοινωνία.
Το θέατρο ζει ένα τεράστιο οικονομικό τσουνάμι…
Το θέατρο το είχε ρημάξει η κρίση και τώρα με την πανδημία έχει ισοπεδωθεί. Αλλά τι μπορεί να κάνει ο ηθοποιός; Οταν έρχονται οι γιατροί, που έχουν φάει 20 χρόνια στα θρανία για να μορφωθούν, θα βγεις εσύ και θα τους πεις: «Λάθος κάνετε που μας κλείσατε, δεν τα ξέρετε καλά»;
Θα γράφατε ένα θεατρικό έργο για την πανδημία;
Θέλω πραγματικά να ξεχάσω την πανδημία. Να μην ασχοληθώ καν. Να γράψω μια κωμωδία, για να γελάσει ο κόσμος, ναι, με μεγάλη όρεξη. Δεν θέλω με τίποτε, δεν είμαι έτοιμος για να γράψω γι’ αυτό τον τρόμο. Ξέρεις τι είναι να παίζεις πάνω στη σκηνή και να βλέπεις από κάτω ανθρώπους με μάσκες, να μη βλέπεις το χαμόγελό τους; Αυτό είναι εφιάλτης. Ο κορωνοϊός έφερε μεγάλη αποξένωση, μοναξιά, φόβο, αγωνία στον άνθρωπο. Δεν υπάρχει χώρα που να μη λύγισε από την πανδημία. Στη Γερμανία, lockdown έως τα μέσα Φεβρουαρίου, στη Γαλλία, από τις έξι όλοι οι Γάλλοι μέσα, κλεισμένοι στα διαμερίσματά τους. Το θέμα είναι ότι, όταν θα φύγει η πανδημία, θα έχει φτωχοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Εμάς στην Ελλάδα από θέμα ψυχολογίας μάς έχει σώσει ο ήλιος και ο μικροαστισμός μας. Σωτήριος ο μικροαστισμός στα 10 χρόνια των Μνημονίων, καθώς η σύνταξη του παππού έθρεψε όλη την ελληνική οικογένεια.
Τι απολαμβάνεις αυτή την περίοδο;
Την αγάπη του κόσμου για τη σειρά. Η αγάπη πάντα πρέπει να περισσεύει, να μεγαλώνει. Δεν τη χορταίνεις ποτέ την αγάπη, την αναζητείς μια ζωή, γιατί αυτή έχει ουσία. Ειδικά για τον ηθοποιό η αποδοχή από το κοινό και η αγάπη είναι αυτά που τον ωθούν για να γίνει καλλιτέχνης. Αρα εμείς στο Διαφάνι έχουμε πολλή δουλειά και μας αρέσει, γιατί ξεχνιόμαστε με την αγάπη σας.