Η ταινία «Malcolm & Marie» παρακολουθεί τον πολύωρο και έντονο δίαλογο ενος προβληματικόυ και παθιασμένου ζευγαρίου που διαρκεί αρκετές ώρες. Πρόκειται για ένα δράμα δωματίου.
Συγκεκριμένα, η ταινία του Sam Levinson γυρίστηκε μέσα σε δύο εβδομάδες σε ένα μεγάλο σπίτι στο Καρμέλ της Καλιφόρνιας χωρίς μακιγιέρ και ενδυματολόγο. Ο σκηνοθέτης επέλεξε την πανέμορφη Zendaya με την οποία έχει ξανά συνεργαστεί στην σειρά “Euphoria” για να πρωταγωνιστήσει με τον γιο του Denzel Washington, John David Washington, διαδραματίζοντας την τοξική και έντονη σχέση του Μάλκολμ και της Μαρί.
Στην πρώτη σκηνή, η κάμερα γυρίζει γύρω από τον πρωταγωνιστή, τον ανερχόμενο σκηνοθέτη που πίνει στην υγειά του εαυτού του, χορεύοντας και τραγουδώντας ένα τραγούδι του James Brown, δοξάζοντας τον εαυτό του για την πρόσφατη ταινία που γύρισε και πρόβαλλε. Ο Μάλκολμ βρίσκεται σε υπερένταση, μεθυσμένος από τα σχόλια του κοινού που παραβρέθηκε στην πρεμιέρα του εκείνο το βράδυ, αναζητά έπαινο από την Μαρί. Αυτός πολυλογέι, εκείνη ακούει αποστασιοποιημενη καπνίζοντας ένα τσιγάρο στον κήπο του πολυτελούς σπιτιού τους.
Η Zendaya φαίνεται απεγνωσμένη ώσπου ο συντροφος της την ρωτά αν συμβαίνει κάτι. Από εκεί η ταινία ξεδιπλώνεται σε μια μεγάλη διαμάχη μεταξύ τους. Η Μαρί, εκφράζει τον πόνο που της προκάλεσε ο Μάλκολμ παραμελόντας να την ευχαριστήσει για την συνεισφορά της στην ταινία.
Διαλευκάνετε πως η τοξική σχέση της Μαρί με τις ουσίες στα είκοσι της χρόνια ήταν η έμπνευση του για το έργο του. Η αλαζονεία και η μεγαλομανία του Μάλκολμ όμως δεν του επιτρέπει να παραδεχτεί πως η Μαρί και το οδυνηρό παρελθόν της αποτελεί την έμπνευση του. Δεν της εκφράζει το ευχαριστώ που εκείνη αναζητά.
Το “Μάλκολμ και Μαρί” έρχεται να σταθεί ως «μια ταινία που μιλά για την δημιουργία των ταινιών». Μέσα από ένα σπιράλ λατρείας και μίσους μεταξύ μιας ηθοποιού και ενός σκηνοθέτη τίθενται ερωτήματα για την τέχνη του κινηματογράφου. Η Μαρί κατηγορεί τους σκηνοθέτες για εγωκεντρικότητα, αφού όπως λέει απαξιώνουν την συνεισφορά της υπόλοιπης ομάδα εκτέλεσης. Η ίδια λέει πως ο σκηνοθέτης εχει “την ψευδαίσθηση οτι η ταινια δεν είναι μια γαμημένη συνεργασία”. Ενώ ο Μάλκολμ περιφρονεί τους κριτικούς μοντέρνων ταινιών που βιάζονται να πολιτικοποιήσουν την ταινία λόγω του χρώματος δέρματός του, αντί να δώσουν έμφαση στην γραφή, στην σκηνοθεσία και στην ερμηνέια των ηθοποιών. Καταφέρεται εναντίον των λευκών κριτών που βλεπουν την ταινία μεσα απο το πρίσμα της ταυτότητας, βασισμένο στο χρώμα. Δηλώνει την αφοσίωση του στην μαγεία και το μυστήριο της τέχνης και αναζητά να τον κρίνουν για αυτό.
Στην ταινία εγείρονται σοβαρά ερωτήματα, όπως το χρέος που έχει ο καλλιτέχνης προς την μούσα του, την αυθετικότητα, και το πώς η θεματολογία μιας ταινίας καθορίζεται ή επιρρεάζεται απο τις ρίζες και το χρώμα του σκηνοθέτη.
Κατα την διάρκεια των τσακωμών τους όμως δημιουργείται η εύλογη απορία: ποσο αληθινοί είναι οι διαλογοί τους; Μπορουν να ειναι τόσο εντυπωσιακά αλλα και επώδυνα τα λόγια δυο ανθρώπων που μαλώνουν; Ισως οχι. Ισως κάποιες φορές το σενάριο να μοίαζει με μπανάλ φλυαρία. Αλλα ποιός είπε πως ο κινηματογάφος πρέπει να απεικονίζει την πραγματικότητα, την αλήθεια;
Η ασπρόμαυρη ταινία που στοίχισε 2,5 εκατομμύρια δολάρια και πουλήθηκε υπερδεκαπλάσια στο Netflix, και γυρίστηκε υπό την πανδημία τηρώντας τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα, μας γεννά ερωτήματα για τον κινηματογράφο της εποχής μας.
Η μονοχρωμία, και η επιλογή της ενός μοναδικού σκηνικού μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την αλληλεπίδραση αυτών των χαρακτήρων κάτω από ένα ακατέργαστο και απογυμνωμένο φως. Το “Malcolm & Marie” θα μεταφράζονταν επίσης πολύ επιτυχημένα πανω σε θεατρικη σκηνή.
Μέσα από την εντυπωσιακή ερμηνεία των δύο ηθοποιών, διαφαίνονται τα τραύματα, οι ευαισθησίες και οι εμμονές των χαρακτήρων που ανταλλάσσουν λόγια βαριά, λόγια που θα μπορούσαν να καταστρέψουν μια σχέση για πάντα.