Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, η Μαρίζα Κωχ συμμετέχει στη μεγάλη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Στις πρόβες είναι παρών και ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος μαζί με το κινηματογραφικό συνεργείο του, για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ Τα τραγούδια της φωτιάς, το οποίο ετοιμάζει. Από ένα μικρόφωνο που έχει μείνει ανοιχτό, η Μαρίζα τον ακούει να λέει στους συνεργάτες του: «Κωχ; Τι όνομα είναι αυτό; Μα τόση ξενομανία;».
- Από τον Σπύρο Δευτεραίο
«Κατέβηκα θυμωμένη από τις κερκίδες και τον πήρα α λα μπρατσέτα. “Κωχ είναι το επίθετο του πατέρα μου, ο οποίος ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Το κράτησα για να τον τιμήσω”, του είπα».
«Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης»
Η τραγουδίστρια γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1944. Της πήρε πολλά χρόνια να καταγράψει τη ζωή της, που είναι άκρως συναρπαστική και δραματική. Στην ουσία, τη ζωή της η τραγουδίστρια την έγραψε σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο Ένα κορίτσι από τη Σαντορίνη. Μετά από ένα έμφραγμα, αποφάσισε να αφήσει στο κοινό όλα όσα είχε ζήσει και κρατούσε κρυφά από τον κόσμο.
Ο πατέρας της ήταν Γερμανός. Γνωρίστηκε με την μητέρα της εν μέσω πολέμου και έκαναν δύο κορίτσια: Την τραγουδίστρια και την αδελφή της, Ειρήνη. Μετά την Απελευθέρωση ο πατέρας της μεταφέρθηκε στο Πειραματικό Σχολείο, απέναντι από τον Άγιο Διονύσιο στο Κολωνάκι, που λειτουργούσε ως κρατητήριο.
Εκεί είχαν συγκεντρώσει όσους Γερμανούς είχαν οικογένειες. Η μητέρα και τα δύο κορίτσια δεν τον είδαν ποτέ ξανά.
Μέχρι το 1952 τα κορίτσια ζούσαν σε ίδρυμα. Μπήκαν για θεραπεία ως τραχωματικά παιδιά [σ.σ.: το τράχωμα (κοκκιώδης επιπεφυκίτιδα) είναι λοιμώδης νόσος που οδηγεί στην τύφλωση], όταν ήταν τεσσάρων και πέντε ετών.
«Στο Ίδρυμα, στο Δαφνί, σε μια περιοχή με πεύκα που έφταναν έως το βουνό, έξω από το συρματόπλεγμα της περίφραξης, έφταναν κάθε Σάββατο οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία με κάρα που τα έσερναν άλογα. Μ’ αυτά πουλούσαν λαχανικά στις γειτονιές. Ξεπέζευαν, έλυναν τα άλογα, τους έδιναν μια βιτσιά, να τρέξουν ελεύθερα, να βοσκήσουν, κι άπλωναν στο χώμα τραπεζομάντιλα», αφηγήθηκε σε συνέντευξη που παραχώρησε στη δημοσιογράφο Τασούλα Επτακοίλη, για την εφ. Καθημερινή.
«Το γραμμόφωνο ήταν το πρώτο που τοποθετούσαν πάνω του. Μαζί με τους κολλητούς μου, πάντα αγόρια –σαν να ήμασταν συγκρότημα–, είχαμε σκάψει ένα λαγούμι κάτω από το συρματόπλεγμα και περνούσαμε προς την πλευρά τους. Οι γυναίκες μάς φίλευαν κεφτέδες, πατάτες, σαλάτες και, πάντα, ένα κομμάτι γλυκό ταψιού. Κι εμείς μπλεκόμασταν ανάμεσά τους, χορεύαμε, τραγουδούσαμε μαζί τους. “Καροτσέρη, τράβα, να πάμε στα Ταταύλα”, “Σ’το ‘πα και σ’ το ξαναλέω”, “Τρία καράβια”. Αυτές ήταν οι μουσικές σπουδές μου. Από τότε το ήξερα ότι η μουσική θα ήταν ο δρόμος μου…»
Το 1952 η μητέρα τους τα έστειλε στη γιαγιά τους την Ειρήνη, στη Σαντορίνη. Ύστερα από έναν μήνα ακολούθησε κι αυτή. Φυσικά η ζωή στο νησί δεν ήταν εύκολη, συν ότι λόγω εξωτερικών χαρακτηριστικών και χωρίς πατέρα, τα κοριτσάκια τα κοίταζαν οι ντόπιοι περίεργα και προσπαθούσαν να μάθουν τα πάντα γι’ αυτά.
Μητέρα στα 14
«Από την Κρήτη ήρθε στην Σαντορίνη ο Στυλιανός Αναστασάκης, 18 ετών αυτός, στα 13 εγώ. Με είδε κι άρχισε να μου κάνει καντάδες με μαντινάδες. Έτσι έμαθα κι εγώ να τραγουδώ κρητικές μαντινάδες! Θυμάμαι ότι το ‘σκαγα από κει που κοιμόμασταν όλοι στρωματσάδα κι έλεγα ότι πάω μέχρι την κουζίνα, αλλά κρεμιόμουν απ’ το παράθυρο για ν’ ακούσω τον Στυλιανό – τραγουδούσα κι εγώ μαζί του, αυτό γινόταν συνέχεια και δεν αφήναμε άνθρωπο να κοιμηθεί στο χωριό.
»Όταν τον κάλεσε ο θείος μου στο σπίτι του να του κάνει παρατήρηση, του είπε ο Στυλιανός: “Μα τι άλλο να κάνω για να μου την δώσετε;”. “Δεν μπορεί”, απάντησε ο θείος, “γιατί δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια σου. Μόνο αν μας φέρεις τη μάνα σου και τον πατέρα σου απ’ την Κρήτη”.
»Πάει ο καημένος και φέρνει την αδερφή του τη μεγάλη. Μένει μαζί κι αυτή, γινόμαστε οικογένεια, και στα 14 μου φέρνω στον κόσμο τον γιο μου τον Μανώλη! Στα 16 μου ερχόμαστε στην Αθήνα, ο Στυλιανός πιάνει δουλειά υπάλληλος κι εγώ γίνομαι βιβλιοδέτρια. Με βάση εκείνα τα ένσημα παίρνω ακόμα τη σύνταξη του βιβλιοδέτη», γράφει η Μαρίζα Κωχ στο βιβλίο της.
Από την Ελλάδα στο Πεκίνο, με στάση στη Eurovision
Το 1971 κυκλοφορεί το πρώτο της άλμπουμ, με τίτλο Αραμπάς. Σχεδόν αυτοδίδακτη μουσικός, ξεχωρίζει αμέσως με το απίστευτο κράμα παραδοσιακής μουσικής, λαϊκής και ηλεκτρονικής. Ειδικά την περίοδο της Μεταπολίτευσης είναι σχεδόν η ιέρεια της νέας μουσικής.
Τόσο που το 1976 ο Μάνος Χατζιδάκις, πρόεδρος τότε της ραδιοφωνίας και υπεύθυνος για την εκπροσώπηση στο διαγωνισμό της Eurovision, σχεδιάζει μια συμμετοχή-διαμαρτυρία.
Η Μαρίζα Κωχ πήρε μέρος με το τραγούδι «Παναγιά μου, Παναγιά μου», οι στίχοι του οποίου ήταν ξεκάθαρη αποδοκιμασία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Η επιλογή της Ελλάδας προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις από την Τουρκία, ενώ μετανάστες της γειτονικής χώρας στη Χάγη, όπου και διεξαγόταν ο διαγωνισμός, βγήκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για την ελληνική συμμετοχή.
Λέγεται μάλιστα πως οι υπεύθυνοι της διοργάνωσης προειδοποίησαν την Ελληνίδα τραγουδίστρια πως κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα σε περίπτωση που ανεβεί στη σκηνή, και την έβαλαν να υπογράψει πως θα εμφανιστεί με δική της ευθύνη. Όπως και έγινε.
Για την ιστορία, μπορεί η Τουρκία να μην συμμετείχε εκείνη τη χρονιά, όμως ως μέλος της EBU όφειλε να προβάλει το διαγωνισμό. Τη στιγμή του ελληνικού τραγουδιού, η τούρκικη δημόσια τηλεόραση, πρόβαλε διαφημίσεις.
- Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο pontosnews.gr.