Μια μοναδική ευκαιρία να γνωρίσουμε την ιστορία και τα ηρωικά κατορθώματα των Ελλήνων αποτελεί η εντυπωσιακή συλλογή του Σπύρου Κατσίρα, η οποία αποτελείται από 3.000 αντικείμενα και περιλαμβάνει όπλα, φορεσιές αλλά και είδη καθημερινής χρήσης. Ο κ. Κατσίρας είναι πρόεδρος του συλλόγου «Ελληνομνήμονες», τον οποίο ίδρυσε το 2010 και έχει σκοπό τη διάσωση της παράδοσης και τη μεταλαμπάδευσή της στις επόμενες γενιές.
Ο κ. Κατσίρας γεννήθηκε και κατοικεί στην Καλαμάτα, ενώ από μικρή ηλικία καλλιέργησε συστηματικά τόσο την αγάπη για την ιστορική μνήμη όσο και το συλλεκτικό ενδιαφέρον. Σε ταξίδια που έκανε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας μαζί με τους γονείς του αναζητούσε και συγκέντρωνε σπάνια και μεγάλης ιστορικής αξίας κειμήλια, όπως εμπροσθογεμή όπλα, σπαθιά, χάλκινα καζάνια κ.ά. Τα αντικείμενα της συλλογής του καλύπτουν μια περίοδο που αρχίζει από το 1650 και καταλήγει το 1850.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η συλλογή αυτή εμπλουτίζεται συνεχώς με επιλεγμένες αγορές και δωρεές από ανθρώπους οι οποίοι μοιράζονται το ίδιο πάθος και αγάπη για την ιστορία της πατρίδας μας.
«Ενα από τα παράδοξα που ίσχυαν κατά την προεπαναστατική εποχή ήταν πως δεν υπήρχαν όπλα ελληνικής κατασκευής και όσα βρίσκονταν στην κατοχή των Ελλήνων αγωνιστών προέρχονταν αποκλειστικά από τα λάφυρα» τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Κατσίρας στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» και συνεχίζει: «Μεγάλη ήταν και η συμβολή των μοναστηριών στην προετοιμασία του Αγώνα, αφού είχαν προβεί στις κατάλληλες ενέργειες και είχαν φροντίσει να παραλάβουν μεγάλες ποσότητες όπλων πολύ πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης. Στο πεδίο αυτό είχε διαπρέψει η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έχοντας αναλάβει τη μεταφορά όπλων από την Αίγυπτο και το Μαρόκο. Εισαγωγή οπλισμού γινόταν και από την Ινδία. Τείνουμε σήμερα να ξεχνάμε ότι οι σκλαβωμένοι Ελληνες υπέφεραν τα πάνδεινα και ζούσαν πολύ φτωχικά στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ άλλων απαγορευόταν να ιππεύουν άλογα, ενώ επίσης δεν τους επέτρεπαν να αφήνουν μακριά τα μαλλιά τους. Ηταν σε τέτοιον βαθμό δύσκολη η ζωή τους, που δεν είχαν καν παπούτσια να φορέσουν και αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν γουρνοτσάρουχα για τις καθημερινές τους δραστηριότητες».
Απαριθμώντας τα όπλα που κοσμούν τη συλλογή του, ο κ. Κατσίρας αρχίζει την αναφορά του από τα γιαταγάνια, τα οποία αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία αγώνων και αυτοθυσίας. «Αξίζει να πούμε για τα γιαταγάνια ότι αυτά είχαν κατασκευαστεί στην Περσία, ήταν σκαλιστά και πάνω σε αυτά είχαν τοποθετήσει διαμάντια. Ηταν εξίσου όμορφα τόσο τα γιαταγάνια των αξιωματικών όσο και των απλών στρατιωτών. Στη συλλογή των σπαθιών υπάρχουν και οι πάλες, τα κυρτά δηλαδή σπαθιά, τα οποία τοποθετούνταν μέσα σε θήκες, όπως και τα γιαταγάνια» τονίζει ο κ. Κατσίρας και συνεχίζει: «Από τα πιο ονομαστά όπλα των αγωνιστών του 1821 είναι και οι λεγόμενες κουμπούρες. Οι κουμπούρες, που ήταν ευρωπαϊκής και ασιατικής προέλευσης, αποτελούσαν το βασικό μέσο επίθεσης των ελληνικών δυνάμεων. Εξίσου σημαντικά με τα παραπάνω είναι και τα καριοφίλια με φιτίλι, τα καριοφίλια που πυροδοτούνταν με την τσακμακόπετρα, όπως και τα καριοφίλια που λειτουργούσαν με το καψούλι. Στη συλλογή επίσης βρίσκονται και σφεντόνες, που και αυτές είχαν τη σημασία τους ως πολεμικό όπλο».
Οπως αναφέρει ο κ. Κατσίρας, «όλα τα παραπάνω έμειναν στην Ελλάδα ως λάφυρα έπειτα από τις νικηφόρες μάχες που διεξήγαν οι Ελληνες εναντίον των Τούρκων».
«Τα φυλάω ως κόρη οφθαλμού τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην Επανάσταση του 1821» επισημαίνει ο κ. Κατσίρας, καθώς απαριθμεί ένα προς ένα τα πιο σημαντικά κειμήλια στην κατηγορία των όπλων. «Εχω στη συλλογή μου ένα καριοφίλι ινδικής κατασκευής του 1670. Οι Ελληνες αποκαλούσαν αυτόν τον τύπο του όπλου “Το πάτημα του αλόγου”, επειδή το κοντάκι του μοιάζει με πόδι αλόγου! Από τα πιο σημαντικά είναι και ένα όπλο-κλειδί του 1737, που άλλο όπως αυτό δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Επρόκειτο για ένα είδος μυστικού όπλου, το οποίο, εκτός από μέσο για την αντιμετώπιση των αντιπάλων στις μάχες, χρησιμοποιείτο και για το άνοιγμα της πύλης στις καστροπολιτείες της Πελοποννήσου. Εχω διασώσει επίσης και μία μαγκούρα του 1825, η οποία συγχρόνως λειτουργούσε και ως πιστόλι. Και αυτό είναι δυσεύρετο πλέον στη χώρα μας, όπως και τα χρυσοκέντητα σελάχια, που κοσμούσαν τη μέση πολεμιστών και στα οποία στήριζαν τον οπλισμό τους. Στη συλλογή αυτή μπορεί ακόμη ο κόσμος να δει τις περίφημες ποδοπαίδες, με τις οποίες δένονταν τα πόδια των φυλακισμένων. Οταν βρέθηκε νεκρός ο Οδυσσέας Ανδρούτσος -ο οποίος ήταν φυλακισμένος στην Ακρόπολη- φορούσε ποδοπαίδες. Από τις φορεσιές ξεχωρίζω εκείνες που φορούσαν οι εύζωνες το 1890, τις ολόσωμες θρακιώτικες του 18ου αιώνα, από τα Γιάννενα, τα ρούχα των Σαρακατσάνων και εκείνες που χρησιμοποιούσαν στην Αλαγονία (πρώην Σίτσοβα), στην περιοχή του Ταϋγέτου στη Μεσσηνία».
Σταθερή επιθυμία του Σπύρου Κατσίρα εδώ και πολλά χρόνια είναι να βρεθεί ένας κατάλληλος χώρος για να στεγαστούν όλα αυτά τα ξεχωριστά εκθέματα με ασφάλεια. Ενας χώρος που θα είναι ανοιχτός στο ευρύ κοινό και θα τον χαίρονται μέσα από τις ξεναγήσεις τόσο οι κάτοικοι όσο και οι επισκέπτες της Καλαμάτας. «Τα κειμήλια αυτά έχουν τη δική τους προσωπικότητα. Είναι των παππούδων μας, αφού χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε σήμερα η Ελλάδα!» τονίζει γεμάτος υπερηφάνεια ο κ. Κατσίρας και καταλήγει: «Τα κειμήλια αυτά δεν είναι δικά μου, ανήκουν στα παιδιά μας. Είναι υποχρέωσή μου η συλλογή αυτή να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση και να παραδοθεί στις νεότερες γενιές. Ενα νέο παιδί θα τα συντηρήσει ακόμη καλύτερα από εμένα. Σε όσες περιοχές της Ελλάδας μού έχουν ζητήσει να γίνει μια έκθεση με αντικείμενα από τη συλλογή μου, δέχομαι αμέσως με όλη μου την καρδιά και τα παραχωρώ αφιλοκερδώς προκειμένου να τα θαυμάσει ο κόσμος. Και όσον αφορά τους κατοίκους της Αθήνας, αυτοί θα έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν τα αντικείμενα από τη συγκεκριμένη συλλογή στην έκθεση η οποία θα παρουσιαστεί στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας από τις 25 έως τις 29 Μαρτίου».