Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 85 ετών άφησε στις 18 Σεπτεμβρίου ο Ελληνοαμερικάνος θρύλος των μπλουζ Nick Gravenites.
Ο αγαπημένος τραγουδιστής, κιθαρίστας και συνθέτης της μπλουζ, ροκ και φολκ συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα της μουσικής και άφησε πίσω του μεγάλη παρακαταθήκη.
Υπήρξε τραγουδιστής των Electric Flag, συνεργάστηκε με την Janis Joplin, τον Mike Bloomfield και πολλά επιδραστικά συγκροτήματα. Mια από τις τελευταίες συνεργασίες του, αυτή με τον John Cipollina άφησε εποχή.
Υπήρξαν φορές που παρουσιάστηκε στη σκηνή με το προσωνύμιο «Nick the Greek».
Ο Θοδωρής Μανίκας, σε ανάρτησή του, αποχαιρετά τον θρύλο των μπλουζ και κουμπάρο του: «Ο γίγαντας της μουσικής, που ένωσε τη ΒΑ σκηνή του Σικάγο με τη ΝΔ σκηνή του Σαν Φρανσίσκο, ο κολλητός του Bloomfield, του Butterfield και του Cipollina, ο μέντορας και προστάτης της Janis, ο μέγας τραγουδοποιός και στιβαρός τραγουδιστής, ο φίλος μου και κουμπάρος μου (νονός του γιού μου), είς εκ των μεγίστων λευκών bluesmen και είς εκ των μεγίστων ελληνοαμερικανών, ο μοναδικός Nick Gravenites εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο, που πλέον είναι ακόμη φτωχότερος…» γράφει ο ίδιος.
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 1997 στον Θ. Μανίκα, ο Νίκος Γκραβενίτης είχε αναφέρει για τα παιδικά χρόνια του στο Σικάγο και την οικογένειά του: «Σαν γνήσιος ‘Ελληνας που ήταν ο πατέρας μου, μόλις έμαθε ότι ασχολούμαι με τη μουσική, πήρε το ίδιο μαχαίρι με το οποίο έσφαζε το αρνί κάθε Πάσχα και άρχισε να με κυνηγάει». Από πού είχαν ξεκινήσει οι δικοί σου; «Από ένα χωριό που λέγεται Παλαιοχώρι, έξω από το Λεωνίδιο της Σπάρτης. Το μέρος από όπου ξεκίνησαν οι δικοί μου για τις ΗΠΑ ήταν ένα πολύ μικρό χωριό πάνω σε βουνά, πολύ δύσκολο να το βρεις εκείνα τα χρόνια, με κατοίκους πολύ καχύποπτους απέναντι στους ξένους, απέναντι σε οποιονδήποτε δεν είχε γεννηθεί εκεί…
«Γεννήθηκα στη νότια πλευρά του Σικάγου, σε μια περιοχή λίγων μεσοαστών και πολλών εργατών. Στην πραγματικότητα το νότιο μέρος του Σικάγου είναι η πιο τραγική πλευρά της πόλης. Οι περισσότεροι κάτοικοι εκεί ήταν κυρίως Γερμανοί, Ιρλανδοί και Πολωνοί, καθώς και λίγοι Ελληνες. Η δική μου οικογένεια είχε ένα εστιατόριο. Ηταν ένα ωραίο μαγαζί και στην ουσία γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί μέσα, γιατί ήταν, ας πούμε, μια οικογενειακή «επιχείρηση», ένα εστιατόριο όπου δούλευε όλη η οικογένεια. Το εστιατόριό μας, όπως και μερικά άλλα, ήταν κάτι σαν σιδηροδρομικός σταθμός… (γελάει), σαν κέντρο διερχομένων, για τους έλληνες μετανάστες του Σικάγου. Ερχονταν εκεί όλοι οι νεοφερμένοι μερικοί ήταν και συγγενείς μας , δούλευαν για λίγο και έμεναν προσωρινά στον επάνω όροφο, ώσπου έβρισκαν κάτι άλλο καλύτερο και έφευγαν, για να γίνουν και αυτοί μέλη της κοινωνίας των μεταναστών. Εγώ πήγα σε ελληνικό δημοτικό σχολείο, πήγαινα στην ελληνική εκκλησία και μιλούσα αρκετά ελληνικά στο σπίτι… Μπορώ να καταλάβω τα ελληνικά και θα μπορούσα να τα μιλάω ακόμη και τώρα, μόνο που στο Σαν Φρανσίσκο, όπου μένω, δεν ξέρω κανέναν Ελληνα για να έχω την ευκαιρία να χρησιμοποιώ τη γλώσσα. Μα μόλις πατάω το πόδι μου στο Σικάγο αρχίζω ξανά να μιλάω τη γλώσσα μου και όλα ξανάρχονται στο μυαλό μου. Είναι μια πλούσια γλώσσα και χαίρομαι που την έμαθα στο σπίτι μου, στο σχολείο και στην εκκλησία. Γιατί, βλέπεις, οι Ελληνες τα κουβάλησαν όλα στις ΗΠΑ. Κουβάλησαν τη θρησκεία τους, τα σχολειά τους, τις παραδόσεις τους. Δεν ήθελαν και πολύ να μπολιαστούν με την αμερικανική κοινωνία και να γίνουν Αμερικανοί. Ηθελαν να μείνουν Ελληνες».