Ήταν τον περασμένο Μάρτιο όταν μια φωτογραφία που δημοσιεύτηκε με την Κειτ Μίντλετον να αγκαλιάζει τα παιδιά της, την περίοδο που οι φήμες για την υγεία της οργίαζαν, προκάλεσε σάλο.
Τελικά η ίδια η πριγκίπισσα της Ουαλίας παραδέχτηκε ότι είχε επεξεργαστεί τη φωτογραφία πριν από την κυκλοφορία της. Η παραδοχή αυτή προκάλεσε πανδαιμόνιο και έγινε πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων, με τον επικεφαλής του Agence France-Presse να σχολιάζει ότι τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ δεν είναι πλέον «αξιόπιστη πηγή πληροφοριών», εξισώνοντας τη συμπεριφορά του με αυτή των ΜΜΕ του Ιράν και της Βόρειας Κορέας, αναφέρει σε δημοσίευμά του το politico.
I’ve never been much of a conspiracy theorist but if @AP @AFP @Reuters & other picture agencies are concerned enough to remove it and ask clients to delete it, there are serious questions for Kensington Palace – which was the source of the photo.
These appears to be the issues 👇 https://t.co/ifcSB9mUzu pic.twitter.com/bH5gN9fJtJ— Chris Ship (@chrisshipitv) March 10, 2024
Όπως τονίζει ο αρθρογράφος, η παραποιημένη εικόνα δείχνει ξεκάθαρα την πρόκληση που θέτουν τα deepfakes για τους δημοσιογράφους και τους συντάκτες – μόνο μία από τις πολλές νέες σημαντικές τάσεις που επηρεάζουν τα μέσα ενημέρωσης και έχουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο κοινό τον αναγνωστών, τις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές αλλά και στον ίδιο τον θεσμό της δημοκρατίας.
Το ρεπορτάζ κάνει αναφορά και στο deep fake video με την ομιλία της Πελόζι, σε κατασκευασμένα αρχεία ήχου με τον ηγέτη των Εργατικών Κιρ Στάρμερ να κακοποιεί κατώτερα στελέχη, αλλά και το ψεύτικο βίντεο με τον ιδρυτή του Facebook, Μαρκ Ζούκερμπεργκ, που τον έδειχνε να καυχιέται για το πώς είχε «τον απόλυτο έλεγχο των κλεμμένων δεδομένων δισεκατομμυρίων ανθρώπων, όλων των μυστικών τους, της ζωής τους, του μέλλοντός τους».
Μειώνονται οι πόροι για τα ΜΜΕ – Προσοδοφόρα τα fake news
Και μπορεί ένα ποσοστό αναγνωστών να διατηρεί έναν υγιή σκεπτικισμό για όσα διαβάζει, η μείωση όμως των πόρων στα ΜΜΕ έχει ως αποτέλεσμα λιγότερους ελέγχους και φίλτρα για να διαχωρίζονται τα πραγματικά γεγονότα από τα fake news.
To Politico επικαλείται μια μελέτη του Pew Research Center σύμφωνα με την οποία το σύνολο των εσόδων κυκλοφορίας και διαφήμισης — συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών λειτουργιών — για τις αμερικανικές εφημερίδες μειώθηκε από περίπου 60 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως το 2005 σε μόλις 20 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως το 2022. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μειώθηκε από 10 έως 2 δισεκατομμύρια £ κατά την ίδια περίοδο. Ενώ μεγάλο μέρος αυτών των εσόδων έχει μεταφερθεί στην ψηφιακή διαφήμιση, η συντριπτική πλειονότητα έχει σαρωθεί από αμερικανικούς τεχνολογικούς γίγαντες που δημοσιεύουν ψευδές περιεχόμενο με σχεδόν αμελητέα πιθανότητα να υποστούν μήνυση. Και η παγκόσμια επιχείρηση παραπληροφόρησης μπορεί να είναι αρκετά προσοδοφόρα, επισημαίνεται στο ρεπορτάζ.
Την ίδια στιγμή, η αξία των αποκλειστικών ειδήσεων έχει μειωθεί για τους εκδότες οι οποίοι δεν είναι πλέον πρόθυμοι να ξοδέψουν χρήματα στο παραδοσιακό ρεπορτάζ, ενώ οι δημοσιογράφοι και οι συντάκτες αφήνονται όλο και περισσότερο στο να αναδημοσιεύουν περιεχόμενο από μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλα διαδικτυακά κανάλια, συχνά αμφίβολης προέλευσης.
Η τεχνητή νοημοσύνη βάζει ταφόπλακα στη δημοσιογραφία
Άλλος σημαντικός παράγοντας που επιφέρει τον αργό θάνατο του ρεπορτάζ είναι η τεχνητή νοημοσύνη. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο εκδότης των εφημερίδων Mirror και Express στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρουσιάζει επί του παρόντος ένα εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπει στους δημοσιογράφους να ξαναγράψουν ιστορίες που έχουν δημοσιευθεί σε άλλους ιστότοπους. Εν τω μεταξύ, η εταιρεία, η οποία απομάκρυνε πρόσφατα 450 εργαζόμενους σκοπεύει να προσλάβει άτομα που θα χειρίζονται τα social media.
Το δημοσίευμα κάνει αναφορά και στην προσπάθεια κάποιων ΜΜΕ όπως το BBC, το οποίο δημιούργησε μια ομάδα «Επαλήθευσης» με 60 δημοσιογράφους που διερευνούν και επαληθεύουν τις πληροφορίες.
Ανησυχία προκαλεί και το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης που συνδέεται με γεωπολιτικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το μέτρο που υιοθετούν οι ΗΠΑ για απαγόρευση του TikTok επειδή ανήκει στους Κινέζους.
Καταστροφικές συνέπειες
Το ρεπορτάζ του Politico καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ως αποτέλεσμα στο σημερινό τοπίο των μέσων ενημέρωσης, μια και μόνο αρνητική κριτική μπορεί γρήγορα να γίνει viral, μια κακώς διατυπωμένη δήλωση μπορεί να προκαλέσει παγκόσμια αντίδραση και ένα κακώς κριθέν αστείο μπορεί να καταστρέψει καριέρες. Επικαλείται μάλιστα τα λόγια του επιχειρηματία Warren Buffett ο οποίος πριν από δέκα χρόνια είχε πει: «Χρειάζονται 20 χρόνια για να χτίσεις μια φήμη και πέντε λεπτά για να την καταστρέψεις».