Με περισσή νοσταλγία -ειδικά τούτες τις δύσκολες ώρες που περνάμε σήμερα-φέρνουμε ξανά στη σκέψη τα έθιμα και τις συνήθειες των χριστιανών της Καππαδοκίας, αποζητώντας μέσα από την ανάδειξη του ξεχωριστού όσο και διδακτικού πλούτου της παράδοσης να νιώσουμε στην ψυχή μας τη γλυκιά, αναζωογονητική θαλπωρή που φέρνει η Γέννηση του Θεανθρώπου.
- Aπό τον Σωτήρη Λέτσιο
Τα Χριστούγεννα ήταν μία από τις πλέον σημαντικές εορτές, κατά τη διάρκεια των οποίων, εκτός από τις γνωστές ετοιμασίες του σπιτιού, όπως π.χ. καθάρισμα, παρασκευή ιδιαίτερων φαγητών με κρέατα, γαλακτερά, βούτυρα και καϊμάκια, υπήρχαν και άλλες δράσεις. Την παραμονή ο κόσμος δεν κοιμόταν καθόλου. Οι χριστιανοί έμεναν άγρυπνοι κοιτάζοντας τον ουρανό από τα παράθυρα ή έβγαιναν έξω, για να δουν πότε θα γεννηθεί ο Χριστός, πότε θα ανοίξουν οι ουρανοί και θα ανεβοκατεβαίνουν οι άγγελοι. Αγρυπνία η οποία κρατούσε ωσότου χτυπούσε το σήμαντρο της εκκλησιάς, το κάλεσμα για την έναρξη της θείας λειτουργίας.
Τα λαγήνια
Σύμφωνα με την παράδοση των Χριστουγέννων, οι μεγάλης ηλικίας γυναίκες πήγαιναν μεσάνυχτα να πάρουν νερό. Κατά αυτό τον τρόπο ήθελαν να βρουν ανοιχτά τα ουράνια, για να πάρουν χρυσάφι! Επαιρναν τα λαγήνια (μικρές στάμνες) και πήγαιναν. Σε κάποιες κοινότητες κυρίως οι ηλικιωμένες γυναίκες συνήθιζαν να ξενυχτούν σε ένδειξη συμπαράστασης στην Παναγιά που «κοιλοπονούσε». Συγκεντρώνονταν σε κάποιο σπίτι και ανέμεναν τον ήχο της καμπάνας, που σήμαινε την έναρξη της θείας λειτουργίας, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους δοξασίες, παραμύθια και άλλες αφηγήσεις. Σε αρκετές κοινότητες υπήρχε και το έθιμο του «Χριστός γκετζεσί». Ολοι, δηλαδή, οι συγγενείς συγκεντρώνονταν σε κάποιο σπίτι και αναλάμβαναν την επίλυση των παρεξηγήσεων με τη συμβολή των μεγάλων. Οταν όλα είχαν διευθετηθεί, ακολουθούσε η κατανάλωση ξηρών καρπών, σταφίδων, ξερών βερίκοκων, αμυγδάλων, χαλβάδων και άλλων υπέροχων γλυκισμάτων.
Στη Μαλακοπή
Με το χτύπημα της καμπάνας άρχιζε ο κόσμος να προσέρχεται στις εκκλησιές, ντυμένος με τις καλύτερες φορεσιές του. Στην κοινότητα της Μαλακοπής (σ.σ.: η περίφημη υπόγεια πόλη, που αποτέλεσε καταφύγιο για τους διωκόμενους χριστιανούς στους χρόνους του Βυζαντίου) συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα ανοίξει πρώτος την πόρτα της εκκλησίας για τη λειτουργία των Χριστουγέννων.
Προτού πάνε στην εκκλησία για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, κάθε καλός νοικοκύρης έπρεπε να θυμιατίσει και να φωτίσει τον στάβλο του κολλώντας αναμμένα κεριά στα παχνιά. Μόλις τελείωνε η εκκλησία, με λαχτάρα γυρνούσαν στα σπίτια για να φάνε! Το μεσημέρι όλα τα μέλη της οικογένειας κάθονταν γύρω από ένα κοινό τραπέζι, αφήνοντας στην άκρη καβγάδες και παρεξηγήσεις.
Στο Ζιντζίντερε
Στο Ζιντζίντερε, κοντά στην Καισάρεια, υπήρχε το έθιμο του ζωηρεμένου βασιλικού. Τις πρώτες βραδινές ώρες της παραμονής των Χριστουγέννων συγκεντρώνονταν σε διάφορα σπίτια παντρεμένες και ανύπαντρες γυναίκες του χωριού. Εριχναν μεγάλη ποσότητα από ρακί σε μια λεκάνη και έπειτα άναβαν φωτιά μέσα σε αυτή. Στη συνέχεια έσκυβαν τα κεφάλια τους πάνω από τη φλόγα του καιόμενου ποτού, προκειμένου να εξετάσουν ποιο χρώμα έπαιρνε το πρόσωπό τους μέσα από τις φλόγες! Αγνωστο παραμένει έως σήμερα γιατί το έκαναν αυτό. Επειτα έβαζαν μαραμένους βασιλικούς σε ένα βάζο και άρχιζαν να προσεύχονται μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ώσπου οι καμπάνες των εκκλησιών να καλέσουν μετά τα μεσάνυχτα τους πιστούς. Τότε σταματούσαν την προσευχή για να εκκλησιαστούν, αφού προηγουμένως παρατηρούσαν προσεκτικά τους μαραμένους εντός του νερού βασιλικούς, για να διαπιστώσουν εάν αυτοί αναδεύονταν. Σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, αποκτούσαν την πεποίθηση ότι οι προσευχές τους είχαν εισακουστεί.
Στα Δήλα
Στα Δήλα της περιοχής Νεβσεχίρ οι οικογένειες που είχαν πρόσφατο πένθος την ημέρα των Χριστουγέννων παρασκεύαζαν ένα ταψί σφουγγάτο, με πολλά αβγά, αλεύρι, βούτυρο και από πάνω μέλι. Επίσης, έκαναν και τσίπα, δηλαδή καϊμάκι στεγνό, παρασκευασμένο από το καλοκαίρι, που το μούσκευαν, έβαζαν ζάχαρη από πάνω και το τεμάχιζαν. Υστερα έβραζαν μια κότα και την έκοβαν σε κομμάτια. Ολα αυτά, μαζί με το ψωμί, τα πήγαιναν στην εκκλησία και τα μοίραζαν στον κόσμο, για να «σχωρεθούν τα πεθαμένα τους». Στο Φερτέκι, στην περιφέρεια της Νίγδης, υπήρχε το έθιμο του Λογούσαλικ της Παναγιάς. Σύμφωνα με αυτό, η νοικοκυρά, που παρασκεύαζε πολλά και διάφορα για την ημέρα των Χριστουγέννων, θα έπρεπε να ετοιμάσει επτά πιάτα με φαγητό και να τα μοιράσει σε επτά σπίτια. Ιδιαίτερο χριστουγεννιάτικο φαγητό (για άλλους θεωρούνταν γλύκισμα) ήταν και το γαϊγάνα ή καϊκανάς ή το φαγητό της Παναγιάς, το οποίο φτιαχνόταν με αβγά, αλεύρι και μέλι. Στο Γκέλβερι υπήρχε το εξής παράξενο έθιμο: Τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων οι λεχώνες που σαράντισαν τα μωρά τους μετά τις ευχές άφηναν στις εσοχές των πηγαδιών τεμάχια βρεγμένου ψωμιού και καϊκανά, έτσι ώστε να τρώνε από αυτό το θαυματουργό ψωμί οι άτεκνες που πήγαιναν να πάρουν νερό.
Το χειροφίλημα, οι επισκέψεις των νιόπαντρων θυγατέρων, τα ποιήματα αντί για κάλαντα και το τραγούδι της Παναγίας
Κατά την εφαρμογή όλων των εθίμων έπρεπε να τηρείται απαραιτήτως μια σειρά από συγκεκριμένες πράξεις: το χειροφίλημα κατά σειρά ηλικίας, με κατάληξη το πρεσβύτερο μέλος της οικογένειας, οι ανταλλαγές δώρων, ο τρόπος που καθένας θα τοποθετούνταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, η διανομή του φαγητού κ.ά. Οι βασικές χριστουγεννιάτικες ευχές περιελάμβαναν το «Χριστός γεννάται, αληθώς γεννάται» ή «Χριστός ετέχθη, αληθώς ετέχθη» και το «τσοκ σενελερέ», δηλαδή χρόνια πολλά. Ιδιαίτερο έθιμο της δεύτερης ημέρας των Χριστουγέννων, το οποίο τηρούνταν στην κοινότητα της Μαλακοπής, με τελετουργικό μάλιστα χαρακτήρα, ήταν και εκείνο με τις επισκέψεις των νιόπαντρων θυγατέρων στην οικία των γονέων τους, προκειμένου να προσφέρουν τα σχετικά δώρα, να δείξουν την ευτυχία και την προκοπή τους, αλλά και να ανταλλάξουν εγκάρδιες ευχές.
Με το κόσκινο
Οσον αφορά τα πατροπαράδοτα κάλαντα, προκύπτει ότι, με βάση τις λαογραφικές μελέτες, δεν ακούγονταν εκεί χριστουγεννιάτικα κάλαντα, εκτός από κάποιες πολύ λίγες εξαιρέσεις, όσο περίεργο κι αν φαίνεται αυτό σε εμάς σήμερα. Εκείνο που τηρούνταν ως έθιμο ήταν ότι τα παιδιά την παραμονή πήγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο έχοντας μαζί τους ένα κόσκινο! Μέσα σε αυτό έβαζαν τους ξηρούς καρπούς και τα φρούτα, τα οποία τους πρόσφεραν οι νοικοκυραίοι των σπιτιών.
Σώζεται εντούτοις ένα ημιτελές ποίημα, το οποίο επιγράφεται «Οπου γεννήθεν ο Χριστός». Το ποίημα αυτό έλεγαν οι κυράδες ανήμερα τα Χριστούγεννα στην κοινότητα της Μαλακοπής, ως ανάμνηση των ωδινών της γέννας της Παναγίας. Αξίζει, μάλιστα, να το αναφέρουμε αυτούσιο: «Οπου γεννήθην Χριστός (χάι μάνα) / και κλαίει Παναγία / σαν τη μάνα, σαν τη μάνα και σαν εκείν’ τη μάνα / που ‘χε τα εννιά παιδιά και τις εννιά νυφάδες / Σειγιώσαν και το σπίτι της, εννιά παιδιά νανούδια / απλούσαντε στο δώμα της, εννιά γκονιών τουλπάνια / Κι εμάς βασιληάς ώρισεν, βαρύ ταξείδ’ να πάνε / – Σήκω, μάνα, καλήν αυγή, ψήσε μας παξιμάδια» / Με δάκρυα ζύμωνεν, με τα κλαίτα τα κόλσεν / Με τα βαριά στενάγματα, στο σακκί μ’ δεν τα βάζω / – Μάνα μ’, φέρε τη νύφη σου, τη μικρή φεγγαρίνα / Ας τη φιλήσω μια και δυο στα τρία χωρισιά ’ναι».
Από την κοινότητα της Μαλακοπής η παράδοση διέσωσε μια παραλλαγή αυτού του ποιήματος, που διακρίνεται μάλιστα για τον έντονο τοπικό του χαρακτήρα, και το οποίο χορευόταν ανήμερα την εορτή των Χριστουγέννων και χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Ιδού, λοιπόν, πώς έχει και η εξίσου ενδιαφέρουσα με την πρώτη παραλλαγή: «Οπου γεννήθεν ο Χριστός / Ναι, χάι μάνα / Και κλαίει η Παναϊά, ισύ, συ / Τραχιά τραχιά λαλούν τα νερά / τα νερά στο πηγάδι / Κι εκεί στο πηγαδόχειλο / ένα δεντρίσιο φύλλο / Καθούνταν Αϊ- Θόδωρος/ κι Αϊ-Στρατήγος ντάμα / κι έκριναν τ’ αμαρτωλοί / με τ’ όνομά τους ντάμα».
Στο Προκόπι
Εξαίρεση, πάντως, της γενικής συνήθειας ασφαλώς και μπορεί να θεωρηθεί η διασωθείσα μαρτυρία ότι στην κοινότητα του Προκοπίου τα παιδιά κατά την παραμονή τραγουδούσαν τα παρακάτω κάλαντα: «Χριστούγεννα πρωτόγεννα, πρώτη χαρά στον κόσμο / για βγάτε, δέστε, μάθετε όπου ο Χριστός γεννάται / Καλήν ημέραν, άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας / Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας / Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει / Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει / Δώστε και μας τον κόπο μας ό,τι είναι ορισμός σας». Από την κοινότητα των Φαράσων διασώθηκε έως τις ημέρες μας το «Ες Παναΐας το τραγόδι», το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, το τραγουδούσαν στα γλέντια της ημέρας. Αξίζει φυσικά να παραθέσουμε και αυτό, μαζί με τη σχετική απόδοση στην ελληνική δημοτική γλώσσα: «Παναϊά μου Σουλτάνα, είσαι του Χριστού η μάνα / είσαι του Χριστού η μάνα, ήψες σον κόσμο αν φάνα / Ηψες σον κόσμο αν φάνα / ήρτην ο Χριστός μο θάγμα / γενίθιν σο μετ’ την άκρα / να παστρευτούν τα κρίματα / Παναϊά μου Σουλτάνα, ύφορεις σον κόσμο αν φάνα / Είση του Χριστού η μάνα / σεν τσε τον γιο σου προτσινούμεν σε». Οι στίχοι αυτοί μεταφρασμένοι αποδίδουν το εξής: «Παναγία μου βασίλισσα / είσαι του Χριστού η μάνα / είσαι του Χριστού η μάνα, σήκωσες στον κόσμο έναν φανό / Σήκωσες στον κόσμο έναν φανό, ήρθε ο Χριστός με θαύμα / Γεννήθηκε για εμάς ακριβώς για να σβηστούν (σκουπιστούν) οι αμαρτίες / Παναγιά μου Βασίλισσα, έφερες στον κόσμο έναν φανό / Είσαι του Χριστού η μάνα, προσκυνούμε εσένα και τον υιό σου».
Το νόμισμα για τον «αφαλό του Χριστού»
Αλλο ένα έθιμο που προσελκύει το ενδιαφέρον είναι και αυτό που καταγράφεται αποκλειστικά στην κοινότητα της Μουταλάσκης (σημερινή Ταλάς). Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό, την παραμονή των Χριστουγέννων ή ανήμερα και μετά τη λειτουργία ο βοηθός του καντηλανάφτη κρατούσε ένα ανοιχτό βιβλίο, μέσα στο οποίο οι πιστοί έβαζαν ένα νόμισμα για τον «αφαλό του Χριστού»!
Γι’ αυτό το τόσο περίεργο έθιμο δεν έχει δοθεί έως σήμερα κάποια συγκεκριμένη εξήγηση ως προς την προέλευση και τη χρησιμότητά του. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως έως το πρόσφατο παρελθόν οι μητέρες, για να αντιμετωπίσουν την όποια ομφαλοκήλη των βρεφών, τοποθετούσαν στην εσοχή του αφαλού τους ένα μικρό νόμισμα, το οποίο ακινητοποιούσαν με τη βοήθεια ελαστικού επιδέσμου. Ετσι αποκαθιστούσαν τις βλάβες ή προλάβαιναν με τη σχετική πίεση την επιδείνωση του προβλήματος.
Η Πασχαλιά του χερσέ
Στη Σινασό οι γυναίκες παρασκεύαζαν ένα ξεχωριστό γλυκό, με βασικά συστατικά το μέλι και το βούτυρο, το οποίο τοποθετούσαν στις εικόνες της Παναγίας, για να τις συγχωρέσει.
Ιδιαίτερο χριστουγεννιάτικο φαγητό της κοινότητας του Ανταβάλ (Αντίβαλος) ήταν το χερσέ Πασκαλιασά ή Πασχαλιά του χερσέ. Ηταν φαγητό για τους πεθαμένους, το οποίο, μαζί με κουλούρια, μοίραζαν για τη συγχώρεσή τους.