Στις 4 Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός, Ιωάννης Μεταξάς με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’ αναστέλλει βασικά άρθρα του Συντάγματος και κηρύσσει δικτατορία.
Θα επιβάλλει ένα αυταρχικό καθεστώς, που δεν θα οδηγήσει όμως στη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους. Το καθεστώς αποδείχτηκε ότι ήταν προσωποπαγές και θα καταρρεύσει μετά τον θάνατό του, στις 29 Ιανουαρίου 1941.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Ως στρατιωτικός, ο Ιωάννης Μεταξάς σπούδασε στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς, ενώ από το 1903 είχε τοποθετηθεί στο τότε νεοσύστατο κατά τα ξένα πρότυπα Γενικό Επιτελείο Στρατού, συμβάλλοντας σημαντικά στην οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων.
Από νωρίς συνδέθηκε φιλικά με τη βασιλική οικογένεια και όταν το 1910 ο Γεώργιος Α΄ διόρισε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος του προσέφερε τη θέση του πρώτου υπασπιστού του. Έτσι, ο Μεταξάς έγινε ο σύνδεσμος μεταξύ Βενιζέλου και ανακτόρων.
Η ρήξη μεταξύ τους ήρθε το 1915, όταν ο Μεταξάς με την παραίτησή του μετέπεισε τον Κωνσταντίνο Α΄ως προς την είσοδο της χώρας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων. Ο Βενιζέλος δεν τον συγχώρεσε ποτέ και το 1917 τον εξόρισε στην Κορσική από όπου γύρισε ύστερα από την επιστροφή των βασιλικών στην εξουσία.
Όταν στις 25 Μαρτίου 1921 οι Πρωτοπαπαδάκης, Θεοτόκης και Γούναρης, του προσέφεραν τη θέση του αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας, ο Μεταξάς αρνήθηκε. Από το 1914 είχε καταθέσει υπόμνημα στο ΓΕΣ, με το οποίο προεξοφλούσε την ήττα του ελληνικού στρατού σε περίπτωση επέμβασης στην Ιωνία.
Στις 12 Οκτωβρίου 1922 ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Μετά τη δικτατορία Πάγκαλου, κατά την οποία φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε, συμμετείχε στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου 1926. Κατέλαβε 51 έδρες και διορίστηκε υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαΐμη.
Αργότερα υπηρέτησε και ως υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Τσαλδάρη. Ωστόσο, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, οι Ελευθερόφρονες σημείωναν όλο και χειρότερες επιδόσεις. Όταν το 1936 κατέλαβαν επτά έδρες, όλα έδειχναν ότι η πολιτική σταδιοδρομία του Μεταξά έφτανε στο τέλος της. Ο Γεώργιος Β΄ όμως είχε διαφορετική άποψη…
Ο Μεταξάς δεν συνάντησε σοβαρή αντίσταση στη διάρκεια της εξουσίας του. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, με εξαίρεση την τετραετία 1928-1932 η Ελλάδα υπέφερε από πολιτικά πάθη (πραξικοπήματα, δικτατορίες, χρεοκοπία, παλινόρθωση κλπ) Στις 26 Ιανουαρίου του 1936 διεξήχθησαν εκλογές, υπό τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής (Α.Ν. 30/12/1935).
Οι εκλογές οδήγησαν σε πολιτικό αδιέξοδο καθ’ ότι οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής, δηλαδή οι βενιζελικοί (Κόμμα Φιλελευθέρων, Δημοκρατικός Συνασπισμός, Παλιοδημοκρατική Ένωση Κρήτης, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος, Αγροτικό Δημοκρατικό Κόμμα) και οι βασιλόφρονες (Λαϊκό Κόμμα, Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωσις, Κόμμα Ελευθεροφρόνων, Μεταρρυθμιστικό Εθνικό Κόμμα) είχαν συγκεντρώσει 141 και 144 ψήφους αντίστοιχα.
Λόγω του Εθνικού Διχασμού που αναζωπυρώθηκε από την κινηματική απόπειρα βενιζελικών αξιωματικών υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα το 1935 οι δύο μεγάλες παρατάξεις αδυνατούσαν να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους.
Η πορεία προς τη δικτατορία
Το ΚΚΕ έπαιζε πλέον ρυθμιστικό ρόλο, μέσω του εκλογικού του σχήματος, του Παλλαϊκού Μετώπου, που διέθετε 15 έδρες. Με το πέρας των εκλογών, το ΚΚΕ διεξήγαγε διαπραγματεύσεις τόσο με το Λαϊκό κόμμα, όσο και με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Τελικά στις 19 Φεβρουαρίου του 1936 υπογράφτηκε μυστικά το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα μεταξύ των Φιλελευθέρων και του Παλλαϊκού Μετώπου.
Πρακτικώς, το σύμφωνο αυτό σήμαινε πως το ΚΚΕ και το κόμμα των Φιλελευθέρων δημιουργούσαν ένα λαϊκό δημοκρατικό μέτωπο, όπως όριζε η στρατηγική της Κομιντέρν εκείνη την περίοδο.
Στις 2 Μαρτίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της βουλής και οι βουλευτές έδωσαν την καθιερωμένη ορκωμοσία. Οι βουλευτές του ΚΚΕ κατέθεσαν έγγραφο έντυπο, που ανέφερε, ότι οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου δεν δεσμεύονται από τον τυπικό όρκο, που έδωσαν.
Στη δεύτερη συνεδρίαση της βουλής στις 6 Μαρτίου διεξήχθη ψηφοφορία για την ανάδειξη προέδρου της βουλής. Οι βουλευτές του ΚΚΕ, βάσει του συμφώνου Σοφούλη-Σκλάβαινα, ψήφισαν για πρόεδρο τον Σοφούλη. Ακολούθησαν έντονοι λεκτικοί διαξιφισμοί μεταξύ των βουλευτών.
Στις 5 Μαρτίου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς διορίζεται υπουργός στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Στις 14 Μαρτίου αναλαμβάνει υπουργός αεροπορίας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Μετά τον θάνατο του τότε υπηρεσιακού πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή στις 13 Απριλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά, γνωστό τότε οπαδό της δικτατορικής εκτροπής.
Στις 27 Απριλίου μετά τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, η βουλή έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές. Κατά ψήφισαν οι βουλευτές του ΚΚΕ και ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Στις 30 Απριλίου η βουλή διέκοψε πρόωρα τις εργασίες της έως τις 30 Σεπτεμβρίου, εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να διοικήσει τη χώρα με νομοθετικά διατάγματα, υπό τον όρο να επιτηρείται από μία 40μελή κοινοβουλευτική επιτροπή. Καίριο ρόλο στην άνοδο του Μεταξά έπαιξε ο θάνατος μεγάλων πολιτικών ηγετών κατά τη διάρκεια του Α’ εξαμήνου του 1936 (Γεώργιος Κονδύλης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης, Κωνσταντίνος Δεμερτζής).
Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης του Μαΐου 1936 θα δώσουν την πρώτη δικαιολογία για την κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Μετά τα γεγονότα αυτά ο Ιωάννης Μεταξάς έθεσε στον βασιλιά ζήτημα δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας. Η λήψη των έκτακτων μέτρων μελετήθηκε εντός του πλαισίου της αυξανόμενης έντασης των διεθνών σχέσεων και της επικείμενης απειλής ευρωπαϊκής σύρραξης. «Η δικτατορία εκρίνετο απαραίτητος διά λόγους εξωτερικής πολιτικής».
Μάλιστα ένας εκ των κατοπινών υπουργών του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης – σε προεκλογική του ομιλία- στα πλαίσια των εκλογών του 1950 δήλωσε πως η δικτατορία επιβλήθηκε για λόγους εξωτερικούς. Η αντίδραση των αστικών κομμάτων στη δικτατορία ήταν χλιαρή επειδή και νωρίτερα είχαν επιβληθεί ή είχαν γίνει απόπειρες επιβολής δικτατορίας και από άλλους πολιτικούς (περιλαμβανομένου του Βενιζέλου), και η άρση των κοινοβουλευτικών θεσμών εθεωρείτο επιτρεπτή προκειμένου να επανέλθει η χώρα στην ομαλότητα.
Ο πόλεμος της Ιταλίας κατά της χώρας του και η στάση της Γερμανίας οδήγησαν τον ιδεολογικό «συνοδοιπόρο» των αντικομμουνιστικών δικτατοριών του Μεσοπολέμου, Μεταξά, να μετατραπεί σε κατήγορο του φασισμού και του ναζισμού και των ηγετών τους Μουσολίνι και Χίτλερ, χωρίς να αρνείται τη συγγένεια των καθεστώτων τους με το δικό του.
Με ανοιχτά «τα μάτια διάπλατα στην αλήθεια» πλέον, εκείνη την Πέμπτη, 2 Ιανουαρίου 1941, του τελευταίου μήνα της ζωής του, γράφει, μεταξύ άλλων: « […] Στο ζήτημα της Ελλάδος, αποδείχτηκε η ψευτιά και των δύο. Πρώτα φυσικά του Μουσολίνι. Και δεύτερη του άλλου.» Ιδιαίτερα κατηγορεί τον Χίτλερ ότι ξεπούλησε «την Ελλάδα στην Ιταλία σαν να ήταν άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία».
Και προσθέτει ο Μεταξάς με την κατακλείδα της τελευταίας προ του θανάτου του εγγραφής του στο «Τετράδιο σκέψεων»: «Μια φορά είναι όχι μόνον μωρός αλλά και κακόπιστος ο Έλληνας που πιστεύει ακόμα τώρα πλέον, με αυτά που βλέπουμε γύρω μας, σε ιδεολογίες του Χίτλερ και πολύ περισσότερο του Μουσολίνι. Είναι μεγάλοι άνθρωποι, αλλά χαμηλοί, πολύ χαμηλοί. Ούτε σε γερμανικές ιδεολογίες και ρομαντισμούς. Ιταλικές δεν υπάρχουν.»
Μ’ αυτόν τον αφοριστικό λόγο ο Μεταξάς ξεκαθαρίζει -χωρίς καν την εμπειρία της βάρβαρης Κατοχής και του Ολοκαυτώματος– το πεδίο. Για τους Έλληνες ο φασισμός και ο ναζισμός είναι μωρία. Και δεν πρόκειται περί πολιτικής προπαγάνδας, καθώς τα κείμενα αυτά δεν δημοσιεύονταν, αλλά προορίζονταν για μεταθανάτια έκδοση.
Η 4η Αυγούστου
Καθεστώς της 4ης Αυγούστου ονομάστηκε το δικτατορικό καθεστώς, που είχε η Ελλάδα από τις 4 Αυγούστου 1936, ημερομηνία στην οποία ο Ιωάννης Μεταξάς, σε συνεργασία με το βασιλιά Γεώργιο, κατήργησε τον κοινοβουλευτισμό και επέβαλε δικτατορία, και λειτούργησε μέχρι την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1941, τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Μεταξά.
Ο Μεταξάς διετέλεσε πρωθυπουργός από τις 13 Απριλίου του 1936 έως τις 29 Ιανουαρίου του 1941. Στη συνέχεια, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κορυζής μέχρι τις 18 Απριλίου 1941 και αργότερα ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Τυπικά το καθεστώς καταργήθηκε με βασιλικό διάταγμα το Φεβρουάριο του 1942, ενώ η χώρα είχε καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν στην Αίγυπτο.
Η επιβολή δικτατορίας
Το βράδυ (22:00) της 4ης Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς πήγε στα Ανάκτορα, για να συναντήσει τον Βασιλιά Γεώργιο. Μαζί του είχε έτοιμα τα διατάγματα για την αναστολή ορισμένων βασικών άρθρων του συντάγματος και τη διάλυση της βουλής, με αφορμή τη γενική απεργία που είχαν κηρύξει για τις 5 Αυγούστου τα συνδικάτα, με από κοινού απόφαση της ΓΣΕΕ και της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Το ίδιο βράδυ στο υπουργείο εξωτερικών ο Μεταξάς συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο.
Παρά τις αντιδράσεις και παραιτήσεις κάποιων υπουργών ο Μεταξάς κατάφερε την αναστολή σημαντικών άρθρων του Συντάγματος και με τη στήριξη του βασιλιά εγκαθίδρυσε τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Ο Μεταξάς γράφει στο ημερολόγιό του:
«Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό. Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν είχε βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς».
Ο χαρακτήρας και η ιδεολογία του καθεστώτος
Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυταρχικό και ως πατερναλιστικό. Παρά τις επιρροές του από τον φασισμό και τον ναζισμό, η 4η Αυγούστου δεν ταυτίζεται πλήρως με τα καθεστώτα της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας.
Εξάλλου, δεν υιοθετούσε τις φυλετικές-ρατσιστικές διακρίσεις του ναζισμού. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον φασισμό και τον ναζισμό, η δικτατορία του Μεταξά δεν απέκτησε ευρεία λαϊκή βάση, παρά τις προσπάθειες της, ούτε είχε ριζοσπαστική-κινηματική βάση. Μια ακόμα σημαντική διαφορά ήταν ο αντι-ιμπεριαλιστικός λόγος του καθεστώτος και του Μεταξά.
Mε επιρροές από τη δικτατορία του Σαλαζάρ στη Πορτογαλία (από το 1933) και του στρατοκρατικού «Εστάντο Νόβο» στη Βραζιλία (από το 1930). Άλλωστε στον επίσημο λόγο του καθεστώτος ήταν συχνές οι αναφορές στην Ελλάδα του Μεταξά ως «Νέον Κράτος», μαζί με άλλα χαρακτηριστικά ρητορικά σχήματα όπως «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» κτλ.
Μια προσπάθεια να αναγνωριστεί η μεταξική δικτατορία ως λαϊκά αποδεκτή, αλλά και να εμφυσήσει την ιδεολογία της στη νεολαία ήταν η ίδρυση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας. Ως σύμβολο της Νεολαίας επιλέχθηκε ο μινωικός διπλός πέλεκυς στη λογική του «πρώτου συμβόλου όλων των ελληνικών πολιτισμών». Η ένταξη, ωστόσο, στους κόλπους της δεν υπήρξε υποχρεωτική. Αρχηγός της ΕΟΝ τοποθετήθηκε ο διάδοχος Παύλος.
«Γ΄ Ελληνικός Πολιτισμός»
Ο εθνικισμός ήταν ίσως το πιο κύριο χαρακτηριστικό του καθεστώτος. Ο Μεταξάς στόχευε ακόμα σε πολιτιστική/πολιτισμική καθαρότητα με στόχο έναν νέο «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό». Δημιούργησε και διέδωσε αυτή την ιδεολογία του «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού», στην οποία στηρίχτηκε το κράτος της 4ης Αυγούστου.
Οι οπαδοί του καθεστώτος θεωρούσαν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες οφείλουν να είναι οι συνεχιστές του Αρχαίου (Α΄) και Βυζαντινού (Β΄) Πολιτισμού και ότι πρέπει να έχουν ως σκοπό τη φυλετική ενότητα του έθνους, καθώς και τη διατήρηση των παραδόσεων. Το ιδανικό πολίτευμα κατά τον Μεταξά δεν ήταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία, αλλά η στρατοκρατική Σπάρτη και η αρχαία Μακεδονία, η οποία ενοποίησε πολιτικά την αρχαία Ελλάδα.
Η βασική διαφορά με το Γ΄ Ράιχ έγκειται στο ότι η ιδεολογία περί «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού» δε βρήκε τόσο πλατιά απήχηση στις μάζες, όσο βρήκε η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία στη Γερμανία (απουσία μαζικού φασιστικού ή εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όπως σε Ιταλία και Γερμανία).
Μοναρχία
Η υποστήριξη της Μοναρχίας, θεωρώντας τον θεσμό, ως σύμβολο εθνική ενότητας, ήταν ακόμα ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της δικτατορίας. Ακόμα, ο Μεταξάς προσπαθούσε να προβάλει τον εαυτό του ως τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας σε ένα διαιρεμένο έθνος, ενώ στρεφόταν εχθρικά απέναντι στον «παλαιοκομματισμό» και τις κοινοβουλευτικές τακτικές του παρελθόντος.
Στη λογική του κοινωνικού ελέγχου, το καθεστώς προχώρησε στην επιβολή λογοκρισίας στον Τύπο, ενώ απαγόρευσε την ηχογράφηση και διακίνηση ρεμπέτικων τραγουδιών που περιείχαν ή βασίζονταν σε «ανατολίτικους» δρόμους αλλά και τραγούδια με χασικλίδικη θεματολογία όπως και κάποια σατιρικά.
Μια ακόμη μεταξική πολιτική ήταν η επιλογή υπέρ της Δημοτικής γλώσσας (σε μια μετριοπαθή βέβαια μορφή). Έτσι έγιναν βήματα για την εισαγωγή της στην εκπαίδευση. Κράτησε ίσες αποστάσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, απαγορεύοντας μόνο την παραγωγή εκείνων που ήταν ιδεολογικά αντίθετα με το καθεστώς. Είναι ενδεικτική η απρόσκοπτη συνέχιση του υπερρεαλιστικού ρεύματος.
Οι απόψεις του καθεστώτος για τις τέχνες και ειδικότερα της ζωγραφικής παρουσιάστηκε στο πλαίσιο μιας συζήτησης του Μεταξά με ομάδα ζωγράφων (Βικάτος, Προκοπίου κ.ά) το 1937.
Οι ζωγράφοι του εξέθεσαν τις ανησυχίες τους για την εύνοια ορισμένων στελεχών του καθεστώτος «προς ανατρεπτικάς της τέχνης κατευθύνσεις, προς την ενίσχυσιν του φουτουρισμού». Ο Μεταξάς υποσχέθηκε ότι δεν στηρίζει ορισμένο κίνημα τέχνης και ότι δεν θα διακοσμήσει τους δημόσιους χώρους με έργα κακής τέχνης. Είχε την άποψη, ότι οι τέχνες είναι κυρίως όργανο πολιτισμού, και μόνο εμμέσως όργανο προπαγάνδας. Ωστόσο πίστευε, ότι συντονισμό της πολιτικής περί της τέχνες, έπρεπε να έχει «μόνον ο Αρχηγός της Κυβερνήσεως».
Στις αρχές του 1937 υπήγαγε τα θέματα του πολιτισμού στο νεοϊδρυθέν Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Επίσης, στο Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας δημιούργησε τη Διεύθυνση Γραμμάτων, Καλών Τεχνών και Κρατικών Σκηνών με διευθυντή των Κωστή Μπαστιά.
Οικονομική πολιτική
Τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα το Ελληνικό Κράτος εφάρμοζε την πολιτική του ελέγχου και της παρέμβασης στην οικονομία, ειδικά την αγροτική.
Ο κρατικός παρεμβατισμός εκδηλωνόταν με την ίδρυση μιας σειράς κρατικών οργανισμών όπως το Υπουργείο Γεωργίας το 1917, ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός το 1925, η Αγροτική Τράπεζα το 1929 κλπ.
Ο Βενιζέλος από το 1928 αναγνώριζε την ανάγκη ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού. Αυτό έγινε αναγκαίο περισσότερο μετά την οικονομική κρίση του 1929, που άγγιξε την Ελλάδα, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30. Ως οικονομικοί στόχοι του κράτους προβλήθηκαν η αυτάρκεια, η προστασία και κατεύθυνση της οικονομίας.
Η πλειοψηφία της πολιτικής σκηνής, περιλαμβανομένης και της μη κομμουνιστικής αριστεράς του Αλ. Παπαναστασίου αποδεχόταν τον κρατικό παρεμβατισμό ως αναγκαίο. Η μετάβαση από το κοινοβουλευτικό στο δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν συνοδεύτηκε από αλλαγή στην οικονομική πολιτική. Αυτή συνεχίστηκε χωρίς ουσιαστικές αλλαγές σε θεσμούς, ιδρύματα, ακόμα και πρόσωπα.
Έτσι υπήρξε μια συνέχεια στον κρατικό παρεμβατισμό. Ιδεολογική χροιά είχαν οι επί μέρους παρεμβάσεις, τουλάχιστον στο επίπεδο του λόγου. Για παράδειγμα το καθεστώς προβάλλεται ως υπερασπιστής των εργατών και των αγροτών.
Το καθεστώς προσπάθησε να εφαρμόσει ένα είδος κορπορατισμού, απαγορεύοντας τις απεργίες και νομοθετώντας υπέρ της παραχώρησης κάποιων οικονομικών και εργασιακών δικαιωμάτων από τους εργοδότες στους εργαζομένους (όπως βελτίωση των συνθηκών εργασίας, κατώτατος μισθός κτλ).
Διώξεις
Κύριο γνώρισμα της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου ήταν ο σφοδρός αντικομμουνισμός, εξάλλου η επιβολή της στηρίχθηκε στην «κομμουνιστική απειλή».
Η δίωξη του κομμουνισμού υπήρξε συστηματική και απέβλεπε στην εξαφάνιση του. Τη δίωξη των κομμουνιστών ανέλαβε το νεοϊδρυθέν Υφυπουργείο Ασφαλείας, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης.
Η δικτατορία καταδίωξε το ΚΚΕ, συλλαμβάνοντας και βασανίζοντας τα μέλη του με πρωτόγνωρες μεθόδους (ρετσινόλαδο, καυτερή πιπεριά, πάγο, φάλαγγα, ευνουχισμό ακόμα και πετάλωμα) και δολοφονώντας άλλα ακόμα και με εκπαραθυρώσεις.
Δολοφονήθηκαν από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου οι κομμουνιστές Χρήστος Μαλτέζος, Νίκος Βαλιανάτος, Μήτσος Μαρουκάκης, Λύσανδρος Μηλιαρέσης, Στέφανος Λασκαρίδης, Παύλος Σταυρίδης και άλλοι.
Ο Μήτσος Μαρουκάκης, αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη, πετάχτηκε από την ταράτσα της Γενικής Ασφάλειας Πειραιά στις 13 Οκτώβρη 1936, ο γηραιός συνδικαλιστής Νίκος Βαλιανάτος εκπαραθυρώθηκε από την Ειδική Ασφάλεια Αθηνών στις 9 Αυγούστου 1938 και ο τσαγκάρης Στέφανος Λασκαρίδης εκπαραθυρώθηκε επίσης από την Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης στις 31 Γενάρη 1938 και οι δολοφονίες τους αποδόθηκαν από την Ασφάλεια σε αυτοκτονία.
Πάντως, δεν υπήρχε κάποιος οργανωμένος σχεδιασμός για μαζικές εκτελέσεις των κομμουνιστών, όπως για παράδειγμα συνέβαινε στην Ισπανία του Φράνκο.
Το καθεστώς από την πρώτη κιόλας μέρα έκλεισε τον Ριζοσπάστη και εξαπέλυσε το πρώτο κύμα συλλήψεων μελών και στελεχών του ΚΚΕ (Βασίλης Βερβέρης, Μανώλης Μανωλέας κ.α). Τον Σεπτέμβριο του 1936 συνέλαβε και φυλάκισε τον αρχηγό του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη στην Κέρκυρα στην περιβόητη Ακτίνα Θ’.
Μέχρι τα μέσα του 1938 συνέλαβε πολλά στελέχη της ηγεσίας του ΚΚΕ, ενώ κατά τη διάρκεια του 1939 οι συλλήψεις κλιμακώθηκαν και ελάχιστα ηγετικά στελέχη διέφυγαν (από την ΚΕ του ΚΚΕ το μόνο ασύλληπτο μέλος ήταν ο Δαμιανός Μάθεσης).
Στις φυλακές της Ακροναυπλίας που λειτούργησαν από την άνοιξη του 1937 φυλακίστηκε η μεγαλύτερη ομάδα κομμουνιστών, περίπου 600 άτομα. Επίσης, εκτοπίστηκαν στα μικρά νησιά Αη Στράτη, Ανάφη, Φολέγανδρο, Κίμωλο, Γαύδο και αλλού πολλά στελέχη και μέλη του ΚΚΕ. Στα τέλη του 1939 ελάχιστα μέλη του ΚΚΕ είχαν παραμείνει ασύλληπτα. Το ΚΚΕ ουσιαστικά δεν υπήρχε.
Ο Μεταξάς, ως φανατικός αντικομμουνιστής, είχε συσπειρώσει γύρω του μερικούς από τους πιο ακραίους αντικομμουνιστές, όπως τους Κωνσταντίνο Μανιαδάκη και Θεόδωρο Σκυλακάκη, απότακτους ταγματάρχες του 1923, τον Κώστα Κοτζιά, τον Ι. Διάκο και άλλους.
Επιπλέον, η δικτατορία είχε στείλει ορισμένα στελέχη της Ασφάλειας (μεταξύ άλλων τον Σπύρο Παξινό) στη Γκεστάπο στη ναζιστική Γερμανία για εκπαίδευση στη δίωξη και αντιμετώπιση του Κομμουνισμού.Το καθεστώς ενίσχυσε το νομικό του οπλοστάσιο με νέους νόμους, όπως το νόμο 117/1936 «περί μέτρων προς καταπολέμησιν του Κομμουνισμού».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υφυπουργείου Ασφαλείας 47.000 κομμουνιστές υπέβαλαν «δηλώσεις μετανοίας και αποκήρυξης του κομμουνισμού» μέχρι το 1940, ενώ οι συλληφθέντες ανέρχονταν σε 50.000 περίπου.
Δημιουργία πλαστού ΚΚΕ
Στα τέλη του 1939 ο Μανιαδάκης μαζί με τον ανώτατο αξιωματικό της Γενικής Ασφαλείας, Σπύρο Παξινό κατασκεύασαν την Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ (ΠΔ) με ηγετικά στελέχη του κόμματος που είχαν προσχωρήσει στο καθεστώς, όπως ο Μιχάλης Τυρίμος, ο Δημήτρης Κουτσογιάννης, ο Μανώλης Μανωλέας και ο Τηλέμαχος Μύτλας. Μάλιστα, η Προσωρινή Διοίκηση εξέδιδε και δικό της πλαστό Ριζοσπάστη και κατάφερε να συσπειρώσει στους κόλπους της αρκετά μέλη του ΚΚΕ.
Όμως, παράλληλα με την Προσωρινή Διοίκηση δρούσε και η παλιά ηγεσία του ΚΚΕ, η λεγόμενη Παλιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (ΠΚΕ) υπό την καθοδήγηση των Πλουμπίδη – Σιάντου, η οποία εξέδιδε δικό της Ριζοσπάστη.
Τον Μάιο του 1939, κατ’ εντολή του φυλακισμένου Ζαχαριάδη, το μέλος του Πολιτικού Γραφείου Γιάννης Μιχαηλίδης υπέγραψε δήλωση μετανοίας και αποφυλακίστηκε από την Κέρκυρα για να ξεκαθαρίσει το κόμμα από τους χαφιέδες και να βοηθήσει στην ανασυγκρότησή του.
Όμως, μπλέχτηκε στα δίχτυα της ασφάλειας και εντάχθηκε στην Προσωρινή Διοίκηση με αποτέλεσμα και ο Ζαχαριάδης να υποστηρίξει την Προσωρινή Διοίκηση σαν την πραγματική καθοδήγηση του ΚΚΕ. Οι αλληλοκατηγορίες των δύο καθοδηγήσεων για «χαφιεδισμό» αποπροσανατόλισαν πλήρως τα μέλη του ΚΚΕ (ειδικά εκείνα τα ελάχιστα πλέον που είχαν αποφύγει τη σύλληψη), δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου σύγχυση.
Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο κατά των Ιταλών η ΠΔ άρχισε να αρθρογραφεί υπέρ του Μεταξά στον Ριζοσπάστη που εξέδιδε, φτάνοντας μέχρι του σημείου να τον υμνεί.
Η κατάσταση πάντως ξεκαθάρισε μόνο προς τα τέλη του 1941, όταν συγκροτήθηκε η Νέα Κεντρική Επιτροπή από εξόριστα στελέχη του ΚΚΕ που δραπέτευσαν από τους τόπους κράτησής τους. Τότε άρχισε να αποκαλύπτεται ο ρόλος της ΠΔ και τα μέλη του ΚΚΕ που είχαν δραπετεύσει από τους τόπους κράτησής τους, καθώς και αυτά της ΠΚΕ εντάχθηκαν στη Νέα Κεντρική Επιτροπή.
Τα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν, οι πολιτικοί εξορίστηκαν ή τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό, τα συνδικάτα διαλύθηκαν ενώ οι βασανισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο στα αστυνομικά τμήματα. Οι συνθήκες διαβίωσης των εξόριστων ήταν τόσο άσχημες ώστε μερικοί πέθαναν από αρρώστιες ή ταλαιπωρίες.
Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και ο πρώην πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Χαρακτηριστικό της τρομοκρατίας είναι ότι η ΓΣΕΕ διαλύθηκε και αναπληρώθηκε από την Εθνική Συνομοσπονδία με πρόεδρο τον ίδιο τον υπουργό εργασίας Αριστείδη Δημητράτο.
Επιπλέον, το καθεστώς ενεπλάκη στα δρώμενα της Εκκλησίας της Ελλάδος και με βασιλικά διατάγματα επέτυχε η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος να γίνεται από τον Βασιλιά.
Κάψιμο βιβλίων
Μία από τις πρώτες πράξεις της δικτατορίας ήταν το κάψιμο των προοδευτικών βιβλίων που κατασχέθηκαν από τα βιβλιοπωλεία, πρακτορεία και σπίτια συλληφθέντων. Τα βιβλία που κάηκαν σε δημόσιους χώρους από μέλη φασιστικών οργανώσεων, στελέχη του καθεστώτος και πληρωμένων ατόμων ήταν Ελλήνων και ξένων συγγραφέων.
Εκτός από τα έργα των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Πλεχάνωφ και άλλων κλασικών του μαρξισμού κάηκαν και έργα των Γκόρκυ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Γκαίτε, Δαρβίνου, Φρόυντ, Ανατόλ Φράνς, Μπέρναρ Σω, Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Καρκαβίτσα, Κορδάτου και άλλων. Σε εφημερίδες της 16ης Αυγούστου 1936 διαβάζουμε:
«Η Εθνική Φοιτητική Νεολαία Πειραιώς προβαίνουσα εις την εξαφάνισιν δια πυράς ολοκλήρου σειράς κομμουνιστικών εντύπων την προσεχή Κυριακήν και ώραν 8μμ και εν τη πλατεία Πασαλιμανίου Πειραιώς προσκαλεί άπαντας τους εθνικόφρονας νέους, όπως προσέλθουν εν τη πλατεία Τερψιθέας 7μμ ίνα εν σώματι μεταβούν και συμμετέχουν εις την τελετήν».
Η έννοια του κομμουνιστικού εντύπου ήταν πολύ πλατιά και ερμηνευόταν από το καθεστώς κατά το δοκούν. Συμπεριλαμβάνονταν σε αυτά ακόμα και σχολικά βιβλία όπως Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Στο κάψιμο των βιβλίων και στη δίωξη των ιδεών το καθεστώς της 4ης Αυγούστου αντέγραφε επακριβώς τα χιτλερικά πρότυπα.
Ωστόσο, σύμφωνα με μια μελέτη (Κοντού Γεωργία, διδακτορική διατριβή 2013), το καθεστώς 4ης Αυγούστου θεώρησε ικανοποιητικά τα ήδη υπάρχοντα σχολικά βιβλία και επέτρεψε την κυκλοφορία τους αφού εξέφραζαν κατά μεγάλο μέρος τις ιδεολογικές αρχές του καθεστώτος. Το 1939 τύπωσε νέα σχολικά βιβλία για τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση για να εκφράζουν πληρέστερα τις ιδεολογικές αρχές του καθεστώτος.
Στα νέα σχολικά βιβλία τονίζεται το εθνικό φρόνημα, η αρχαία ιστορία και μυθολογία και η υπεροχή του εθνικού συμφέροντος έναντι το ατομικού. Όμως σπανίζουν οι εκφράσεις φανατισμού και πολεμόχαρης βίας. Ακόμα και οι ένοπλες δυνάμεις παρουσιάζονται ως έτοιμες να υπερασπιστούν τα κεκτημένα και όχι να διεκδικήσουν νέα εδάφη.
Πολιτικοί κρατούμενοι
Ένα από τα μελανότερα σημεία της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Μεταξά, ήταν η παράδοση όλων των πολιτικών κρατουμένων στους κατακτητές Γερμανούς και Ιταλούς, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να εκτελεστούν αργότερα από τους κατακτητές κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Στις 29 Οκτωβρίου 1940, μία μέρα μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, η ομάδα των 600 περίπου κρατούμενων κομμουνιστών της Ακροναυπλίας έστειλε υπόμνημα στην κυβέρνηση Μεταξά και ζήτησε να σταλούν όλοι οι κρατούμενοι στο μέτωπο για να πολεμήσουν τον εισβολέα.
Το υπόμνημα υπέγραψαν εκ μέρους των πολιτικών κρατουμένων οι βουλευτές του ΚΚΕ Γ. Ιωαννίδης και Κ. Θέος. Στις 6 και στις 13 Νοέμβρη στάλθηκαν άλλα δύο υπομνήματα που απορρίφθηκαν επίσης από τον Μεταξά, ο οποίος ζήτησε από τους κρατούμενους, να υπογράψουν δήλωση μετανοίας για να αφεθούν ελεύθεροι.
Επίσης εξόριστοι των νησιών των Κυκλάδων (Φολέγανδρο, Κίμωλο, Ανάφη) με αίτησή τους, ζήτησαν από το Υπουργείο Ασφαλείας να σταλούν στο μέτωπο, οι μεν άνδρες στην πρώτη γραμμή, οι δε γυναίκες ως νοσοκόμες σε προωθημένα ιατρεία, όπως στην Κίμωλο με πρωτοστάτες την Φούλα Χατζιδάκη και τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη.
Μετά την αρνητική απάντηση των κρατούντων και μπροστά στον κίνδυνο να τους παραδώσουν στους κατακτητές, οι εξόριστοι συνεδρίασαν και αποφάσισαν δραπέτευση, ομαδική, τμηματική ή και ατομική.
Εξωτερική πολιτική
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Αγγλίας, η οποία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου και προς την οποία άλλωστε στρέφονταν οι συμπάθειες του βασιλιά, και της Γερμανίας, με το ολοκληρωτικό καθεστώς της οποίας υπήρχε ιδεολογική συνάφεια, αλλά και στενότατοι οικονομικοί δεσμοί.
Φαίνεται, όμως, ότι ήδη από το 1936 η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς. Οι δεσμεύσεις του Μεταξά προς το Λονδίνο φάνηκαν λίγο μετά την επιβολή της δικτατορίας, στις 20 Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς συνήψε συμφωνία με τους Άγγλους κατόχους Ελληνικών ομολόγων, με την οποία αύξησε το τοκοχρεολύσιο του εξωτερικού δημοσίου χρέους από 30% που προβλεπόταν για την διετία 1935-1937 σε 40%.
Αναφέρει επίσης σε επιστολή του στον Πρέσβη της Ελλάδος στην Αγγλία ότι «αι μόναι προνομιακαί επιχειρήσεις εν Ελλάδι είναι αι Αγγλικαί». Σημαντικό ρόλο έπαιξε η απόρριψη της ανανέωσης του συμφώνου Βενιζέλου – Τιτόνι (1928) περί της Ελληνοιταλικής φιλίας από τον Ιωάννη Μεταξά το 1938, έναν χρόνο πριν το ξέσπασμα του Β ΠΠ.
Παρ΄όλη την πρόοδο των Γερμανικών οικονομικών συμφερόντων στην Ελλάδα το αγγλικό μονοπωλιακό κεφάλαιο παρέμενε το ισχυρότερο. Τα 3 δυτικά κεφάλαια (Αγγλία, Γαλλία, Αμερική) κατείχαν το 70% των ξένων κεφαλαίων, ενώ το Γερμανικό και το Ιταλικό 5% και 4,5% αντίστοιχα.
Οι Άγγλοι αποδέχονταν, επίσης, την ουδέτερη στάση της Ελλάδας εξαιτίας της αδυναμίας τους να της παράσχουν ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των στενών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι το γεγονός, ότι ο Μεταξάς πρότεινε το 1938 στην αγγλική κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας, την οποία η αγγλική κυβέρνηση αρνήθηκε διπλωματικά, αφού δεν είχε λόγο, να αμφιβάλλει σχετικά με την στάση της Ελλάδας σε επικείμενο πόλεμο.
Αντίθετα, με τη γερμανική κυβέρνηση οι σχέσεις ήταν τυπικές, αφού η Ελλάδα είχε πολλά οφέλη από τις οικονομικές επενδύσεις των Γερμανών. Σημαντικό ρόλο στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών διαδραμάτισε και η στάση της Ιταλίας, λόγω των συνεχών προκλήσεων.
Το γεγονός της βύθισης της Έλλης σηματοδότησε το τέλος των φιλικών σχέσεων με τις δυνάμεις του Άξονα.
Επίσης, σημαντική παράμετρος της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος υπήρξε και η συνέχιση των καλών σχέσεων και της προσέγγισης με την Τουρκία, η οποία είχε αρχίσει από τα έτη πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ένας πρόσθετος λόγος που συνέβαλλε σε αυτήν την πολιτική ήταν και η ιταλική παρουσία στα Δωδεκάνησα και το Αιγαίο.
ΟΧΙ
Η Επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδος στις ιταλικές αξιώσεις, που περιείχε το τελεσίγραφο, που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 Πρωθυπουργό, Ιωάννη Μεταξά.
Λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, το οποίο επέδωσε ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά.
Σύμφωνα με αυτό, απαιτούσαν από την Ελλάδα, την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c’est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.
O ίδιος, ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: «Αυτό σημαίνει πόλεμο».
Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ».
Σημειώνεται πως η αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Στις 5 και μισή τα ξημερώματα, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με την αιφνιδιαστική εισβολή (το τελεσίγραφο όριζε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε στις 6 π.μ.) των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη εισήλθε στον πόλεμο.