Κάθε 1η Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, έντονα τουλάχιστον μέχρι και τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, άλλαζε η όψη της πρωτεύουσας λόγω της συνήθειας των μετοικεσιών. Όλοι άλλαζαν σπίτι. Ήταν ένα φαινόμενο γέννημα της ανάγκης, της καθημερινότητας και των ειδικών συνθηκών που επικράτησαν όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα. Συνδέθηκε, όπως ήταν φυσικό, με τα ζητήματα εκμετάλλευσης της γης.
- Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η πόλη μεταβαλλόταν σε ένα θέατρο με τετράτροχα και δίτροχα αμάξια, σούστες και κάρα που μετέφεραν στοίβες επίπλων από το ένα σπίτι στο άλλο και από τη μία συνοικία στην άλλη. Τα πάντα βρίσκονταν σε αέναη κίνηση.
Πρόκειται για ένα καθαρά αθηναϊκό έθιμο, το οποίο γεννήθηκε ταυτόχρονα με την ανακήρυξη των Αθηνών ως Πρωτεύουσας και Καθέδρας του Ελληνικού Βασιλείου και επιβίωσε περισσότερο από έναν αιώνα. Άλλοτε σε ακμή και άλλοτε, σε πιο ήπια μορφή.
Συνόδευσε τις περιπέτειες της αθηναϊκής γης, παρακολούθησε την αναγέννηση και την εξάπλωσή της και έσβησε αθόρυβα αφήνοντας ωστόσο πίσω του ίχνη αρκετά για να το ιστορήσουμε.
Οι οικογένειες άφηναν πίσω τις υποχρεώσεις τους και μετακινούνταν από σπίτι σε σπίτι.
Το έθιμο είχε πρωτίστως την κοινωνικο-οικονομική του διάσταση αλλά και την ειδυλλιακή, γραφική του όψη, ιδιαίτερα στις λαϊκές συνοικίες. Με την αφέλεια που χαρακτήριζε την εποχή, τα μέλη της οικογένειας ακολουθούσαν πεζή και πιστά το αμάξι που μετέφερε τα έπιπλα, με τους σκύλους, τις γάτες και τα κατοικίδιά τους. Η επόμενη μέρα τούς έβρισκε με νέους γείτονες, νέο περιβάλλον, νέα πρόσωπα. Ήταν μια όμορφη περιπέτεια η γενική μετοικεσία.
Ίσως ο έμμετρος δημοσιογράφος, ο Γεώργιος Σουρής, μας παρέδωσε την καλύτερη περιγραφή: «Και πάλιν ο Σεπτέμβριος…. τα ίδια και τα ίδια, / Μαλτέζοι και Μανιάτιδες, φωναίς και κουβαλίδια. / Τι πάταγος διαβολικός, τι χάος κυκεώνος, Μετοικεσία γίνεται της νέας Βαβυλώνος / και τρέχουν όλοι σαν τρελλοί κι’ αλλάζουν όλοι σπήτι, ως που να παν μια και καλὴ μες’ στου Δρομοκαΐτη»!
Οπωσδήποτε το φαινόμενο επηρεαζόταν από τις εκάστοτε κρατούσε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Γι’ αυτό τα πράγματα παρουσίαζαν κάποιες ιδιαιτερότητες το 1892-93. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης επί Χαρίλαου Τρικούπη και του «Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν» αποτυπώθηκαν και στα ζητήματα που αφορούσαν στην κατοικία. Οι περιγραφές αναφέρουν πως όσα συνέβησαν ήταν άξια να διακωμωδηθούν.
Όταν κόπαζε ο σάλος από τις μετακομίσεις γινόταν και η αποτίμηση της κατάστασης. Πολλά οικήματα έμειναν ξενοίκιαστα, ιδιαίτερα εκείνα που κόστιζαν πάνω από 150 δραχμές τον μήνα. Αυτό αποδείκνυαν την οικονομική εξαθλίωση στην οποία είχα περιέλθει σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Γι’ αυτό και πολλές οικογένειες επέλεγαν να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους. Επίσης, άλλες οικογένειες διάλεγαν τις κοντινές εξοχές και οι περισσότερες προτιμούσαν τα νέα οικοδομήματα στις απόκεντρες και απομακρυσμένες συνοικίες, όπου τα ενοίκια ήταν φθηνότερα.
Ο τρισκατάρατος Χάβρος που αναθεμάτιζε ο λαός
Εκείνη την εποχή η ελληνική Κυβέρνηση βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη δανείου με τον αγγλικό οίκο Χάμπρο (Hambros Bank), ο Χάβρος όπως τον αποκαλούσε ο ελληνικός λαός. Ο Χάβρος, λοιπόν, για τον απλό κόσμο ήταν μία καταβόθρα που ρουφούσε λεφτά. Αναθεματισμένο τον ανέβαζε, καταραμένο τον κατέβαζε.
Υπήρχαν βεβαίως και οι ψύχραιμοι, όπως ο Παύλος Νιρβάνας που αποτιμούσε με ψυχραιμία και ορθότητα τις επιπτώσεις της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Σημείωνε πως οι οικογένειες, παρά το γεγονός ότι αύξαναν σε αριθμό μελών, αναγκάζονταν να στριμωχτούν σε λιγότερα δωμάτια, παραδίδοντας ταυτοχρόνως στοιχεία για το χρώμα και το άρωμα της αθηναϊκής γειτονιάς. Με τον γλαφυρό του τρόπο προσπαθεί να ερμηνεύσει το έθιμο, αποκαλύπτοντας ταυτοχρόνως τις λαϊκές καθημερινές συνήθειες και τα λαϊκά συναισθήματα.
Δείτε περισσότερα: