Συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες 80 χρόνια από την ημέρα που το μαρτυρικό Δοξάτο Δράμας γνώρισε τις θηριωδίες των Βουλγάρων κατακτητών, θρηνώντας 350 μάρτυρες οι οποίοι εκτελέστηκαν ως αντίποινα για την εξέγερση που είχε εκδηλωθεί στην περιοχή στις 29 Σεπτεμβρίου του 1941, ποτίζοντας με το αίμα τους το δένδρο της Ελευθερίας.
Ηταν μία από τις πρώτες και σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς η πρώτη από τις ένοπλες εξεγέρσεις κατά των στρατευμάτων του Αξονα και των Συμμάχων του στην κατεχόμενη Ευρώπη. Οι σφαγές δεν περιορίστηκαν μόνο στο Δοξάτο, αλλά επεκτάθηκαν και ολοκληρώθηκαν μέχρι την 6η Οκτωβρίου και στους γειτονικούς νομούς της Καβάλας και των Σερρών, που πνίγηκαν στο αίμα.
Η εξέγερση ήταν μια γνήσια λαϊκή αντίδραση στην εφιαλτική Κατοχή της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που υλοποιούσε το αλυτρωτικό όραμα προσάρτησης των περιοχών στη «Μεγάλη Βουλγαρία», σύμφωνα με τις επιδιώξεις της βουλγαρικής φασιστικής στρατοκρατίας του Τσάρου Βόριδος και του πρωθυπουργού του Φίλοφ.
Χωρίς να κηρύξουν πόλεμο κι ενώ το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, οι Βούλγαροι εισέβαλαν με τις ευλογιές των Γερμανών στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη επιβάλλοντας βίαιο πολιτικό και οικονομικό εκβουλγαρισμό, με μέτρα τέτοιας αγριότητας που ξένισαν ακόμα και τους Γερμανούς…
Συνοπτικά: καταλύθηκαν οι ελληνικές αρχές, παύθηκαν -και πολλοί απελάθηκαν- οι κληρικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, φαρμακοποιοί, κτηνίατροι) και οι διανοούμενοι, επιβλήθηκαν το βουλγαρικό νόμισμα, το βουλγαρικό δίκαιο και ως υποχρεωτική η βουλγαρική γλώσσα, ενώ απαγορεύτηκε επί ποινή προστίμου η χρήση της ελληνικής. Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν και αντικαταστάθηκαν με βουλγαρικά. Απαγορεύτηκε η κατοχή ελληνικών βιβλίων και εντύπων, ενώ έκλεισαν τα ελληνικά τυπογραφεία. Οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να προσθέσουν βουλγαρικές καταλήξεις στα επίθετά τους και, την ίδια ώρα, έγινε συστηματικός εποικισμός των περιοχών με Βούλγαρους έποικους στους οποίους παραχωρούνταν δημευμένες ελληνικές περιουσίες όσων Ελλήνων είχαν εγκαταλείψει βίαια τις εστίες τους και είχαν καταφύγει, ως πρόσφυγες, σε άλλες περιοχές της κατεχόμενης Ελλάδας (περίπου 25.000 από τον νομό Δράμας και 30.000 από τον νομό Καβάλας). Στις κατεχόμενες περιοχές, πολλοί κάτοικοι στρατεύτηκαν εξαναγκαστικά, υπό καθεστώς πραγματικής δουλείας, στα βουλγαρικά τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα «Ντουρντουβάκια», όπου χάθηκαν πολλές ζωές εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και της εξαντλητικής εργασίας.
Το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου 1941, λίγοι τολμηροί αντάρτες από το Δοξάτο και τη γειτονική Χωριστή επιτέθηκαν εναντίον του τοπικού αστυνομικού σταθμού, σκοτώνοντας μικρό αριθμό αστυνομικών. Μέσα στην πόλη της Δράμας, οι επαναστάτες ανατίναξαν το εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού, επιτέθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό, χτύπησαν τους στρατώνες του πεζικού και του πυροβολικού, εξουδετερώνοντας τις βουλγαρικές δυνάμεις, ενώ σε 25 γειτονικά χωριά εκδίωξαν ή εκτέλεσαν τους διορισμένους Βούλγαρους προέδρους κοινοτήτων, κατέλαβαν δημαρχεία και αστυνομικά τμήματα και πήραν την εξουσία στα χέρια τους για λίγες ώρες, καταλύοντας την ωμή βουλγαρική κατοχή. Οπως αποδείχτηκε, οι εξεγερμένοι, πέρα από τον ενθουσιασμό και την αποφασιστικότητά τους, δεν διέθεταν επαρκή επιχειρησιακό σχεδιασμό, γεγονός που τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν τη Δράμα, ενώ δείγμα της απειρίας τους ήταν και το γεγονός ότι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τον βουλγαρικό στρατό σε κανονική μάχη και όχι με τακτικές ανταρτοπολέμου.
Η έλλειψη οπλισμού αφενός και ο κακός συντονισμός αφετέρου συμπλήρωσαν το αποτρόπαιο σκηνικό της καταστολής που ακολούθησε με τον πιο αιματηρό τρόπο και με μαζικές σφαγές ακόμα και σε περιοχές άσχετες με την εξέγερση. Από το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου, οπότε στην πόλη της Δράμας άρχισαν οι δολοφονίες στους δρόμους, οι συλλήψεις και οι βασανισμοί στα αστυνομικά τμήματα και οι μαζικές εκτελέσεις, μέχρι τις 6 Οκτωβρίου 1941, εκτελέστηκαν 1.614 κάτοικοι σε 50 οικισμούς του νομού Δράμας, 416 σε 36 οικισμούς του νομού Σερρών και 119 σε 15 οικισμούς του νομού Καβάλας. Μόνο στην πόλη της Δράμας εκτελέστηκαν 562. Ακολούθησε η εκτέλεση 350 αρρένων στο Δοξάτο, 114 στα Κύργια, 135 στη Χωριστή, 92 στην Κορμίστα στον νομό Σερρών και 30 στους Φιλίππους Καβάλας, ενώ εκτελέσεις έγιναν και στα χωριά Σιδηρόνερο, Προσοτσάνη, Κοκκινόγεια, Πλατανιά, Δρυμότοπος, Σιταγροί κ.ά.
Η έκθεση των καθηγητών του ΑΠΘ το 1946 υπολογίζει ότι τα θύματα είναι πιθανό να άγγιξαν τις 15.000, ενώ εκτιμά ότι οι πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την ανατολική Μακεδονία και Θράκη λόγω της βουλγαρικής καταπίεσης κυμαίνονταν από 110.000 έως 200.000, πολλοί από τους οποίους έπεσαν κατόπιν θύματα του λιμού.
Ιδιαίτερα χτυπήθηκαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922, που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν στις παραπάνω περιοχές και, σε λιγότερο από 20 χρόνια, αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν και πάλι τις σφαγές, την προσφυγιά και την Εθνοκάθαρση.
Η εξέγερση της Δράμας κατασυκοφαντήθηκε μεταπολεμικά από τους εκφραστές του δοσιλογισμού, οι οποίοι κατηγόρησαν τις πατριωτικές δυνάμεις για προβοκάτσια που στοίχισε αίμα αθώων Ελλήνων – άποψη που έχει καταρριφθεί πανηγυρικά από την ιστορική έρευνα.
Στην πραγματικότητα, η Εξέγερση της Δράμας, που συμπίπτει και με την οργάνωση των πρώτων ένοπλων ανταρτοομάδων (Αθανάσιος Διάκος και Οδυσσέας Ανδρούτσος) στην περιοχή από την Οργάνωση «Ελευθερία», ήταν ένα αυθόρμητο και αυθεντικά λαϊκό, αντιφασιστικό και πατριωτικό διάβημα που πνίγηκε στο αίμα εξαιτίας επιχειρησιακού ερασιτεχνισμού, κακής οργάνωσης και έλλειψης οπλισμού. Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ένα ηθικό ορόσημο φιλοπατρίας για την απελευθέρωση της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης και ιστορικά η πρώτη αχτίδα ελπίδας που φώτισε τη σκλαβωμένη Ευρώπη στα μαύρα χρόνια του ναζισμού.
Γιώργος Χατζηδημητρίου
ghatzidimitriou@dimokatianews.gr