Όποιος αναζητήσει τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικές δυνάμεις άλλων εποχών αντιμετώπιζαν τις διαδηλώσεις και τους διαδηλωτές θα βρεθεί προ εκπλήξεων. Όπως το γεγονός ότι Έλληνες ιθύνοντες εφηύραν πρώτοι τη χρήση νερού για τη διάλυση διαδηλώσεων! Πρόκειται για πρακτική που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1874, όταν Πρωθυπουργός ήταν ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο περίφημος «Τζουμπές», και Υπουργός Στρατιωτικών ο Δημήτριος Γρίβας.
- Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι δύο άνδρες αναζητούσαν τρόπους για να περιορίσουν τις συνταγματικές ελευθερίες των πολιτών. Είχαν προκαταβολικά παραβιάσει το Σύνταγμα, αφού συνεδρίαζαν και ψήφιζαν νόμους στη Βουλή χωρίς την προβλεπόμενη απαρτία, ενώ είχαν προετοιμάσει την ανατροπή του πολιτεύματος. Γι’ αυτό είχαν στείλει απεσταλμένο στο Λονδίνο, προκειμένου αφενός να πείσει την αγγλική κυβέρνηση ότι ο ελληνικός λαός δεν ήταν ώριμος για Σύνταγμα και αφετέρου να ζητήσει συγκατάθεση ώστε να προβούν σε πολιτειακή μεταβολή.
Τα «Στηλιτικά»
Εν τω μεταξύ, η λαϊκή εξέγερση εντεινόταν. Ο Χαρίλαος Τρικούπης δημοσιεύει το περίφημο άρθρο «Τις πταίει;» και οι Κουμουνδούρος, Ζαΐμης και Δεληγιώργης είχαν τεθεί επικεφαλής της κίνησης. Οι βουλευτές που συνέρχονταν στη Βουλή αποκαλούνταν «Στηλίται» και τα ονόματά τους γράφονταν σε μια μεγάλη μαύρη εικόνα. Σε φλογερό καμίνι είχε μεταβληθεί το Πανεπιστήμιο και στα προπύλαιά του κόχλαζε η αντιπολίτευση, όπως έγραψε ο Θεόδωρος Βελλιανίτης. Ο καθηγητής Νικόλαος Σαρίπολος, γέροντας πλέον και φίλος του Βούλγαρη, αποδοκιμαζόταν αγρίως.
Οι φοιτητές απειλούσαν να βγουν στους δρόμους προκαλώντας ταραχές. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις λαμβάνονταν ιδιαίτερα υπόψη και επηρέαζαν την πολιτική κατάσταση της χώρας. Η κυβέρνηση επιχειρούσε ανεπιτυχώς να διαλύσει τις φοιτητικές διαδηλώσεις. Οι έφιπποι χωροφύλακες που έλαυναν εναντίον των διαδηλωτών λιθοβολούνταν αγρίως. Οπότε επινοήθηκε ένας άλλος, αποτελεσματικότερος τρόπος για να διαλύονται οι συναθροίσεις. Η αλάνθαστη πυροσβεστική τρόμπα…
Νερό και μελάνι!
Μια μέρα που η συγκέντρωση ήταν μεγάλη και απειλούνταν ταραχές δεν εμφανίσθηκαν οι έφιπποι χωροφύλακες. Αντιθέτως, εμφανίσθηκαν οι πυροσβεστικές αντλίες. Και ενώ οι διαδηλωτές βάδιζαν ανύποπτοι αποδοκιμάζοντας την κυβέρνηση, οι αντλίες άρχισαν να τους καταβρέχουν. Σύντομα ο ανθρώπινος όγκος διαλύθηκε. Οι πυροσβέστες, όμως, δεν είχαν αρκεστεί στη ρίψη νερού, αλλά είχαν ρίξει μέσα και μελάνι! Έτσι, «στιγμάτιζαν» και τα ρούχα των διαδηλωτών, οι οποίοι αποδοκίμαζαν τις ιδέες του «Τζουμπέ», που ονομαζόταν έτσι επειδή έφερε πάντοτε το μεγαλοπρεπές παραδοσιακό ένδυμα των αρχόντων της Ύδρας. Έτσι, καταγραφόταν η πρώτη, σε διεθνές επίπεδο, χρήση της πυροσβεστικής αντλίας εναντίον διαδηλωτών.
Η συνέχεια με… Μπαϊρακτάρη
Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, το 1892, ο διευθυντής της Αστυνομίας Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, για τον οποίο τόσα έχουν γραφτεί, μεταχειρίσθηκε πάλι τις πυροσβεστικές αντλίες. Ο Μπαϊρακτάρης, τον οποίο οι ευθυμογράφοι –κυρίως– καταγράφουν ως «παλληκαρά», υπήρξε ο άνδρας που ανέλαβε «εργολαβικά», για λογαριασμό του Τρικούπη αυτή τη φορά, να αντιμετωπίσει τον κόσμο του Ψυρρή, που υποστήριζε παραδοσιακά τον Δηλιγιάννη.
Εγκαταλείφθηκε το παλαιό μοντέλο της Διοικητικής (:Δημοτικής) Αστυνομίας και καθιερώθηκε η Στρατιωτική Αστυνομία, όπου ο Χαρ. Τρικούπης τοποθέτησε διευθυντή τον Δημ. Μπαϊρακτάρη, ο οποίος μέχρι τότε είχε περάσει τη ζωή του στη «μεταβατική υπηρεσία» καταδιώκοντας ληστές. Αντικατέστησε, λοιπόν, τους ερυθροχίτωνες αστυνομικούς κλητήρες με ευζώνους, που ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας νομίζοντας ότι… εκστράτευαν στα κατσάβραχα της Ευρυτανίας.
Εκλογικός… μηχανισμός
Σταδιακά, οι πυροσβεστικές αντλίες μετατράπηκαν σε εκλογικό «όπλο» για τις εκάστοτε κυβερνητικές δυνάμεις. Διενεργούνταν, λοιπόν, τότε (:1892) εκλογές με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, ο οποίος είχε διαφωνήσει με τον Δημήτριο Ράλλη και η διαφωνία τους εκφραζόταν στις στήλες του Τύπου.
Ο Πρωθυπουργός, λοιπόν, έδωσε στον Μπαϊρακτάρη εξουσιοδότηση να κανονίσει την εκλογική κίνηση στους δρόμους της πρωτεύουσας. Και αυτός με τη σειρά του εξέδωσε «φιρμάνι» ότι οι εκλογείς μπορούσαν να συνέρχονται όπως και όποτε ήθελαν κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά όφειλαν να διαλύονται μετά τις εννέα το βράδυ.
Τους έκαναν… μούσκεμα
Ένα απόγευμα ο Δημήτριος Ράλλης είχε καλέσει τους οπαδούς του σε συγκέντρωση που κατέληξε –όπως συνηθιζόταν– στον εξώστη της «Εφημερίδος», όπου ο υψίφωνος Αγησίλαος Γιαννόπουλος θα εκφωνούσε πολιτικό λόγο. Τα γραφεία της «Εφημερίδος» βρίσκονταν εκεί όπου αργότερα στεγάσθηκε το Φρουραρχείο. Το πλήθος είχε συγκεντρωθεί, ο Γιαννόπουλος αγόρευε και ο Μπαϊρακτάρης παρακολουθούσε το ρολόι του. Όταν πέρασε η προσδιορισμένη ώρα και φαινόταν ότι ο ρήτορας βρισκόταν ακόμη στην αρχή της ομιλίας του, προχώρησε προς το μέρος τους λέγοντας με τη βαριά φωνή του:
– Κύριε, η ώρα παρήλθε και καιρός είναι να διαλυθείτε.
– Αλλά δεν μπορώ να διακόψω την ομιλία μου, είπε έκπληκτος ο Γιαννόπουλος.
– Έπρεπε να αρχίσετε νωρίτερα, τώρα τελείωσε, συνεχίζετε αύριο, απάντησε ο σκληροτράχηλος στρατιωτικός.
– Έξω η Αστυνομία, έξω, ακούσθηκαν μερικές φωνές από το μπαλκόνι και άρχισαν τα χέρια να κινούνται απειλητικά.
Ο Μπαϊρακτάρης υποχώρησε στο βάθος του περιβόλου της Βουλής (: σήμερα Παλαιά Βουλή) και μπροστά φάνηκαν οι πυροσβέστες με τις αντλίες. Σε λίγο, ρήτορας και ενθουσιώδεις ακροατές γίνονταν μούσκεμα από το νερό. Οι πυροσβέστες δεν αρκέστηκαν, μάλιστα, στο κατάβρεγμα των παρευρισκόμενων διαδηλωτών, αλλά κατηύθυναν το νερό και μέσα στα παράθυρα της εφημερίδας, καταβρέχοντας τους εργαζόμενους δημοσιογράφους που δεν είχαν σχέση με τη διαδήλωση. Ανάμεσά τους και ο Θεόδωρος Βελλιανίτης, ο αξιόπιστος μάρτυρας που μας παρέδωσε τις πληροφορίες. Αργότερα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 και εντεύθεν, η πυροσβεστική αντλία αποτέλεσε βασικό μέσον αναχαίτισης των διαδηλωτών…
Δείτε περισσότερα: