Νέος ο Νίκος Καββαδίας βρισκόταν στο Περού. Μια χαρτορίχτρα του είχε πει:
«Θα γίνεις γνωστός το 1934, θα πεθάνεις στα 64».
Έπεσε ένα χρόνο… έξω και στα δύο.
Το 1933 έβγαλε την πρώτη του ποιητική συλλογή, το «Μαραμπού» και πέθανε στα 65 του, στις 10 Φεβρουαρίου 1975.
Γνωρίζοντας ότι επιβεβαιώθηκε στο πρώτο, αγωνιούσε για το δεύτερο.
Όχι τόσο για τον ίδιο τον θάνατο, αλλά ήθελε να τον βρει στη θάλασσα που λάτρευε. Δυστυχώς για αυτόν τον βρήκε σε κλινική. Σχεδίαζε το επόμενο ταξίδι του. Δεν ήξερε, ή δεν ήθελε να πιστέψει, ότι θα ήταν το μεγαλύτερο απ’ όσα είχε κάνει μέχρι τότε!
Η ποίησή του έγινε δεκτή με ευμενείς κριτικές, αλλά ευρύτερα γνωστό, διάσημο, τον έκαναν ο Γιάννης Σπανός μελοποιώντας το 1975 το «ιδανικός και ανάξιος εραστής» και φυσικά ο Θάνος Μικρούτσικος.
Ενώ ανήκε στη γενιά του ΄30 οι σύγχρονοί του τον σνόμπαραν. Ακόμα και η ελληνική τηλεόραση για οκτώ χρόνια που λειτουργούσε και ζούσε ο ο ποιητής δεν αξιώθηκε να του πάρει δυο λόγια.
Ευτυχώς που το ΡΙΚ σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στην Κύπρο, το 1965 μίλησε μαζί του και διέσωσε την εικόνα και το λόγο του.
Την ώρα που οι περισσότεροι ομότεχνοι του αναζητούσαν μια θέση στην Ακαδημία Αθηνών, αυτός έψαχνε το επόμενο πλοίο για να μπαρκάρει. Στην καμπίνα του ασυρματιστή έβρισκε την έμπνευση, έγραφε τις ιστορίες του, γιατί κάθε ποίημα είναι και μια ιστορία.
Κι όταν έπιαναν λιμάνι ρούφαγε τη ζωή μέχρι το μεδούλι. Λάτρευε τις γυναίκες, αναζητούσε την περιπέτεια και γέμισε το σώμα του τατουάζ.
Για το ωροσκόπιο που είχε στην πλάτη του, έλεγε με καμάρι ότι ταλαιπωρούσε για τρεις ολόκληρες μέρες ισάριθμους Γιαπωνέζους τεχνίτες.
Ο χώρος και ο χρόνος έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Γεννήθηκε το 1910 στην άλλη άκρη του κόσμου. Κυριολεκτικά! Στο Χαρμπίν της Βορειοανατολικής Κίνας. Μια περιοχή που την κατοικούσαν όλες οι φυλές του κόσμου. Κυρίως Ρώσοι. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος. Στην πολιτεία αυτή δραστηριοποιούνταν 33 εθνότητες, μιλούσαν 45 γλώσσες και υπήρχαν 16 προξενεία!
Μπορεί στην Ελλάδα να ήρθε στα 4 χρόνια του, αλλά στο σπίτι του ο χρόνος είχε σταματήσει στο Χαρμπίν. Η οικονομική καταστροφή της οικογένειας λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Ρωσικής Επανάστασης που ακολούθησε έκανε τις αναμνήσεις πιο έντονες.
Έγραφε ποιήματα από μικρός. Τον πήρε υπό την προστασία του ο Παύλος Νιρβάνας, αλλά η θάλασσα ήταν η διέξοδός του. Η μοναδική γυναίκα στην οποία έμεινε πιστός.
Του άρεσε να αφηγείται την ίδια ιστορία. Ήταν λέει, κάποτε, στη Βηρυτό και συναντήθηκε με τον Σεφέρη που δεν ήταν ακόμα νομπελίστας, αλλά απλά καταξιωμένος ποιητής. Αποφάσισε να τον ξεναγήσει στην πόλη. Τον οδήγησε σε ένα δρόμο με ελληνικές σημαίες. Ναύτες μιλούσαν ελληνικά με τις κοπέλες στις πόρτες των σπιτιών. «Αυτή την ελληνική συνοικία δεν την γνωρίζω» του είπε ο Σεφέρης. Κι ο Καββαδίας απάντησε: «Είναι η συνοικία των οίκων ανοχής. Εμείς την στηρίζουμε...»
Κόσμοι διαφορετικοί που δίνουν εξήγηση και στο γεγονός ότι ακόμα κι θάνατός του δεν ήταν είδηση σε πολλές ελληνικές εφημερίδες του 1975 και σε όποιες μπήκε στριμώχτηκε σε θλιβερά μονόστηλα με ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία που για να εμπλουτιστούν έβαλαν κι ένα από τα ποιήματά του».
Το «ΒΗΜΑ» δεν ανέφερε την είδηση του θανάτου του. Μόνο την επομένη της κηδείας του προσπάθησε να το… διορθώσει δημοσιεύοντας ένα κείμενο – ρεπορτάζ του Στρατή Τσίρκα.
Ακούστε τον να απαγγέλει το «Φάτα Μοργκάνα»
https://www.youtube.com/watch?v=Ohjip6nc1UE&ab_channel=%CE%9C%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82%CE%9F%CF%81%CF%86%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82