Μέχρι τις 6 Μαρτίου 1913 στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων υπήρχαν μόνο καλές ειδήσεις. Πόλεις απελευθερώνονται, ελληνικοί πληθυσμοί προσχωρούν στον εθνικό κορμό. Γιάννινα και Θεσσαλονίκη γίνονται -ξανά- ελληνικές.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος έχει εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Ξέρει ότι η πόλη αυτή αποτελεί τη πολύφερνη νύφη. Μπορεί να την έχει απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός, αλλά την εποφθαλμιούν όλοι οι Σύμμαχοι της Ελλάδας στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι. Θεωρεί ότι η εκεί παρουσία του αποτελεί υπενθύμιση ότι η πόλη αποτελεί μέρος του Βασιλείου του…
Είναι πέντε το απόγευμα της 5ης Μαρτίου (με το παλαιό ημερολόγιο, 18 Μαρτίου με το Γρηγοριανό). Ο Γεώργιος επιστρέφει από τη βόλτα του. Τον συνοδεύει ο υπασπιστής του ταγματάρχης Γιάννης Φραγκούδης. Κανείς άλλος. Δεν του αρέσουν τα αυστηρά μέτρα προστασίας. Μετά από 49 χρόνια, 11 μήνες και 16 μέρες στον ελληνικό θρόνο τα έχει… ζήσει όλα.
Έτσι τουλάχιστον νομίζει, γιατί ξαφνικά κοντά στη περιοχή του Λευκού Πύργου ένας άγνωστος τον πυροβολεί πισώπλατα. Ο Φραγκούδης τον αφοπλίζει οι χωροφύλακες που καταφθάνουν τον ακινητοποιούν. Όσο για τον Βασιλιά αφήνει την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο «Παπάφειο». Είναι 67 χρόνων. Ο δολοφόνος είναι Έλληνας, από το Λιτόχωρο, λέγεται Αλέξανδρος Σχοινάς και οι αρχές σπεύδουν να το ανακοινώσουν προλάβουν ταραχές. Η πόλη αποτελεί μωσαϊκό εθνοτήτων, το μόνο που δεν θέλουν οι αρχές είναι επεισόδια μεταξύ τους που θα έβαζαν σε κίνδυνο την παραμονή της πόλη στην Ελλάδα.
Όπως σ’ όλες τις ανεξιχνίαστες πολιτικές δολοφονίες οι ένοχοι πιθανολογούνται, κρίνοντας από ποιοι ωφελήθηκαν από τη δολοφονία. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει το «άσπρο» και το «μαύρο».
Καταρχήν ο ίδιος ο δολοφόνος ήταν μια περίεργη περίπτωση. Καλός μαθητής στο Γυμνάσιο, ήρθε στην Αθήνα γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου, αλλά ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τις σπουδές του. Στην Αθήνα συνήθως ζητιάνευε. Οι Χωροφύλακες έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι δεν είναι Βούλγαρος για να προλάβουν τυχόν επεισόδια. Εκτός από την ετικέτα του αναρχικού του κόλλησαν και αυτές του αναρχικού, του τρελού και του διεστραμμένου.
Μα εάν ήταν όλα αυτά, τότε ποιος ο λόγος να γίνει δεκτό το αίτημά του να δει τη Βασίλισσα Όλγα;
Πολύωρη ήταν η συνάντηση του δολοφόνου με τη χήρα του δολοφονημένου Βασιλιά. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι συζήτησαν. Άλλωστε ο Σχοινάς δεν είχε το χρόνιο να πει πολλά. Στις 6 Μαΐου σύμφωνα με ανακοίνωση της Χωροφυλακής ξέφυγε από την προσοχή των οργάνων, βούτηξε στο κενό από ένα παράθυρο που ήταν ανοιχτό κι έδωσε τέλος στη ζωή του.
Θα μπορούσαν να «μιλήσουν» τα όσα είπε στους ανακριτές και υπέγραψε στις ομολογίες του. Άλλη σύμπτωση κι εδώ. Η δικογραφία χάθηκε. Λέγεται ότι κάηκε στη διάρκεια της μεταφοράς από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ένα αντίγραφο του φακέλλου χάθηκε από τη Βουλή!
Ο υπασπιστής του Βασιλιά, ο Κύπριος Γιάννης Φραγκούδης, ήταν Ολυμπιονίκης στην σκοποβολή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Είχε κερδίσει τρία μετάλλια (χρυσό, αργυρό, χάλκινο). Είναι ο άνθρωπος που συνέλαβε τον Σχοινά. Δεν έμεινε πολύ στην Ελλάδα. Στάλθηκε στη Νέα Υόρκη για να μελετήσει την προμήθεια πυρομαχικών. Έπαθε ηλεκτροπληξία και πέθανε ακαριαία στις 19 Οκτωβρίου 1916.
Δηλαδή, δολοφονείται ο για 50 χρόνια Βασιλιάς, αυτοκτονεί ο δολοφόνος και λίγο αργότερα παθαίνει ηλεκτροπληξία ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυς!
Ποιοι όμως είχαν συμφέρον να δολοφονήσουν τον Γεώργιο; Ο στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος αφηγείται ότι ο ίδιος ο πρίγκιπας Νικόλαος (γιος του Γεωργίου) του αποκάλυψε ότι η δολοφονία ήταν έργο ξένων δυνάμενων!
Υπόνοιες για ανάμειξη της Γερμανίας ή της Αυστρίας αφήνει και ο ανακριτής της υπόθεσης Βασίλης Καντερές.
Δεκαετίες αργότερα ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης βρήκε δύο τηλεγραφήματα που αφορούν την υπόθεση στα Αυστριακά αρχεία. Το ένα με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1913, επομένη της δολοφονίας (Γρηγοριανό ημερολόγιο), έχει αποστολέα τον πρόξενο της Αυστροουγγαρίας Κραλ και αναφέρει ότι «τα ελατήρια δεν φαίνεται να είναι πολιτικά». Την ίδια μέρα ο πρεσβευτής φον Μπράουν αναφερει σε τηλεγράφημα του από την Αθή\να στη Βιέννη:
«Ο κ.Βενιζελος, τον οποίον μόλις επεσκέφθην την 10ην π.μ ώραν, πιστοποιεί κατ’ ουσίαν το περιεχόμενον του προηγούμενου τηλεγραφήματος ως προς τον δράστην της δολοφονίας και απορρίπτει την τελευταίαν εκδοχήν, τη δημοσιευθείσαν εις τας πρωινάς εφημερίδας, καθ΄ ήν η δολοφονία προϋποθέτει συνωμοσίαν και πολλούς συνωμότας»,ενώ αργότερα στις 21 Απριλίου ενημερώνει τους ανωτέρους του, ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι η δολοφονία είναι έργο του βουλγαρικού κομιτάτου».