Τους γνωρίζουμε από τις εξιδανικευμένες, συνήθως, προσωπογραφίες τους στα σχολικά βιβλία. Αργότερα, ελάχιστοι ασχολούνται με τη ζωή και την προσφορά τους. Κι ακόμα λιγότεροι, μελετούν την πραγματική τους ζωή.
Οι ήρωες του ’21επιβιώνουν στη συλλογική μνήμη για τα κατορθώματα τους. Συχνά παραβλέπουμε ότι είναι άνθρωποι. Κι όχι μόνο αυτό. Όταν ζουν στα… άκρα, όταν μετέχουν σε μια… τρέλα, όπως ήταν ο απελευθερωτικός αγώνας κόντρα σε μια Αυτοκρατορία, δεν μπορεί και στην ιδιωτική τους ζωή να μη ζουν, επίσης, στα… άκρα.
Στα 200 χρόνια από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα χάθηκε η ευκαιρία να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Κι ίσως να εκτιμήσουμε ακόμα περισσότερο την προσφορά τους.
Ως ήρωες φρόντισαν εμείς να είμαστε ελεύθεροι. Ως άνθρωποι οι ίδιοι δεν είχαν το δικαίωμα να διαλέξουν εξίσου ελεύθερα τον ή την σύντροφό τους;
Μια ματιά στις προσωπικές τους σχέσεις δίνει την απάντηση. Συχνά είναι όχι. Κι αυτή η άρνηση δεν οφείλεται στις προκαταλήψεις της εποχής, αλλά και σε πολιτικούς λόγους.
Πάρτε παράδειγμα την Μαντώ Μαυρογένους. Είναι το χαρακτηριστικό δείγμα κρατικής αναλγησίας. Γιατί, έγκαιρα το ελληνικό κράτος φρόντισε να αποδημεί τους ήρωες, πολύ περισσότερο τις ηρωίδες.
Ήταν η «αρχόντισσα της Μυκόνου». Όχι μόνο διέθεσε όλη της την περιουσία στον αγώνα, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας και της αδελφής της, αλλά έδωσε την καρδιά της στον πρίγκιπα Δημήτριο Υψηλάντη. Δεν δίσταζε μάλιστα να κοιμάται μαζί τους στις διάφορες εκστρατείες. Μάλιστα, για να μην υπάρχουν κακόβουλα σχόλια αρραβωνιάστηκαν και με έγγραφό του ο κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερος Υψηλάντης ανέλαβε τη δέσμευση να την παντρευτεί όταν τελείωνε ο αγώνας.
Ο Γαλλόφιλος Ιωάννης Κωλέττης είδε με τρόμο την προοπτική ο ρωσόφιλος Υψηλάντης να παντρευτεί την μοναδική γυναίκα «επίτιμο Αρχιστράτηγο» του Αγώνα. Φρόντισε να τη διαβάλλει στον Υψηλάντη λέγοντας ότι τον απατά. Αποτέλεσμα ήταν να διαλυθεί ο αρραβώνας από τον αγαθότερο, ίσως, των αγωνιστών.
Ο Υψηλάντης πέθανε το 1832 παραμερισμένος από τους πολιτικούς της εποχής. Η Μαντώ ζούσε στο Ναύπλιο. Με ενέργειες του Κωλέττη εξορίστηκε στη Νάξο, όπου την περιέθαλψαν κάποιοι συγγενείς της. Πέθανε φτωχή και ξεχασμένη οκτώ χρόνια αργότερα!
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είναι μια άλλη μεγάλη μορφή του Αγώνα. Μόλις το 2018 της απονεμήθηκε ο τίτλος του υποναυάρχου, ενώ η ίδια στις θάλασσες είχε πάρει τον τίτλο του Ναυάρχου στη διάρκεια του αγώνα.
Έμεινε δύο φορές χήρα. Στα 17 της παντρεύτηκε τον Δημήτρη Γιάννουζα και στα 30 της, τον Δημήτρης Μπούμπουλη, από τον οποίο πήρε και το όνομα που την έκανε διάσημη (Μπουμπουλίνα).
Καπεταναίοι και οι δύο άντρες της, σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν μεγάλη περιουσία και δέκα παιδιά, τα τρία από τον πρώτο γάμο του δεύτερου άντρα της. Η ίδια ανέλαβε τις οικογενειακές υποχρεώσεις, αλλά και επιχειρήσεις. Οι συγγενείς των συζύγων της που τις ήθελαν για λογαριασμό τους προσπάθησαν με χίλιους δυο τρόπους να οικειοποιηθούντην περιουσία της. Μέχρι και στην Υψηλή Πύλη κατέφυγαν, ενώ συνήθως αυτές οι διαφορές λύνονταν από την Εκκλησία. Ευτυχώς δεν τα κατάφεραν και με την έναρξη του αγώνα η Μπουμπουλίνα διέθεσε όλα τα πλοία της στην υπηρεσία της πατρίδας. Γρήγορα τα χρήματα τελείωσαν αφού οι ανάγκες του αγώνα ήταν μεγάλες. Το 1825 τη βρίσκει στις Σπέτσες σε άσχημη οικονομική κατάσταση. Και πολιτικά την έχουν στη… γωνία. Είχε εναντιωθεί στη φυλάκιση του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Τότε ο μικρότερος γιος από την πρώτη της γάμο κλέβει και παντρεύεται κρυφά την Ευγενία Κούτση, κόρη πάμπλουτης οικογένειας του νησιού. Φτωχή πια η Μπουμπουλίνα που το οικογενειακό της όνομα ήταν Πινότση, δεν είναι και το ελκυστικότερο σόι για μια πλούσια οικογένεια που βλέπει το γάμο (και) ως εμπορική πράξη.
Το ζευγάρι καταφεύγει στο σπίτι του πρώτου συζύγου, εκεί πάει η Λασκαρίνα, αλλά και το σόι της νύφης. Στη λογομαχία που ακολούθησε κάποιος από την οικογένεια της νύφης την πυροβολεί στο μέτωπο και τη σκοτώνει. Η ηρωίδα που προσέφερε τα πάντα στον αγώνα, ακόμα και τον μεγάλο της γιο που σκοτώθηκε στην πολιορκία του Άργους («ο γιος μου σκοτώθηκε, αλλά το Άργους έπεσε» ήταν το μήνυμα που έστειλε στην κυβέρνηση), έφυγε από τη ζωή για μια οικογενειακή διαφορά!
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε παντρευτεί τα πρώτα χρόνια του αγώνα στα Γιάννινα, την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου με την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο. Στις μάχες όμως είχε μαζί του μια εκχριστιανισμένη Τουρκάλα, τη Μαριώ.
Στις μάχες μάλιστα την έντυνε αντρικά. Φιλάσθενος από τις κακουχίες τα χρόνια που ήταν αρματολός ο ήρωας είχε ανάγκη τη φροντίδα μιας γυναίκας. Κάποια στιγμή η Γκόλφω δυστρόπησε, όπως αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην «Εστία» και υποστηρίζει ότι ο αθυρόστομος Καραϊσκάκης της απάντησε: «Έγνοια σου, μουρή, έχω και για σένα, μη μου χολιάζεις…»
Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης στην οποίο οφείλει τόσα πολλά η Ελλάδα είχε την τύχη να δει τους κόπους και τις θυσίες τους να εκπληρώνονται. Πρόλαβε να δει τη χώρα για την οποία πολέμησε ελεύθερη.
Είχε μείνει χήρος νωρίς, η γυναίκα του λεγόταν Αικατερίνη Καρούσου. Πολλά χρόνια αργότερα ήταν φυλακισμένος στην Ύδρα, στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλεία από την τότε κυβέρνηση. Μια καλόγρια η Μαργαρίτα Βελισσάρη τον φρόντιζε κι όταν ο Ιμπραήμ ενέσκηψε στην Πελοπόννησο οι δεσμώτες του υποχρεώθηκαν να τον ελευθερώσουν. Η καλόγρια τον ακολούθησε κι έγινε σύντροφός του. Το 1836 κι ενώ ο οπλαρχηγός ήταν 66 χρόνων του χάρισε ένα γιο. Το βάφτισε Πάνο για να τιμήσει το γιο που σκοτώθηκε στον εμφύλιο του 1824. Την Μαργαρίτα δεν την παντρεύτηκε, αλλά την περιέλαβε στη διαθήκη του, όπως και τον Πάνο που αναγνώρισε ως γνήσιο γιο του. Δεν είχε περιουσία ο ήρωας της Επανάστασης, ένα σπίτι είχε και τα τιμημένα του όπλα που μοίρασε στους γιους του. Το σπίτι το άφησε στη Μαργαρίτα. Δυστυχώς οι όροι της διαθήκης που αφορούσαν την Μαργαρίτα και τον Πάνο δεν τηρήθηκαν. Περισσότερα, όπως και το κείμενο της διαθήκη του εδώ.
Γιατί τώρα τα γράφουμε όλα αυτά ανήμερα της γιορτής της Ελλάδας; Δεν το κάνουμε από… κουτσομπολιό. Το αντίθετο. Αν ξέρουμε όλες τις πτυχές της ζωής των ηρώων και των ηρωίδων του Αγώνα μπορούμε να τους σεβόμαστε περισσότερο. Κάποιοι από αυτούς ήταν ήρωες όχι μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά και στην ιδιωτική τους ζωή. Όσο για το επίσημο κράτος όσο ζούσαν τους έδειξε το σκληρό του πρόσωπο. Οι πολιτικοί της εποχής πλούτιζαν από την ενασχόληση τους με τον δημόσιο βίο την ίδια στιγμή που οι ήρωες πέθαιναν πάμφτωχοι και συνήθως ξεχασμένοι…