Σπάνια μια ηρωίδα σειράς ευθυμογραφημάτων αντέχει στο χρόνο. Κι όχι μόνο αυτό. Μπαίνει και στα λεξικά. Το γαλλικό όνομα Σουσού στα ελληνικά έχει περάσει ως «επίδειξη αλαζονείας, μεγαλομανίας κομπορρημοσύνης», ενώ δημιούργησε και συγγενείς λέξεις όπως «σουσουδίζω», «σουσουδισμός», «σουσοδιστικός»!
Όλα αυτά τα… μεγαλεία, φυσικά, ούτε να τα ονειρευτεί δεν μπορούσε ο Δημήτρης Ψαθάς όταν δημιουργούσε το 1939 στο περιοδικό Θησαυρός του Γιάννη Παπαγεωργίου την ηρωίδα του.
Ο Δημήτρης Ψαθάς, ο δημιουργός της, το 1940, ήταν αναγνωρίσιμος δημοσιογράφος που γνώρισε αργότερα την αγάπη του κόσμου με ότι κι αν καταπιάστηκε. Η φαντασμένη Μαντάμ Σουσού ήταν ένα από τα εισιτήρια προς την επιτυχία.
Το Πάσχα του ΄40 γράφτηκε στο Θησαυρό η Πασχαλινή Φάρσα, η αυτοτελής ιστορία που ακολουθεί και δεν έχει περιληφθεί σε κανένα από τα βιβλία με τις ιστορίες της διάσημης ηρωίδας. Είναι η εποχή που η Σουσού έχει αφήσει τη λαϊκή γειτονιά της, τον Μπύθουλα, τον σημερινό Κολωνό κι έχει εγκατασταθεί στο Κολωνάκι. Όσο για τον Άγιο Γεώργιο την εκκλησία που αναφέρεται στο κείμενο είναι υπαρκτή. Βρίσκεται στην γειτονική Ακαδημία Πλάτωνος.
Η Σουσού το 1941 για πρώτη φορά βγήκε σε βιβλίο. Η α΄ έκδοση, 4.000 αντίτυπα, όπως γράφει κι ο ίδιος ο δημιουργός της, εξαντλήθηκε μέσα σε ένα μήνα! Το 1942 έγινε θεατρικό έργο και παίχτηκε από τον θίασο Κατερίνας (Ανδρεάδη) και Αιμίλιου Βεάκη. Το 1947 επέστρεψε σε περιοδικό, αλλά στο ανταγωνιστικό Ρομάντσο.
Η καριέρα της είχε και συνέχεια, αλλά μέρες που είναι μην σας κουράζουμε με ημερομηνίες και τα σχετικά. Θα γράψουμε αναλυτικά άλλη μέρα. Προς το παρόν απολαύστε την περιπέτειά της το Πάσχα του 1940, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Το επόμενο ειρηνικό Πάσχα θα έπρεπε να περιμένει δέκα ολόκληρα χρόνια…
ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΦΑΡΣΑ
Απροσμέτρητη είναι η κακία των ανθρώπων. Απερίγραπτος είναι ο φθόνος των. Απερίγραπτη είναι η ζήλια των. Αφάνταστη είναι η κακοήθειά των. Δεν μπορούν να δουν έναν συνάνθρωπό τους να ευτυχεί. Παθαίνονται. Υποφέρουν. Λυσσούν.
Επαθαίνονταν, υπέφεραν και ελυπούντον εσχάτως πάρα πολλοί άνθρωποι με την ευτυχίαν της μαντάμ Σουσούς. Και δεν εσκέπτονταν άλλο παρά πώς να την πλήξουν. Ούτε οι άγιες αυτές ημέρες του χριστιανικού καθαρμού δεν μπόρεσαν να απομακρύνουν από την ψυχή τους την κακοποιόν διάθεσιν.
Πάσχα πλησίαζε. Και η μαντάμ Σουσού σκεπτόταν πως θα γιόρταζε καλύτερα την μεγάλη αυτή χριστιανική εορτή, όταν τρεις μέρες πριν, ένα πρωί, χτύπησε το τηλέφωνο. Έπιασε το ακουστικό με κινήσεις νωχελείς και διέστειλε τα χείλη της σ΄ ένα αριστοκρατικώς μακρόηχον:
-Αλόοοοοου!…
Μέσα από το ακουστικό αντήχησε φωνή επισήμως εγγαστρίμυθος:
-Οικία μαντάμ Σουσούς;
-Βουΐ
-Έχετε την καλοσύνη να μου δώσετε την κυρία στο τηλέφωνο;
Η κυρία Σουσού σήκωσε ψηλά το κεφάλι, μισόκλεισε τα βλέφαρα και είπε με ύφος συναρπαστικής αυταρέσκειας:
-Η ίδια κύριε!
Η εγγαστρίμυθη φωνή του τηλεφώνου επήρε τότε όλες τις αποχρώσεις απερίγραπτης ευγενείας κι σεβασμού:
-Ω μαντάμ, σεις; Είμαι πολύ ευτυχής που έχω την εξαιρετική αυτή τιμή να μιλώ μαζί σας. Εδώ Αφρικανική πρεσβεία.
Η Σουσού ξερόβηξε:
-Μπά;
-Μάλιστα
-Ο κ. πρεσβευτής αυτοπροσώπως;
-Όχι, μαντάμ. Ο κ. πρεσβευτής συμβαίνει να μην ξέρει ελληνικά και σας ζητεί μιλ παρντόν γιατί κωλύεται να έλθει αυτοπροσώπως στο τηλέφωνο. Σας μιλά ο γραμματεύς της πρεσβείας και σας διαβιβάζει την θερμήν παράκλησιν του κ. πρεσβευτού να τιμήσετε το νυκτερινό πασχαλινό τραπέζι του αν, φυσικά, δεν έχετε κλείσει τη βραδιά σας.
Η Σουσού, φυσικά δεν είχε κλείσει τη βραδιά της. Πάντως μια κυρία του καλού κόσμου πρέπει πάντα να έχει κλεισμένη τη βραδιά της και δεν επιτρέπεται ποτέ να δέχεται μια πρόσκληση σαν θεού δώρο, Ασχέτως εάν το κάλεσμα του κ. πρεσβευτού έκανε την καρδιά της Σουσούς να σκιρτήσει από ενθουσιασμό, η πολιτική επέβαλε άλλα. Εφ’ ώ και –παρ’ όλον ότι έτρεμε μήπως χάσει την απροσδόκητη ευκαιρία – έκανε τα νάζια της.
-Κυριακή είπατε;
-Μάλιστα.
-Νύκτα;
-Μάλιστα. Τη νύχτα της Αναστάσεως. Ο κ. πρεσβευτής θέλει να εορτάσει σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα φέτος τοπ Πάσχα του και εκάλεσε μερικούς φίλους της ανωτάτης αριστοκρατίας.
Η Σουσού ξερόβηξε και πάλι:
-Ναι, αλλά…
-Δεν μπορείτε, μαντάμ;
-Μα που να πρωτοπάω μον σερ; Είναι η πέμπτη πρόσκλησις που λαμβαίνω από πρεσβείες. Και ξεύρετε ένα πράγμα; Μπαρδόν, δηλαδή, που σας ομολογώ τα καθέκαστα ιδιαίτερά μου, αλλά καταλαμβάνετε, υπάρχει κίνδυνος.
-Τι κίνδυνος;
-Δεν καταλαμβαίνετε;
-Όχι, μαντάμ.
-Κουτέ!
-Κυρία μου…
-Είστε και διπλωματικός! Εάν πάνω στην μία πρεσβεία, θα παρεξηγήσει η άλλη. Διότι είναι πόλεμος, με καταλαμβάνετε και ζηλεύουν η μια εκ την άλλη πρεσβείαν. Εμβήκατε;
-Εμβήκα, μαντάμ.
-Ανόητε:
-Παρντόν, μαντάμ, αλλά…
-Σιωπή! Αυτά τα πράγματα, με καταλαμβάνετε, ένας διπλωματικός πρέπει να τα παίρνει αμέσως. Αχ! Τι να κάνω τώρα; Η θέσις μου είναι τρετρετρέζ ενσιπορδάμπλ! Αλλά… μπαρδόν! Επειδής και συμπαθώ περισσότερον από όλους την Αφρική, ένεκα που ο σύζυγός μου ήταν… αφρικανομαθής, πέστε στον κύριο πρεσβευτή ότι μάλλον, δηλαδή, σ’ εκεινού την πρεσβεία θα έλθω.
-Ω, μαντάμ, θα είμεθα ευτυχείς.
-Παρακαλώ.
-Σας ευχαριστούμε.
-Παρακαλώ.
-Ο κ. πρεσβευτής λέει, να συναντηθούν όλοι οι καλεσμένοι του στην Μητρόπολη τη νύχτα της Αναστάσεως και από κει να πάνε στην πρεσβεία.
-Τρε μπιέν.
-Έτσι;
-Τρε σικ
-Ωρεβουάρ λοιπόν, μαντάμ.
-Ορεβουαρβουαρβουάρ!
-Ο κ. πρεσβευτής θα είναι με το διπλωματικό σώμα και θα του κάνετε νόημα να σας δει, αν δεν θέλετε να εκτεθείτε στους άλλους πρεσβευτάς.
-Μάλιστα.
-Αντίο…
-Στο καλό.
Ούτε ίχνος υπόνοιας πέρασε από το μυαλό της μαντάμ Σουσούς ότι ήταν ποτέ δυνατόν το τηλεφώνημα αυτό να οφείλεται σε φαρσέρ. Το βρήκε ως το φυσικότερο των πραγμάτων να την καλεί ο πρεσβευτής της Αφρικής στο πασχαλινό του τραπέζι, μια φορά που φιλοδοξούσε να έχει ότι εκλεκτότερο στο κόσμο διαθέτει η πρωτεύουσα. Η χαρά για την πρόσκληση ήταν μόνο στην αρχή. Ύστερα συνήθισε τόσο πολύ στην ιδέα, ώστε όχι μονάχα πίστευε ότι η ίδια θα του έκανε ιδιαίτερη τιμή, αλλά σχεδόν ήταν βεβαία ότι την καλούσαν κι άλλοι πέντε πρεσβευτές. Με το πες πες πες πες το πίστεψε και η ίδια.
-Μον σερί! Βρίσκομαι σε τρομερή κατάστασις! Με αυτές τις πρεσβείες χάνει κανείς τον μβούσουλα! Είναι καταλαμβάνεις στην μέση η διπλωματία και σου τα κάνει μούσκεμα!
-Γιατί;
-Να! Με καλεί ο πρεσβευτής της Αγγλίας. Τι να κάνω; Να μην πάω; Θα του χαλάσω την καρδιά. Με καταλαμβάνετε; Να πάω; Θα ζηλέψουν οι άλλοι! Γιατί ξεύρετε πως τα παρατηρούν κάτι τέτοια αυτοί οι διπλωματικοί!
-Έχετε δίκιο, μαντάμ.
-Ευρίσκομαι εις τρομερόν αδιέξοδον! Με καταλαμβάνετε; Να μείνω πάλι πασχαλιάτικα μόνη στο σπίτι; Είμαι, βλέπετε και μαλωμένη με τον μνηστήρα μου τον βρωμίλο!
-Γιατί;
-Αυτό δεν σας ενδιαφέρει! Που λέτε ο κ. πρεσβευτής θέλει να εορτάσει το Πάσχα μαζί μου.
-Το Πάσχα;
-Βουί
-Καλά το Πάσχα των Καθολικών εορτάσθηκε προ πολλού.
-Αστείο πράγμα! Ο άνθρωπος θέλει να εορτάσει μαζί μας. Τι θα πει καθολικού; Μην τις ακούω αυτές τις σαχλαμάρες και δεν μπορώ…. Λούση! Οδήγησε την κυρία έξω!
Έτσι εφέρετο η Σουσού σε όσες της έφερναν αντίρρηση ή διετύπωναν αμφιβολίες σε ότι έλεγε. Η ευαισθησία και ο μημουαπτισμός της σ’ αυτά τα πράγματα ήταν απόλυτος.
Ετοιμάσθηκε, λοιπόν, πυρετωδώς τις τρεις αυτές ημέρες το βράδυ της Αναστάσεως επέβη της πολυτελούς της κούρσας, επήρε και τον Τότη μαζί της και ξεκίνησε.
-Τότη!
-Γάου…
-Σιωπή! Εφέτος για πρώτη φορά θα κάνωμε Πάσχα με την Αφρική. Στην Μητρόπολις. Ακούς. Πάει πλέον ο Άγιος Γεώργιος ο Τσοκαρίας του Μπύθουλα που λέει ο παπάς το Χριστός Ανέστη και τσακίζουν τ’ αυγά και τα τρώνε οι γελοίοι, οι πεινασμένοι! Πεινασμένος κόσμος που υπάρχει!
Άφησε την κούρσα της σε ένα στενό, έδεσε τον Τότη στο βολάν και κατέβηκε. Μόλις μπήκε στην είσοδο του μητροπολιτκού ναού – οι στρατιώτες της παρατάξεως υποχώρησαν με σεβασμό μπροστά στην πόζα της – έβγαλε τα φασαμέν και έριξε βλέμματα δεξιά, αριστερά. Άφησε ύστερα στο παγκάρι, ένα εκατοστάρικο
-Ορίστε, παρακαλώ
-Τι θέλετε, μαντάμ;
-Ανάφτε, για λογαριασμό μου ένα κερί των πενήντα και κρατήστε τις πενήντα μπουρμπουάρ να πάρετε ψωμί για τα παιδιά σας.
Είπε με επισημότητα στον επίτροπο που καθόταν στο παγκάρι και προχώρησε στο εσωτερικό της εκκλησίας. Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος. Οι ψάλτες έψαλλαν την αναστάσιμη ακολουθία, και οι παπάδες έλεγαν τα δικά τους. Το χριστεπώνυμο πλήρωμα σταυροκοπείτο με κατάνυξη, αλλά η Σουσού δεν πρόσεξε τίποτε απ΄ όλα αυτά. Το διπλωματικό σώμα ζητούσε. Και επειδή δεν το έβρισκε, γύρισε σε κάποιον να ζητήσει πληροφορίες.
-Μπαρδόν, κύριε!
-Παρακαλώ;
-Που στέκονται οι πρεσβευταί;
-Εκεί. Να…
-Α, μάλιστα. Με συγχωρείτε. Τους ξέρω, αλλά στεκόταν μπροστά μου αυτός ο ψηλέας, με καταλαμβάνετε και δεν τους διέκρινα. Βλέπετε τον πρεσβευτή της Αφρικής;
-Πως.
-Εκείνος με τη μύτη δεν είναι;
-Όχι ο πλαϊνός του.
-Ωραία. Μερσί κύριε.
Και η Σουσού με τον φυσικότερο τρόπο του κόσμου γύρισε τις πλάτες της στον κύριο, προχώρησε όσο μπορούσε προς το διπλωματικό σώμα και με χαριτωμένη χειρονομία άρχισε να κουνά τα φασαμέν της προς τον Αφρικανό πρεσβευτή. Αυτό επανελήφθη δύο – τρεις φορές. Ο άνθρωπος δεν πρόσεχε. Οι άλλοι όμως, εκείνοι που ήταν ολόγυρά της – και ενοχλούντο – την πρόσεξαν κι απόρησαν. Μερικοί άρχισαν να μουρμουρίζουν. Η Σουσού δεν έδινε πεντάρα. Επειδή ο πρεσβευτής δεν την πρόσεχε, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, ύψωσε ακόμα περισσότερο το χέρι και κούνησε ακόμα χαρακτηριστικότερα τα φασαμέν.
-Σας παρακαλώ, κυρία μου, της είπε κάποιος, επί τέλους τι κάνετε;
-Τίποτις!
-Ποιόν θέλετε;
-Τον κ. πρεσβευτή της Αφρικής. Μην κάνετε, σας παρακαλώ φασαρία και με πάρουν χαμπάρι οι άλλοι. Υπάρχει λόγος!
Μερικοί γέλασαν. Άλλοι θύμωσαν. Έγινε φασαρία. Ήρθε ένας επίτροπος. Εντάθηκε η φασαρία. Ήρθε ένας αστυφύλακας και με τρόπο υπέδειξε στη μαντάμ Σουσού να βγει έξω από την εκκλησία. Η Σουσού έγινε μπαρούτι. Βγήκε έξαλλη. Και έπιασε, εκεί στην πόρτα έναν αξιωματικό της αστυνομίας και του είπε:
-Να ειπήτε στον κ. πρεσβευτή ότι είναι βλαξ! Και όταν καλεί καθώς πρέπει κόσμο στην πρεσβεία του να κοιτάει και μια σταλιά ολόγυρα. Με καταλάμβάνετε; Πείτε του κι εκείνος θα καταλάβει περί τίνος πρόκειται.
Πήδησε στην κούρσα της και έφυγε ενώ οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα. Μόνη πέρασε το Πάσχα. Δίχως «δεξίωσις», δίχως πρεσβεία, δίχως μνηστήρα, δίχως μαγειρίτσα. Αλλά ήταν ευχαριστημένη.
-Δεν ευχαριστιέμαι τίποτις άλλο που θα στεναχωρηθεί ο κ. πρεσβευτής που δεν επήγαν! Αλλά να μάθει άλλη φορά ο παληοσαχλέας!.