O Ρικάρντο Κλέμεντ ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, ευγενής, συγκαταβατικός που το 1960 ζούσε με τη σύζυγό του στο Μπουένος Αϊρες. Είχε επαγγελματικές ατυχίες, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Τελευταία δουλειά του στο εργοστάσιο της «Μερσέντες». Είχε να θρέψει και τέσσερα παιδιά, Το τελευταίο είχε γεννηθεί εκεί πριν πέντε χρόνια…
Αυτόν τον άνθρωπο είχαν βάλει στο μάτι οι ισραηλινοί πράκτορες. Το 1959 ένας Εβραίος επιχειρηματίας μεταφέρει την πληροφορία ότι σε ένα από τα συχνά ταξίδια του στη Νότια Αμερική έμαθε ότι η σύζυγος του φοβερού και τρομερού διώκτη των συμπατριωτών τους, η σύζυγος του ανθρώπου που οργάνωσε την εξόντωση τεσσάρων εκατομμυρίων, τουλάχιστον ανθρώπων, του Άντολφ Άιχμαν, είχε ξαναπαντρευτεί στο Μπουένος Άιρες κάποιον Ρικάρντο Κλέμεντ. Πίστεψαν ότι ακολουθώντας τα βήματα της τέως συζύγου θα έφθαναν σε αυτόν που αναζητούσαν από το 1945, δηλαδή για 14 ολόκληρα χρόνια.
Έξι Εβραίοι εθελοντές, κάτοικοι τους Μπουένος Αϊρες παρακολουθούν την οικογένεια Κλέμεντ. Με τον καιρό βεβαιώνονται ότι ο κύριος Κλέμεντ είναι ο Άιχμαν, αλλά δεν έχουν αποδείξεις.
Ξαφνικά όλο το σχέδιο καταρρέει. Η οικογένεια Κλέμεντ μετακομίζει σε ένα προάστιο, στο Σαν Φερνάντο. Η περιοχή είναι ερημική και η παρακολούθηση δύσκολη. Νοικιάζουν ένα δωμάτιο που βλέπει στο σπίτι, αλλά απέχει 400 μέτρα! Οι μέρες περνούν, ο κύριος Κλέμεντ ακολουθεί με ευλάβεια το καθημερινό του πρόγραμμα μέχρι τις 21 Μαρτίου 1960. Εκείνη τη μέρα επιστρέφει από τη δουλειά με ένα μπουκέτο λουλούδια. Οι πράκτορες ανοίγουν σαμπάνια και τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Η απόδειξη υπάρχει!
Τι είχε συμβεί; Ο Αϊχμαν είχε παντρευτεί στις 21 Μαρτίου 1935 τη Βέρα Λίμπε. Τα λουλούδια ήταν για την 25η επέτειο των γάμων τους!
Ποιος ήταν; Γιατί είχε πιάσει τόση… πρεμούρα τους Ισραηλινούς να τον εντοπίσουν;
Η οικογένεια του ήταν ευκατάστατη. Μια τυπική προτεσταντική οικογένεια στην Κολωνία. Μεγάλωσε χωρίς μητέρα, είχε πεθάνει όταν ήταν μικρός. Τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα ήταν αποτυχημένα. Δεν κατάφερε να σπουδάσει μηχανικός, απέτυχε στις εξετάσεις, έγινε περιοδεύων αντιπρόσωπος μιας θυγατρικής της αμερικανικής Στάνταρ Όιλ, απολύθηκε έξι χρόνια μετά και το 1926 μέσω του φίλου του Ερνστ Καλτενμπρούννερ που εκτελέστηκε ως εγκληματίας πολέμου το 1945, εντάχθηκε στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Ήταν ομαδάρχης στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου, δεν του άρεσε η δουλειά και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην Ασφάλεια με ειδικότητα τις πληροφορίες για τους Τέκτονες. Από εκεί πήρε μετάθεση για τις εβραϊκές υποθέσεις. Κι έκανε… καριέρα.
Έμαθε τηΝν εβραϊκή γλώσσα, ακόμα και τις διαλέκτους και σιγά σιγά αυτός ο μέχρι τότε φοβισμένος και αποτυχημένος επαγγελματικά ανθρωπάκος φθάνει, σε λίγα χρόνια, να χειρίζεται τις υποθέσεις της «Τελικής Λύσης» του σχεδίου εξόντωσης των Εβραίων το 1942.
Δική του ιδέα ήταν να αφαιρούνται από τους κρατούμενους όλα τα αντικείμενα που μπορούσαν να αξιοποιηθούν οικονομικά. Από τα χρυσά δόντια και τις βέρες μέχρι τα μαλλιά των γυναικών!
Το Αύγουστο του 1944 ενημερώνει τον αρχηγό του Χίμλερ ότι κατόπιν ενεργειών του έχουν εξοντωθεί 4 εκ. Εβραίοι! Ακόμα κι όταν έρχεται διαταγή να περιοριστούν οι εξοντώσεις, αυτός συνεχίζει με το ίδιο πάθος.
Καταφέρνει μέσω μιας οργάνωσης που φυγαδεύει Ναζί στη Νότια Αμερική να διαφύγει με ψεύτικο όνομα στην Αργεντινή. Αντί να συναντήσει κάποιον από τους Γερμανούς βιομηχάνους συνεργάτες των Ναζί που είχαν καταφύγει εκεί να τον βοηθήσουν επαγγελματικά και οικονομικά, κρατά χαμηλό προφίλ. Ανοίγει ένα καθαριστήριο, το… ρίχνει στα βράχια, κάνει διάφορες δουλειές και το 1952 καλεί τη γυναίκα και τα παιδιά του να έρθουν κοντά του.
Οι Ισραηλινοί κινούν Γη και ουρανό να τον ανακαλύψουν. Ο μετέπειτα πρωθυπουργός Μπεν Γκουριόν, το 1945. ήταν πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Εβραϊκού Πρακτορείου, μιας οργάνωσης που στόχο είχε να ανακαλύψει τους δολοφόνους των Εβραίων στη διάρκεια του πολέμου. Έστειλε πράκτορες σε όλη την Ευρώπη. Ένας από αυτούς «χρεώνεται» την ανακάλυψη του Άιχμαν. Πάει στην Αυστρία. Διαβάζει τα πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης και στέκεται στο όνομα του Ντέντερ Βισλισένι, συνεργάτη του Άιχμαν που κατηγορήθηκε για ωμότητες στη Σλοβακία. Τον βρίσκει στις φυλακές της Μπρατισλάβα. Εκείνος, για να ελαφρύνει τη θέση του λέει όσα ξέρει. Του μιλά για κάποια Μαρία Μαζενμπάχερ, διαζευγμένη κι ερωμένη του Άιχμαν που ζει στο Ντόπελ.
Ένας συνεργάτης του, ο Μάνος Ντίαμαντ, την εντοπίζει στο Ούρφαρ και της παρουσιάζεται ως Ολλανδός που θέλει να φύγει από τη χώρα επειδή είχε συνεργαστεί με τους Ναζί και ήταν φίλος του Άιχμαν, ο οποίος του είχε μιλήσει πολλές φορές για αυτήν. Του δείχνει ένα άλμπουμ. Στέκεται σε μια φωτογραφία και του λέει: «Τι ωραίος που είναι ο Αδόλφος μου..».
Λίγες μέρες αργότερα πράκτορες που υποδύονται τους αστυνομικούς κάνουν έρευνα στο σπίτι της μετά από δήθεν καταγγελία για πλαστά δελτία τροφίμων. Ένας από τους αυτούς αποσπά, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, τη φωτογραφία.
Η κίνηση ήταν καθοριστική. Ο Άιχμαν αντιπαθούσε τη δημοσιότητα. Προτιμούσε να μένει στο… σκοτάδι. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες του κι η έρευνα έπρεπε από κάπου να αρχίσει.
Επόμενη στάση του Ντιαμάντ το Αλτ Αουσζέε που μένει η σύζυγος . Την συναντά, αλλά δεν αποσπά κάποια πληροφορία.
Η έρευνα έχει βαλτώσει, αλλά συνεχίζεται. Το 1952 η σύζυγος του Άιχμαν και οι τρεις γιοι της εξαφανίζονται. Η υπόθεση παίρνει νέα τροπή. Στο… κυνήγι μπαίνουν και οι εφημερίδες που τον «ανακαλύπτουν» πότε στην Αίγυπτο, πότε στο Κουβέιτ.
Επιστροφή στο Μπουένος Άιρες. Οι Ισραηλινοί πράκτορες τον βρήκαν, αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι πως θα τον βγάλουν από τη χώρα. Οι αρχές αποκλείεται να τον εκδώσουν στο Ισραήλ.
Είναι 6.30 το απόγευμα της 11ης Μαΐου 1960 στο Σαν Φερνάντο. Ένα λεωφορείο σταματά και κατεβαίνει μόνο ένας επιβάτης. Ναι, είναι ο Άιχμαν. Κατευθύνεται στο σπίτι του. Λίγο πιο πέρα ένα ΙΧ έχει χαλάσει. Ο οδηγός έχει ανοίξει το καπό. Ένας ακόμα τον περιμένει, προφανώς να διορθώσει τη βλάβη. Σκοτεινιάζει. Ο Άιχμαν βάζει το χέρι στην τσέπη για να βρει το φακό του όταν ένας άγνωστος τον ακινητοποιεί. Αστραπιαία τον οδηγεί στο «χαλασμένο» αυτοκίνητο. Τον οδηγούν σε ένα δωμάτιο τριάντα χιλιόμετρα μακριά. Τον ψάχνουν για να δουν μήπως έχει κάποια αμπούλα με δηλητήριο.
-Είμαι ο Αδόλφος Άιχμαν, τους λέει
Μένει λίγες μέρες κρατούμενος και στις 21 Μαΐου αφού του δίνουν ισχυρή δόση υπνωτικού οδηγείται στο Ισραήλ με εμπορική πτήση των κρατικών αερογραμμών της χώρας.
Δύο μέρες αργότερα, στις 23 Μαΐου, ο πρωθυπουργός της χώρας, ο Μπεν Γκουριόν, στις 4 το απόγευμα δηλώνει στη Βουλή της χώρας ότι ο Άιχμαν έχει συλληφθεί και θα δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.
Ξεσπά διπλωματικός πόλεμος με την Αργεντινή. Το θέμα φθάνει στον ΟΗΕ που διαλέγει τη μέση λύση. Ζητά να γίνει «δίκαιη δίκη».
Στις 15 Δεκεμβρίου 1961 ανακοινώθηκε η ποινή θάνατος με απαγχονισμό. Στις 29 Μαΐου 1962 η ποινή επικυρώθηκε και από το Εφετείο.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 31ης Μαΐου 1962 η ποινή εκτελέστηκε. Ήταν 56 χρόνων. Μετά την αποτέφρωση οι στάχτες σκορπίστηκαν στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου για να μην έχουν τη δυνατότητα τυχόν θαυμαστές του να δημιουργήσουν κάποιο μνημείο με αυτές.