Εκείνη την έλεγαν Αμίρα, ήταν πριγκίπισσα του Ιράκ, εκείνον Τάσο Χαραλάμπους κι ήταν γκαρσόνι στη Ρόδο. Η ιστορία του θα μπορούσε είναι ένα ρομάντζο που θα συγκινούσε όσες τρυφερές καρδιές απέμειναν στην εποχή μας. Θα μπορούσε να είναι και το επόμενο «Άρλεκιν» ή «Νόρα», ακόμα και παραμύθι από τις «χίλιες και μία νύχτες».
Μόνο που παραμονές ενός παγκόσμιου πολέμου, ακόμα κι ένα ρομάντζο δύο νέων ανθρώπων αποκτά πολιτική διάσταση.
Κατ΄αρχήν υπήρχαν οι Άγγλοι που το 1930… μυρίστηκαν ότι το πετρέλαιο ήταν το χρυσάφι της νέας εποχής και δημιούργησαν το Ιράκ. Χαμένοι οι Τούρκοι που είχαν νωρίτερα την περιοχή. Η χώρα ήθελε έναν Βασιλιά και διάλεξαν τον πιο πιστό τους φύλαρχο, τον ονόμασαν Φεϊζάλ Α’.
Ο νέος βασιλιάς πριν φορέσει το στέμα είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Η κατά το βασικό πρωτόκολλο μόνο ένα. Τα άλλα ήταν κόρες! Το 1905 είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη η Αμίρα Αζα, ακολούθησε η Ραζίχ, η Ραϊφά κι επιτέλους, το 1912, ήρθε ο γιος, ο Χάτζι μπιν Φεϊζάλ (μπιν Φεϊζάλ σημαίνει γιός του Φεϊζάλ) που ανέβηκε στο θρόνο το 1933 με το όνομα Χάτζι ο Α’.
Τι έπαθε ο Φεϊζάλ ο Α’; Κανείς δεν θα το μάθει ποτέ. Πήγε στην Ελβετία για να κάνει τσεκ απ και… πέθανε. Κάποιοι μίλησαν για δηλητηρίαση. Αν ο θάνατός του ήταν αφύσικος δεν θα βρούμε ποτέ κανένα επίσημο έγγραφο. Μόνο πιθανολογούμε από αυτούς που είχαν συμφέρον να τον βγάλουν από τη μέση. Μόλις συνέβη το μοιραίο φρόντισαν να τον βαλσαμώσουν. Άρα αποκλείστηκε κάθε περίπτωση να γίνει νεκροψία. Λέγεται ότι ήθελε λιγότερη εξάρτηση από τους Άγγλους και μεγαλύτερο μερίδιο από τα πετρέλαια της χώρας του. Με κάτι τέτοια αν είσαι και Βασιλιάς, μπορεί να πάθεις έμφραγμα στα 48 χρόνια σου.
Η πριγκίπισσα Αμίρα, η πρωτότοκη, πήρε τον τίτλο της «Κυρίας της Βασσόρας, της Μουσούλης και της Βαγδάτης» και κατάλαβε νωρίς όσο πιο βαρύγδουπος είναι ο τίτλος, τόσο λιγότερα μπορείς να κάνεις. Τόριξε στα ταξίδια περιμένοντας να της βρουν γαμπρό από κάποιο γειτονικό κράτος για να «συσφίξουμε τις σχέσεις φιλίας» στην περιοχή που και τότε ήταν ταραγμένη.
Σε ένα από τα ταξίδια της επισκέφθηκε τη Ρόδο. Τα Δωδεκάνησα, τότε, ήταν υπό Ιταλική κατοχή. Κατέλυσε στο «Ξενοδοχείο των Ρόδων» κι εκεί γνώρισε ένα γοητευτικό γκαρσόνι. Του έδωσε φιλοδώρημα 200 λιρέτες, αυτός, δεν το πήρε, τσαντίστηκε, κατά βάθος της άρεσε, ήξερε κι αραβικά ο αυθάδης νεαρός και δεν άργησε να γίνει το «κονέ».
Βρισκόμαστε ακόμα στη ροζ περίοδο. Η μαύρη αργεί…
Μαζί ήταν κι η αδελφή της Ραζί που άρχισε να υποψιάζεται ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά με τον ωραίο Έλληνα που είναι καλός για μια βραδιά, αλλά να μη γίνει και… τσιμπούρι.
Οι δύο πριγκίπισσες επέστρεψαν στη Βαγδάτη και λίγους μήνες αργότερα η Αμίρα επικαλέστηκε ασθένεια. Ήθελε να ταξιδέψει και πάλι στο εξωτερικό. Προορισμός αυτή τη φορά ήταν η Αθήνα, μαζί η αδελφή της, ο ιδιαίτερος γραμματέας, ένας καθολικός Ιρανός και τρεις υπηρέτες.
Εδώ συνάντησε τον κατά έξι χρόνια νεότερό της Έλληνα. Αποφάσισαν να κλεφτούν. Αφήνει ένα γράμμα στην αδελφή της. Εκείνη μόλις το διάβασε πήγε στην Αγγλική πρεσβεία για να πάρει οδηγίες. Την συμβουλεύουν να καταγγείλει ληστεία επειδή είχε πάρει μαζί της κοσμήματα και μετρητά. Μια σύλληψη θα ματαίωνε το γάμο.
Γίνεται καταγγελία στον εισαγγελέα Δελμούζο, αλλά τα γεγονότα τρέχουν. Η ερωτευμένη πριγκίπισσα έχει ήδη βαπτιστεί Χριστιανή ορθόδοξη, έχει πάρει το όνομα Αναστασία για να γιορτάζει ίδια μέρα με τον αγαπημένο της. Στις 27 Μαΐου παντρεύεται με νονό και κουμπάρο τον γιατρό Καράκαλο συγγενή του γαμπρού.
Τα γεγονότα μπλέκουν. Οι Άγγλοι ουσιαστικά έχουν υπό την προστασία τους το Ιράκ και τα πετρέλαια του. Η πριγκίπισσα έγινε Χριστιανή ορθόδοξη, παντρεύτηκε στην Ελλάδα, αλλά ο γαμπρός έχει την ιταλική υπηκοότητα αφού η πατρίδα του είναι αποικία της χώρας αυτής κι ο Μουσολίνι καλοβλέπει την περίπτωση να παίξει κάποιο ρόλο στην περιοχή.
Το ρομάντζο αρχίζει να γίνεται θρίλερ και μάλιστα πολιτικό.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε πολιτική κρίση, σε δύο μήνες ο πρωθυπουργός Μεταξάς θα κηρύξει δικτατορία και αδυνατεί να διαχειριστεί την υπόθεση. Έρχεται κι ένας καθηγητής της Παντείου (Διοβουνιώτης) που αποφαίνεται για την εγκυρότητα του γάμου!
Μόλις έγινε γνωστός ο γάμος το ξενοδοχείο «Ατλάντικ» στην οδό Σταδίου, όπου κατέφυγε το ζεύγος των νεόνυμφων, πολιορκείται από δημοσιογράφους, κατασκόπους και διπλωματικούς υπαλλήλους. Όλοι θέλουν μια συνάντηση με την πριγκίπισσα ή έστω τον άντρα της. Ο κουμπάρος του ζεύγους γιατρός Καράκαλος τους απογοητεύει:
«Δεν μπορώ να αποσπάσω τον έναν από την αγκαλιά του άλλου» δηλώνει δίνοντας «πρώτο θέμα» στις εφημερίδες… Εκεί βρίσκεται και ο Τούρκος πρόξενος ως απεσταλμένος του βασιλιά του Ιράκ. Άλλωστε η πριγκίπισσα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Μάταιος κόπος.
Το απόγευμα της Πέμπτης 28 Μαΐου μια μέρα μετά τον γάμο τ ζεύγος δέχεται τους δημοσιογράφους στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Διώχνουν τους φωτογράφους.
Ο ρεπόρτερ της εφημερίδας «Ακρόπολις» δίνει παραστατική περιγραφή:
«Είναι ωραιότερος από ότι αι πρώται πληροφορίαι τον έφεραν. Υψηλός, μάλλον, καλοδεμένεος, σχεδόν στρογγυλοπρόσωπος. Έχει μάτι μαύρα και ζωηρότατα εκφραστικά. Ολίγα μαύρα μαλλιά με χωρίστρα αριστερά του πλαισιώνουν το ευρύ μέτωπον. Είνε μοντέρνα ξυρισμένος, δίχως δηλαδή μουστάκι, αλλ’ η όλη του παράστασις είνε παράστασις καθαραόαιμου ρωμηού. Περπατά επίσης και φέρεται ρωμέικα, καμαρωτά και λεβέντικα… Είναι ο τύπος που αρέσει γενικώτερον εις τα σημερινάς απογόνους της Εύας και υπό την προϋπόθεσιν αυτήν η θερμή και κάπως κακόσχημη Αλζά δεν βγαίνει πολύ ζημιωμένη».
Ο Τάσος όπως τον αποκαλεί η αγαπημένη του εξηγεί τα του ειδυλλίου που κατέληξε σε γάμο:
«Γνωριστήκαμε πέρσι στη Ρόδο και αγαπηθήκαμε αμέσως. Από τότε σχεδιάζαμε να παντρευτούμε. Είχαμε δώσει ραντεβού για την γάμο στην Αθήνα. Πήγα στη Βαγδάτη να τη συναντήσω, δεν τα κατάφερα, αλλά βρήκα τρόπο να επικοινωνήσω μαζί της».
Στις 29 του μήνα, ημέρα Παρασκευή το ζευγάρι αναχώρησε για τα Ρόδο από το Μεγάλο Πεύκο με ιταλικό υδροπλάνο.
Κάπου εδώ τελειώνει το «Άρλεκιν» κι αρχίζει η αληθινή ζωή. Ο γαμπρός ήθελε να ζήσουν στην Κύπρο που βρισκόταν υπό Αγγλική κατοχή. Δεν τα κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια παραμονής. Αποφάσισαν να ζήσουν στην Ιταλία. Άρχισαν οι καυγάδες. Τα κοσμήμαα τςης πριγκίπισας πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές για να ζήσει το ζευγάρι.
Το τέλος των χρημάτων φέρνει και το τέλος της αγάπης. Χωρίζουν το 1939. Ο Τάσος φεύγει για το Λονδίνο. Η πριγκίπισσα μένει στη Ρώμη. Η κυβέρνηση Μουσολίνι της «κόβει» ένα επίδομα 200 λιρών. Με το τέλος του πολέμου κόβεται το επίδομα. Δεν είναι πια φτωχή, αλλά πάμφτωχη. Ζει από την ελεημοσύνη λίγων Αράβων που βρίσκονται εκεί. Πάει στο Λονδίνο όταν ο βασιλιάς ανιψιός της επισκέπτεται την Αγγλική πρωτεύουσα. Δεν καταφέρνει να τον συναντήσει, αλλά μέλος της ακολουθίας του μεταφέρει την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, της δίνει ένα επίδομα και τη στέλνει στην Ιερουσαλήμ. Από εκεί καταφεύγει στο Αμάν, αφού στο μεταξύ έχει δημιουργηθεί το κράτος του Ισραήλ. Ο Βασιλιάς της Ιορδανίας είναι ξάδελφος της. Αργότερα προσβάλλεται από καρκίνο. Τη στέλνουν στο Λονδίνο όπου πεθαίνει το 1960. Ήταν 55 χρόνων.
Άτυχη, αλλά σαφώς πιο τυχερή από τους υπόλοιπους της οικογένειας. Εκτός από τον πατέρα της που πέθανε μυστηριωδώς στην Ελβετία, ο αδελφός της σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1939 κι ενώ είχε αρχίσει να συζητά με τον Χίτλερ πιθανότητες συνεργασίας. Τον διαδέχτηκε ο ανήλικος (μόλις 4 χρόνων) γιος του με το όνομα Φεϊζάλ Β’ που έμεινε πιστός στους Βρετανούς. Εκτελέστηκε με την οικογένειά του στα 23 του χρόνια, στο πραξικόπημα του 1958 που ανέτρεψε τη δυναστεία.
Κι ο ωραίος Τάσος τι απέγινε; Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Από το ρομάντζο του 1936 μεσολάβησαν τόσα πολλά που κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί του. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι συνέχισε να ζει στη Ρόδο και μάλιστα απέκτησε και οικονομική άνεση δουλεύοντας στον τουρισμό…