Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης στις αρχές της δεκαετίας του ’60 απενοχοποίησαν το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι. Το σύστησαν στο ευρύ κοινό και το έβαλαν στα… σαλόνια. Με το μπουζούκι ο Μάνος έφθασε στο Όσκαρ μουσικής με τα Παιδιά του Πειραιά!
Οι δυο τους βρήκαν τα κλειδιά που άνοιξαν το «μαγικό κουτί» της μουσικής μας παράδοσης, από αυτό ξεπήδησαν οι μελωδίες που όλοι αγαπήσαμε…
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 μια παρέα παιδιών άνοιξε ένα άλλο κουτί. Ποδοσφαιρικό. Όχι μόνο απενοχοποίησε το άθλημα, αλλά μας το σύστησε κάνοντας, ελέω τηλεόρασης, όλη την Ελλάδα να το αγαπήσει.
Πάμε λίγο πίσω. Για χρόνια η συμπεριφορά της κοινωνίας απέναντι στο ποδόσφαιρο ήταν όμοια προς το ρεμπέτικο ή το λαϊκό τραγούδι. Το θεωρούσαν… παρακμιακό. Οι ποδοσφαιριστές ήταν κάτι σαν τους… ρεμπέτες. Οι «καθώς πρέπει» τους αντιμετώπιζαν με αδιαφορία – στην καλύτερη περίπτωση – απαξιωτικά τις περισσότερες φορές. Οι γυμνασιάρχες, όσοι από τους μαθητές «κλωτσούσαν το τόπι», τους τάραζαν στις αποβολές ή τους άφηναν στην ίδια τάξη! Ακόμα και οι Αθλητικοί Συντάκτες έπρεπε να προσπαθήσουν περισσότερο από τους άλλους συναδέλφους τους για να μπουν στο επαγγελματικό τους σωματείο!
Ο Παναθηναϊκός με την πορεία του προς τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών έκανε όλη την Ελλάδα να δει με… άλλο μάτι το ποδόσφαιρο, αλλά και τους ποδοσφαιριστές. Τώρα πια δεν ήταν οι «αλήτες» που κινδύνευαν με αποβολή. Ο Καμάρας σπούδαζε νομικά, ο Σούρπης ετοιμαζόταν να γίνει γιατρός, από κοντά και οι άλλοι ποδοσφαιριστές που έφερναν έναν άλλο αέρα.
Η τηλεόραση, τότε, έκανε τα πρώτα της βήματα. Το καλοκαίρι του 1970 είχε δώσει σάρκα και οστά στα «ιερά τέρατα» του ποδοσφαίρου. Οι μεταδόσεις του Μουντιάλ από το Μεξικό έκαναν θραύση. Για πρώτη φορά οι φίλαθλοι έβλεπαν «ζωνταντούς» τους ανθρώπους που είχαν αγαπήσει μέσα από τα «ξύλινα γράμματα» των αθλητικών εφημερίδων. Ο Πελέ, ο Μπόμπι Μουρ, ο Ζαϊρζίνιο, ο Μπεκενμπάουερ, ο Μπονισένια, ο Ριβέρα και τόσοι άλλοι ξετύλιγαν στις μικρές ασπρόμαυρες οθόνες το ταλέντο τους. Οι «ήρωες» και οι «λέοντες» των τίτλων των αθλητικών εφημερίδων ήταν άνθρωποι με ταλέντο, χαρισματικοί, που γελούσαν, έκλαιγαν και φυσικά έβαζαν γκολ. Αυτές ήταν οι βάσεις…
Λίγους μήνες μετά, άρχισε και η πορεία του Παναθηναϊκού για το… θαύμα. «Σεμνά και ταπεινά», όπως θάλεγαν παλαιότερα. Τα ματς με τη Ζενές Ές δεν μεταδόθηκαν τηλεοπτικά. Το επόμενο με τη Σλόβαν όμως το φιλοξένησε η ΕΡΤ που τότε λεγόταν ΕΙΡΤ. Οι άλλες ελληνικές ομάδες είχαν αποχαιρετήσει από τον α’ γύρο, κι εκείνο το 3-0 επί των Σλοβάκων που αποτελούσαν μέρος της Τσεχοσλοβακίας δημιούργησε αίσθηση. Ο πρώτος πυρήνας είχε δημιουργηθεί. Στο ρεβάνς από τη μακρινή, για τα μέτρα της εποχής, Μπρατισλάβα πολλοί στήθηκαν έξω από τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών που άφηναν τις τηλεοράσεις ανοιχτές για να δελεάσουν τον κόσμο! Η ύπαρξη τηλεοπτικής συσκευής σε κάποιοι σπίτι ήταν πολυτέλεια.
Η έκρηξη ήρθε με στον αγώνα του Λίβερπουλ με αντίπαλο την Έβερτον. Είχε όλα τα στοιχεία που «μιλούσαν στην καρδιά» του μέσου τηλεθεατή, του μέσου πολίτη. Ο Παναθηναϊκός προηγήθηκε, δέχτηκε γκολ στα… τελειώματα με φάουλ στον Οικονομόπουλο. Η ιστορία θύμιζε σε πολλά τα «ηρωικά κατορθώματα» των μυθιστορημάτων που φιλοξενούσαν το «Ρομάντσο» και ο «Θησαυρός», τα λαϊκά περιοδικά της εποχής που έμπαιναν σε κάθε σπίτι. Οι ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού στις γυναικείες καρδιές είχαν κάτι από το φιλότιμο και το πείσμα του Νίκου Ξανθόπουλου που τις έκανε να… βαλαντώνουν στο κλάμα στα θερινά τα σινεμά.
Το μαγικό κουτί είχε ανοίξει για τα καλά. Κι ο Φέρεντς Πούσκας με τους ποδοσφαιριστές τους κρατούσαν τα κλειδιά!
Οι πολιτικές εφημερίδες της εποχής μπορεί να είχαν διπλάσια επιφάνεια (και βάλε…) από τις σημερινές, αλλά δεν…χαλάλιζαν σπιθαμή στην πρώτη τους σελίδα για να προβάλλουν μια αθλητική επιτυχία. Τα τείχη γκρεμίστηκαν. Θέλοντας και μη άρχισαν να καταγράφουν τη πορεία αυτών των παιδιών που οι αναγνώστες τους τα γνώριζαν με τα μικρά τους ονόματα.
Ωραίο παιδί αυτός ο Κώστας (Ελευθεράκης) έλεγε η γιαγιά
Ο Μίμαρος είναι όλα τα λεφτά, ο «στρατηγός», απαντούσε ο γιος
Εμένα μου αρέσει ο Αντώνης που βάζει και γκολ, συμπλήρωνε η σύζυγος
Ο Καμάρας και ο Σούρπης είναι επιστήμονες, διαπίστωνε ο παππούς. Μπράβο στα παιδιά. Να τα χαίρονται οι γονείς τους…
Οι διανοούμενοι της εποχής διχάστηκαν. Άλλοι το θεώρησαν μόδα, όπως η μίνι φούστα που είχε επιβληθεί, κι άλλοι το αγκάλιασαν, προσπάθησαν να εξηγήσουν την επιρροή του στην κοινωνία.
Υπήρχαν και οι…έξυπνοι. Αυτοί που προσπάθησαν να πάρουν λίγη από τη λάμψη της πορείας του Παναθηναϊκού. Δικτατορία είχε η Ελλάδα κι ο πανίσχυρος ΓΓΑ Κώστας Ασλανίδης θεώρησε… καθήκον του να καπηλευθεί την πορεία αυτή. Μάταιος κόπος. Ούτε ο Φράνκο καρπώθηκε στην Ισπανία τις επιτυχίες της Ρεάλ του Πούσκας και του Ντι Στέφανο, ούτε ο Βιντέλα στην Αργεντινή την κατάκτηση του Μουντιάλ, ούτε ο οποιοσδήποτε αντιδημοφιλής στρατηγός, συνταγματάρχης ή λοχαγός δεν έγινε συμπαθής με τέτοια τρικ.
Όλοι αυτοί δεν είχαν καταλάβει ότι οι αθλητικές επιτυχίες ανήκουν στους ίδιους τους αθλητές κι όχι στους κυβερνώντες. Από τότε πόσοι και πόσοι υπουργοί και λοιποί παρατρεχάμενοι, ακόμα και δημοκρατικά εκλεγμένοι, δεν φωτογραφήθηκαν δίπλα στους αθλητικούς ήρωες; Κανείς δεν τους θυμάται. Είναι όπως οι φωτογραφίες από εφήμερες σχέσεις. Κόβεις αυτόν (ή αυτήν) που χαμογελά δίπλα σου και κρατάς την υπόλοιπη. Όταν έχει ξεγραφτεί από το μυαλό σου δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει έστω και φωτογραφικά.
Στην παρέα του Γουέμπλεϊ χρωστάμε όλοι. Όσοι το ζήσαμε και όσοι ακούσαμε την ηχώ της. Της χρωστάμε το γεγονός ότι μπορούμε ελεύθερα να πούμε ότι «μας αρέσει το ποδόσφαιρο» χωρίς να έχουμε τύψεις, χωρίς να σοκάρουμε τους γύρω μας. Όχι μόνο απενοχοποίησαν το άθλημα, αλλά το καθιέρωσαν στη συνείδηση του κόσμου!
Το μαγικό κουτί είχε ανοίξει και μας προσέφερε απλόχερα όχι είχε κρυμμένο. Την αγωνία, τη μαγεία, το απρόβλεπτο…
Πενηνταένα χρόνια μετά οφείλουμε ένα ευχαριστώ σε αυτούς τους ανθρώπους. Και το οφείλουμε τώρα που τους έχουμε κοντά μας, τους περισσότερους. Χωρίς να το ξέρουν ξεπέρασαν τα όρια. Έγιναν οι πιονέρος που μας οδήγησαν στον… παράδεισο που λέγεται ποδόσφαιρο…