Ο Χαρίλαος Τρικούπης μέχρι το 1874 ήταν απλά ένας συμπαθής σε πολλούς πολιτικός. Η άρνηση της Πύλης, το 1871, να τον δεχτεί ως πρεσβευτή της Ελλάδος είχε προκαλέσει τη συμπάθεια του κόσμου, αλλά δεν τον είχε κάνει ηγέτη. Αρκούσαν δύο χιλιάδες και κάτι λέξεις για να συμβεί αυτό σε μια δισεβδομαδιαία εφημερίδα, τους Καιρούς.
Στις 29 Ιουνίου 1874 δημοσιεύθηκε το άρθρο, έξι μόλις μέρες μετά τις εκλογές βίας και νοθείας της κυβέρνησης Βούλγαρη κι από την επομένη η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση έδειξε να κλονίζεται.
Το άρθρο Τις πταίει ήταν ένα μανιφέστο για την κακοδαιμονία του πολιτικού συστήματος της εποχής. Κι ενώ το Παλάτι, στο οποίο καταλογιζόντουσαν ευθύνες για την πολιτική κατάσταση σιώπησε, η κυβέρνηση, αποφάσισε να εκδικηθεί την εφημερίδα. Το άρθρο ήταν ανυπόγραφο και διατάχτηκε η σύλληψη του εκδότη της Πέτρου Κανελλίδη, φίλου του Τρικούπη.
Διαβάζοντας το επίμαχο φύλλο διαπιστώνουμε ένα τρικ στην πρώτη σελίδα.
Η καταχώρηση επάνω αριστερά, πριν το άρθρο αναφέρει ότι ο Κανελλίδης για λόγους υγείας αναχώρησε στο εξωτερικό, προφανώς για να αποφύγει τις δικαστικές περιπέτειες.
Δεν χρειάστηκε όμως αυτό γιατί μετά τη σύλληψη του Κανελλίδη εμφανίστηκε ο Τρικούπης που δήλωσε ότι δικό του ήταν το άρθρο κι αναλαμβάνει την ευθύνη.
Μέχρι τότε ο Βασιλιάς δεν ήταν υποχρεωμένος να δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του πρώτου κόμματος, ούτε η κυβέρνηση ήταν απαραίτητο να έχει την πλειοψηφία στη Βουλή.
Ήταν 6 Ιουλίου όταν εμφανίστηκε ο Τρικούπης. Ο εισαγγελέας Γ. Θανόπουλος ζήτησε την παραπομπή του δίκη με βαριές κατηγορίες, ακόμα και απόπειρα δημιουργίας στάσης. Ο πολιτικός από το Μεσολόγγι ανακρίθηκε, προφυλακίστηκε από εκεί έγραψε και νέο άρθρο με τίτλο Παρελθόν και ενεστώς που δημοσιεύθηκε και πάλι στους Καιρούς και οδηγήθηκε στις φυλακές Τριγγέτα.
Εκεί έγινε περισσότερο συμπαθής όταν ζήτησε να έχει την ίδια μεταχείριση με τους άλλους κρατούμενους. Οι δεσμοφύλακες, αλλά και οι φυλακισμένοι φρόντισαν να διαδοθεί στους συγγενείς και φίλους τους η απόφασή του αυτή!
Τέσσερις μέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση, αλλά παρά τις κυβερνητικές πιέσεις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τον απάλλαξε απ’ όλες τις κατηγορίες.
Αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε τα ονόματα των δικαστών που πλήρωσαν με δυσμενή μετάθεση στην περιφέρεια την απόφαση αυτή: Θ. Φραγκόπουλος, Σπ. Μαυρομμάτης (πρωτοδίκες), Αρ. Οικονόμου, Αντωνιάδης, Δυοβουνιώτης (εφέτες).
Η αποφυλάκιση του Τρικούπη σήμαινε και την είσοδό του στο χώρο των πολιτικών ηγετών της εποχής. Η κυβέρνηση έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο και στο τέλος κατέρρευσε από ένα σκάνδαλο δωροδοκίας που έμεινε στην ιστορία ως «Σιμωνιακά» στο οποίο βασικό ρόλο έπαιξε ο γαμπρός του πρωθυπουργού Βούλγαρη, ο Βασίλειος Νικολόπουλος, υπουργός Δικαιοσύνης και ο επί των εκκλησιαστικών Ιωάννης Βαλασσόπουλος.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος για να εκτονώσει την κατάσταση κάλεσε τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι, Αλέξανδρο Κουντουριώτη για να αναλάβει πρωθυπουργός σε μια μεταβατική κυβέρνηση. Στις 27 Απριλίου 1875, λιγότερο από δέκα μήνες από την δημοσίευση του άρθρου ο Τρικούπης ορκιζόταν πρωθυπουργός και ο Γεώργιος Α’ στο Λόγο του Θρόνου που έγραψε ο νέος πρωθυπουργός έκανε λόγο για την Αρχή της Δεδηλωμένης, δηλαδή η κάθε κυβέρνηση να έχει την πλειοψηφία στη Βουλή.
Στις εκλογές που ακολούθησαν και έγιναν χωρίς… παρατράγουδα ο Τρικούπης δεν συγκέντρωσε την κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά το πολιτικό του άστρο είχε ήδη ανατείλει.
Για όσους θέλουν να διαβάσουν όλο το άρθρο…
Τις πταίει;
Αφ΄ ότου κατά το 1868 εγκαθιδρύθη η αρχή των κυβερνήσεων της μειοψηφίας, παν νέον βήμα της εξουσίας μαρτυρεί περί του σκοπού, εις ον αύτη αποβλέπει. Αψευδής δε απόδειξις του διενεργουμένου σχεδίου και αι άρτι διεξαχθείσαι βουλευτικαί εκλογαί.
Βιαιότερον και αδεξιότερον μετήλθον τα υπουργεία του κ. Βούλγαρη τας κυβερνητικάς επεμβάσεις, υπουλώτερον δε και επιτυχέστερον τα του κ. Ζαϊμη και του κ. Δεληγεώργη. Κατ΄ ουσίαν όμως επίσης κακοήθης υπήρξεν υφ΄ όλα τα από του 1868 και μέχρι της σήμερον υπουργεία η της κυβερνήσεως και τας εκλογάς ενέργεια. Ο κ. Βούλγαρης, ο κ. Ζαϊμης, ο κ. Δεληγεώργης υπήρξαν όργανα μιας και της αυτής πολιτικής, εκτελεσταί ενός και του αυτού σχεδίου. Ουδείς αυτών εκλήθη εις την εξουσίαν καθ΄ υπόδειξιν των αντιπροσώπων του Έθνους, ουδείς αυτών εξεπροσώπευσεν εν τη αρχή τας ευχάς του Έθνους. Και οι τρεις υπήρξαν πρόεδροι προσωπικής κυβερνήσεως, τουτέστιν υπηρέται μιας και της αυτής θελήσεως ενεργούσης, οτέ μεν δια τούτου, οτέ δε δι΄ εκείνου. Ουδεμίαν ηθικήν ευθύνην φέρει το Έθνος επί τη διαγωγή των προσώπων τούτων. Αν προήγοντο οι ειρημένοι πολιτευταί εις την εξουσίαν δια της ψήφου της Βουλής, η παράλυσις της διοικήσεως και η παρ΄ αυτών, ως εκλεκτών του Έθνους κατάχρησις της εξουσίας κατά τας εκλογάς προς παραβιασμόν της συνειδήσεως των εκλογέων ηδύνατο να εκληφθή ως ένδειξις της ανικανότητος του ελληνικού λαού προς την αυτοδιοίκησιν. Αλλ΄ η διοικητική καχεξία και τα κατά τας εκλογάς όργια δεν είνε έργον εξουσίας εκπροσωπούσης την πλειοψηφίαν της Βουλής και, επομένως, ευθυνούσης δια των πράξεων της το Έθνος.
Είνε έργον ανθρώπων οφειλόντων την υπουργικήν αυτών ύπαρξιν εις μόνην την απόλυτον χρήσιν της εν τω Συντάγματι αναγεγραμμένης υπέρ του Στέμματος προνομίας του διορισμού και της παύσεως των υπουργών. Ο κ. Βούλγαρης, οτέ μετά την αποσύνθεσιν της εν τη τελευταία Βουλή συμμαχίας των κομμάτων εκλήθη εκ νέου εις την εξουσίαν και έλαβε την διάλυσιν της Βουλής, μόλις δώδεκα αριθμεί φίλους εν τη Βουλή. Επτά ηρίθμει φίλους ο κ. Δεληγεώργης, ότε εγένετο Πρωθυπουργός κατά το 1872 και διέλυσεν την τότε Βουλήν. Μόλις δε είκοσι πέντε βουλευτών προϊστατο ο κ. Ζαϊμης προ της εν έτει 1869 διαλύσεως της Βουλής. Παν άλλο άρα δύνανται να θεωρηθώσιν τα παρ΄ αυτών σχηματισθέντα υπουργεία ή ως εθνικά, η δε διαγωγή τοιούτων υπουργείων ουδόλως δικαιολογεί μομφάς, κατά του Έθνους, προκαλεί μόνον σκέψεις περί της καταχρήσεως της συνταγματικής προνομίας του διορισμού και της παύσεως των Υπουργών.
Η προνομία αύτη εις ουδένα επάγεται εν τω Συντάγματι ρητόν όρον. Υπόκειται όμως εις τους εκ των πραγμάτων περιορισμούς τους προκύπτοντας εκ των επίσης υπό του Συντάγματος καθιερουμένων δικαιωμάτων της Βουλής. Προς την εκμηδένησιν των περιορισμών τούτων ου μόνον επετράπη, αλλά και ανήχθη εις πολιτικόν δόγμα, η επέμβασις της κυβερνήσεως εις τας εκλογάς. Αν ο λαός εξέλεγεν ελευθέρως τους αντιπροσώπους του δε θα ήτο εφικτός ο σχηματισμός υπουργείων προσωπικών, διότι η Βουλή δια της ενασκήσεως των ιδίων αυτής προνομιών ήθελε καταστήσει αναπόδραστον τον σχηματισμόν υπουργείου απολαύοντος της εμπιστοσύνης της πλειονοψηφίας αυτής. Ίνα μη συμβή τούτο και έχη ο τόπος κυβέρνησιν ιδίαν υπηρετούσαν την πολιτικήν του Έθνους, απεφασίσθη κατά ξενικήν εισήγησιν, εν τέλει του έτους 1867, η πτώσις του καθ΄ όλον το έτος εκείνο κυβερνήσαντος αληθώς κοινοβουλευτικού υπουργείου, η αντικατάστασις αυτού δι΄ άλλου εκ της μειονοψηφίας της Βουλής και η διάλυσις της Βουλής παρακολουθουμένη υπό επεμβάσεων κατά τας εκλογάς προς μετατροπήν της μειονοψηφίας εις πλειονοψηφίαν. Έκτοτε η πολιτική αύτη, η εκμηδενίσασα το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα εν Ελλάδι, εξακολουθεί λειτουργούσα. Η δε τελευταία διάλυσις της Βουλής και αι γενόμεναι εκλογαί ενδεικνύουσιν ότι θα εξακολουθή αναπτυσσόμενη, έως ου φέρει τα πράγματα εις την μοιραίαν αυτών καταστροφήν. Διατελούμεν ήδη θεαταί του ελεεινού εκλογικού δράματος, όπερ κατά το 1868 παρίσταται περιοδικώς από της σκηνής του ημετέρου κράτους. Αμέσως μετά την διάλυσιν της τελευταίας Βουλής, αντί να ίδωμεν τους πολιτευομένους σπεύδοντας προς τας επαρχίας αυτών, όπως προκαλέσωσι την υπέρ αυτών ψήφον του λαού, είδομεν απ΄ εναντίας τους αξιούντας να αντιπροσωπεύσωσι τας επαρχίας σπεύδοντας εις Αθήνας όπως λάβωσιν ενταύθα το χρίσμα της υπουργικής υποψηφιότητας.
Εκτός ολιγίστων, μοναδικών ίσως εξαιρέσεων, πάντες ελησμόνησαν και πολιτικάς σχέσεις και ατομικήν αξιοπρέπειαν εκλιπαρούντες την άνωθεν κατά τας εκλογάς αντίληψιν, η δε κυβέρνησις κατήρτιζε, διέλυε, μετερρύθμιζε τους επαρχιακούς συνδυασμούς ως ληδεμών της ψήφου του λαού. Ήρξατο η δευτέρα πράξις και είδομεν τους υπουργικούς υποψηφίους επανερχομένους εις τας επαρχίας και κύπτοντας υπό το βάρος των προς τους εκλογείς υπουργικών δώρων, είδομεν την υπηρεσίαν όλην ανάστατον, τον στρατόν εις πλήρη παράλυσιν υπακούοντα από του διοικητού έως του εσχάτου στρατιώτου εις τα νεύματα του υπουργικού υποψηφίου και γενόμενον το όργανον της καταπατήσεως του νόμου και των ελευθεριών του πολίτου. Ήδη λαμβάνομεν αλληλοδιαδόχως τας απαισίας ειδήσεις περί της τρίτης πράξεως, καθ΄ ην τελούνται αυτούσια κατά την ψηφοφορίαν τα εκλογικά όργια. Μετ΄ ολίγον θα παρασταθεί η τετάρτη πράξις, ότε κατά τας εξελέγξεις θα εκτυλιχθώσιν επισήμως αι τελευταίαι ασχημίαι και, κατά τα εθισμένα, θα διαπραχθώσι βεβαίως και ήδη νέαι εν αυτώ τω βουλευτικώ περιβόλω χείρονες των πρώτων, και ταύτα πάντα όπως παρασκευασθή η υστάτη πράξις της συγκροτήσεως Βουλής φερούσης τον εξωτερικόν τύπον της αντιπροσωπείας του Έθνους και αναδεχθησομένην εν ονόματι του Έθνους την ευθύνην των ανοσιουργημάτων των προσωπικών κυβερνήσεων.
Αηδιάζοντες και αγανακτούντες επί τω θεάματι, του οποίου παριστάμεθα θεαταί, και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν του φρονήματος των πολιτευομένων, διστάζομεν επί στιγμήν και ερωτώμεν ημάς αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος; Θαρρούντες όμως απαντώμεν, το Έθνος δεν πταίει. Μετά τα παθήματα του 1862, τίθεται εκ νέου εις το Έθνος το δίλημμα της υποταγής εις την αυθαιρεσίαν ή της επαναστάσεως. Είνε το Έθνος καταδικαστέον διότι δεν σπεύδει να παραδεχθή το δεύτερον. Καλούνται εις την εξουσίαν κυβερνήσεις αποκρουόμεναι παρά της πλειοψηφίας του Έθνους, χορηγείται εις αυτάς η διάλυσις της Βουλής και συνάμα παν μέσον επηρεασμού των συνειδήσεων του λαού και νοθεύσεως των εκλογών, και λέγομεν ύστερον, ότι πταίει ο λαός δια την τοιαύτην κατάστασιν. Τι δύναται ο λαός κατ΄ αυτής; Ουδέν άλλο ή να επαναστατήση. Αλλά τις ο δυνάμενος να κατακρίνη ευλόγως τον λαόν διότι την επανάστασιν θεωρεί ως έσχατον καταφύγιον, και πριν ή προέλθη εις αυτήν ζητεί να ίδη εξαντλούμενα όλα τα προληπτικά μέσα; Αν δεν πταίει ο λαός, πταίουν οι πολιτευόμενοι, λέγουσιν οι άλλοι, και η εξαχρείωσις αυτών ευθύνει το Έθνος, αφού ούτοι εις το Έθνος ανήκουσιν. Απαντώμεν, ότι η διαγωγή των πολιτευομένων υα ηύθυνε το Έθνος, αν η Ελλάς αυτοδιοικείτο, αλλ΄ αφού δια της διαστροφής του Συντάγματος και της εικονικότητος της Βουλής κυβερνάται πράγματι η Ελλάς ως μοναρχία απόλυτος, επόμενον ήτο να καταστώσι και οι πολιτευόμενοι οποίους διαπλάττει αυτούς το νόθον καθεστώς. Όστις των πολιτευομένων δεν ασπάζεται τα γινόμενα ουδέν άλλο δύναται να πράξη ή να παύση πολιτευόμενος αφού κατά το παρ΄ ημίν καθεστώς ουδέν υφίσταται δι΄ αυτού στάδιον εννόμου και εντίμου ενεργείας. Οι πολιτευόμενοι είνε πλάσματα του επικρατούντος εν τη πολιτεία στοιχείου, το δε Έθνος ου μόνον δεν είνε το επικρατούν στοιχείον εν τη πολιτική, αλλ΄ εικονικήν μόνον έχει μετοχήν εις αυτήν.
Η ευθύνη άρα επί τοις συντελουμένοις ανήκει άπασα εις το στοιχείον εις το οποίον δια της διαστροφής των συνταγματικών ημών θεσμών συνεκεντρώθη ολόκληρος η εξουσία. Αλλ΄ εκτός της επαναστάσεως, την οποίαν άπαντες αποτροπιαζόμεθα, δεν υπάρχει άρα άλλο μέσον θεραπείας; Παρ΄ άλλαις συνταγματικαις επικρατείαις καταστέλλονται και προλαμβάνονται αι καταχρήσεις της εξουσίας δια δυνάμεως ανωτέρας και αυτής της επαναστάσεως, δια της ηθικής εκδηλώσεως της κοινής γνώμης. Υπάρχει και παρ΄ ημίν κοινή γνώμη, ως πολλάκις απεδείχθη και οσάκις εκτάκτως εξεδηλώθη, επέφερεν ασφαλώς τα αποτελέσματα αυτής. Αλλ΄ η κανονική εκδήλωσιςτης κοινής γνώμης προϋποθέτει χρόνο τινα κοινοβουλευτικού βίου, η δε Ελλάς από του 1844, ότε το πρώτον εσυνταγματίσθη, και έως της σήμερον, μόνον επί εν έτος, ήτοι κατά το 1867, εβίωσε κοινοβουλευτικώς. Είνε άρα η κονή γνώμη αδιοργάνωτος και ελλείπει αφ΄ ημών ο σπουδαιότατος ούτος φραγμός κατά των καταχρήσεων των προνομιών. Παρήγορον όμως φαινόμενον μαρτυρούν της κοινής γνώμης την ανάπτυξιν παρ΄ ημίν παρουσιάζει η εκλογή της πρωτευούσης. Ο λυσσώδης πόλεμος, ον εκήρυξε κατά της εκλογής του Τιμολέοντος Φιλήμονος Αυλή και Υπουργείον, διετράνωσαν την αληθή έννοιαν της υποψηφιότητος αυτού. Ο κ. Φιλήμων εξέθηκε κάλπην ουχί εν ιδίω ονόματι, αλλ΄ ως αντιπρόσωπος ιδέας, διο απέσχε συστηματικώς από πάσης ατομικής ενεργείας κατά την εκλογήν. Οι θιασώται της ιδέας, ην εκπροσωπεί η κάλπη του κ. Φιλήμονος, έπραξαν υπέρ αυτού όσα οι άλλοι υποψήφιοι απανταχού του κράτους ανεξαιρέτως είνε ηναγκασμένοι να πράττωσιν αυτοί υπέρ εαυτών. Οποία δε η ιδέα; Ο κ. Φιλήμων δια του «Αιώνος» υπερεμάχησεν εκθύμως υπέρ πολλών εθνικών ζητημάτων. Κατήγγειλε τας καταχρήσεις των προνομιών του Στέμματος, τας προσωπικάς κυβερνήσεις, τας αδικαιολογήτους διαλύσεις των Βουλών, τας επεμβάσεις των διαφόρων υπουργείων εις τας εκλογάς, την μεγάλην λαυρεωτικήν φενάκην την απολήξασαν εις την δια της κυβερνήσεως λήστευσιν του λαού, την ελευθερίαν του βουλευτικού βήματος προσβληθείσαν εν τω προσώπω του κ. Λομβάρδου, την εθνικήν αξιοπρέπειαν πάσχουσαν εκ της παρεισαγωγής εις την Αυλήν προσώπων δυνάμει διορισμού ξένου Ηγεμόνος. Πάντα ταύτα συντελούσιν εις τον καταρτισμόν της ιδέας, ην εκπροσωπεί η κάλπη του κ. Φιλήμονος και της οποίας η αληθής και υψηλή έννοια ουδένα λανθάνει. Η ιδέα αύτη μανιωδώς πολεμηθείσα παρά της εξουσίας ήρατο νίκην επιφανή.
Χαίρομεν δια τον κ. Φιλήμονα, εις ον ανοίγεται στάδιον αντάξιον της ικανότητος του, χαίρομεν δια το βήμα της Βουλής, αφ΄ ου θέλει ηχήσει φωνή φιλελευθέρα και τολμούσα να λέγη όλην την αλήθειαν, αλλ΄ ιδίως αγαλλόμεθα διότι η νίκη του κ. Φιλήμονος είνε άθλον ειρηνικόν της κοινής γνώμης και, ως ελπίζομεν, σπουδαία απαρχή γενικωτέρας αυτής εκδηλώσεως. Οι δούλοι λαοί κυμαίνονται μεταξύ ανοχής της αυθαιρεσίας και συνωμοσίας. Ίδιον των ελευθέρων λαών είνε δι΄ ειρηνικών μέσων να επιβάλλωσιν εις τους άρχοντας τον προς αυτούς σεβασμόν. Ειρηνικοτέρα, νομιμωτέρα, αλλά και τρανοτέρα εκδήλωσις της γενομένης δια της ψήφου του λαού της πρωτευούσης υπέρ του κ. Φιλήμονος δεν ηδύνατο να υπάρξη. Θα νοηθή άρα η σημασία αυτής; Το ευχόμεθα, αλλά δεν το ελπίζομεν. Που δυνάμεθα να στηρίξωμεν τοιαύτην ελπίδαν; Οσάκις παρέστησαν δυσχέρειαι και εγένοντο υποχωρήσεις, αύται δεν ήσαν σπουδαίαι, αλλ΄ απέβλεπον μόνον εις τον εξαγορασμόν των καιρών και εις την επίρριψιν της ευθύνης εις άλλους. Τοιαύται υποχωρήσεις βλάπτουσι και τον δίδοντα και τους λαμβάνοντας.
Ουδείς απατάται περί την έννοιαν αυτών και η αληθής ηθική ευθύνη μένει εν τη συνειδήσει του Έθνους όπου ανήκει. Τούτο προσεπιμαρτυρεί η εκλογή του κ. Φιλήμονος. Ίνα επέλθη θεραπεία, πρέπει να γίνη ειλικρινώς αποδεκτή η θεμελιώδης αρχή της κοινοβουλευτικής κυβερνήσεως, ότι τα υπουργεία λαμβάνονται εκ της πλειονοψηφίας της Βουλής. Τα όργανα της νυν και των πρώην προσωπικών κυβερνήσεων, αι εφημερίδες των κ. Βούλγαρη, Ζαϊμη και Δεληγεώργη, ανακινήσασαι εσχάτως το ζήτημα τούτο, εκθύμως υπερεμάχησαν υπέρ του δικαιώματος του Στέμματος να καλή εις τα πράγματα την μειονοψηφίαν της Βουλής. Ότι τούτο δεν αντίκειται εις το γράμμα του Συντάγματος, ουδείς αντιλέγει, επίσης αδύνατον να αρνηθή τις ότι προσκρούει εις την όλην οικονομίαν του Συντάγματος και ότι καθιστά αδύνατον την λειτουργίαν του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Θεμέλιον του πολιτεύματος τούτου είνε η ύπαρξις δυο κομμάτων εν τη Βουλή, τούτο δε αναγνωρίζουσι και αυτοί οι θιασώται της προσωπικής κυβερνήσεως, αλλά το αναγνωρίζουσιν μόνον, ίνα ονειδίσωσιν την Βουλήν επί τω καταμερισμώ αυτής εις πολλά κόμματα. Πόθεν όμως ο πολλαπλασιασμός των κομμάτων; Ουχί άλλοθεν ειμή εκ της προσηλώσεως εις την Εξουσίαν των μειονοψηφιών; Ποιον κόμμα αποφασίζει να συγχωνευθεί μετ΄ άλλων προς καταρτισμόν πλειονοψηφίας, όταν αποτέλεσμα της θυσίας του ταύτης είνε ο αποκλεισμός του από της εξουσίας, ενώ μένον εν μειονοψηφία έχει την ελπίδαν να κληθή εις την αρχήν, να λάβη την διάλυσιν της Βουλής και να διευθύνη κατά το δοκούν τας εκλογάς; Ενόσω η βασιλεία προσφέρει την εξουσίαν, την διάλυσιν και τας επεμβάσεις ως βραβείον εις τας εν τη Βουλή μειονοψηφίας, θα πολλαπλασιάζωνται επ΄ άπειρον οι μνηστήρες της αρχής. Όταν όμως αποφασίση ειλικρινώς να δηλώση ότι μόνον την πλειονοψηφίαν καλεί εις την εξουσίαν, ουδεμία αμφιβολία ότι εν Ελλάδι, όπως και αλλαχού, δε θα μείνει επί πολύ έκθετον το επίζηλον τούτο γέρας, αλλά θα συνεννοηθώσιν αι μειονοψηφίαι περί των επιβαλλομένων εις εκάστην υποχωρήσεων όπως συγχωνευθώσιν εις πλειονοψηφίαν. Δεν πταίει άρα το πολίτευμα, δεν πταίουσιν οι αντιπρόσωποι του Έθνους, δεν πταίει το Έθνος, αν η Βουλή είνε κατατετμημένη εις πολλά κόμματα και δεν έχει έτοιμην πλειονοψηφίαν, όταν ζητηθή. Ας αφεθή να λειτουργήση το πολίτευμα εν τη βεβαιότητι ότι εκ της πλειονοψηφίας της Βουλής μορφούται η κυβέρνησις, και ταχέως θα ίδωμεν την Βουλήν συντασσομένην εις δύο κόμματα. Ουδέν των θεμελιωδών ζητημάτων, άτινα εν Γαλλία ή Ιταλία διαιρούσι τους ποίτευομένους εις πολλά κόμματα έχομεν εν Ελλάδι. Τα πολλά κόμματα παρ΄ ημίν είνε αποτέλεσμα της προσκλήσεως των μειονοψηφιών εις την εξουσίαν. Η ευθύνη άρα πάσης της καταστάσεως ταύτης ανήκει εις τους παραβιάζοντας την κοινοβουλευτικήν αρχήν του σχηματισμού των κυβερνήσεων εκ της πλειονοψηφίας της Βουλής. Αθυμούντες επί τη καταστάσει εις ην περιήλθον τα της πολιτείας και άτινα ζωηρότερον αισθανόμεθα ήδη υπό τας εντυπώσεις των επιτελουμένων τη εισηγήσει της κυβερνήσεως και παρά των οργάνων αυτής εκλογικών οργίων, ηθελήσαμεν να εξετάσωμεν μήπως ημείς πταίομεν, όπως εν ημίν αυτοίς αναζητήσωμεν την θεραπείαν. Αλλ΄ η ειλικρινής μελέτη του θέματος μας ήγαγεν εις το αλάνθαστον συμπέρασμα ότι δεν πταίει το Έθνος. Αλλού έγκειται το κακόν και εκεί πρέπει να ζητηθή η θεραπεία.