Στην πολιτική χρειάζεται ρίσκο και η οικογένεια Παπανδρέου, με εξαίρεση ίσως τον… Γιωργάκη, διέθετε άφθονο. Δεν ήταν μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου που συνχνά σε εκλογές έπαιζε τα… ρέστα του κόντρα στους επικοινωνιολόγους και στους «ειδικούς» των αναμετρήσεων, αλλά και ο πατέρας του που το 1963 κέρδισε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου με μια παράτολμη κίνηση.
Η κατάσταση ήταν περίπλοκη. Οι εκλογές του 1961 είχαν χαθεί για το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, είχε κηρύξει τον «ανένδοτο αγώνα» και τα αίματα, όχι μόνο πολιτικά, είχαν ανάψει.
Ο Βασιλιάς Παύλος ήθελε μια αντικομμουνιστική κυβέρνηση με μια επίσης αντικομμουνιστική αντιπολίτευση. Έτρεμε στην ιδέα και μαζί του όλοι οι Δυτικοί, ότι μπορούσε να επανεμφανιστεί το φαινόμενο του 1958 με την ΕΔΑ του 24,42% και τους 70 βουλευτές της στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο Καραμανλής είχε φύγει στο εξωτερικό μετά την σύγκρουσή του με το Παλάτι (11/6), αλλά η κυβέρνηση που προέκυψε με «βασιλική εντολή» ήταν από δεξιά έως ακροδεξιά.
Ένας πιστός φίλος των Ανακτόρων, ο Παναγιώτης Πιπινέλης, εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση της ΕΡΕ αναλάμβανε την πρωθυπουργία και θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές.
Ο Ποαπανδρέου δεν ήθελε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση στενά συνδεδεμένη με το Παλάτι. Κι έπαιξε το μεγάλο του χαρτί. Απείλησε ότι το κόμμα του θα απείχε από τις εκλογές.
Στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα ήταν μεγάλο, όχι μόνο γιατί από μόνες τους οι εκλογές δεν θα έδιναν αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, αλλά η ΕΔΑ θα επέστρεφε στα έδρανα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης με ενισχυμένο αριθμό βουλευτών, ίσως και ψήφων αφού πολλοί Κεντρώοι θα την ψήφιζαν. Ο εκλογικός νόμος ήταν κομμένος και ραμμένος για τα δύο πρώτα κόμματα. Δηλαδή η ΕΔΑ θα κέρδισε στο πολλαπλάσιο όσα είχαν προσπαθήσει να της αποσπάσουν με το εκλογικό σύστημα.
Η Αριστερά έχοντας τις τραυματικές εμπειρίες της αποχής του 1946 δεν συζητούσε περίπτωση μη συμμετοχής. Ήταν κι ένα μήνυμα στις κατηγορίες ότι θα στήριζε έτσι κι αλλιώς μια κυβέρνηση Παπανδρέου την επομένη των εκλογών.
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης, αρχηγός του μικρού κόμματος των Προοδευτικών ήταν υπέρ του διαλόγου. Γνώριζε ότι εάν τα δύο κόμματα εξουσίας δεν συγκέντρωναν την πλειοψηφία θα κατέφευγαν σε αυτόν. Αντίθετα με την αποχή του Κέντρου η ΕΡΕ θα κέρδιζε την πλειοψηφία και δεν θα τον είχε ανάγκη.
Η σύγκρουση ήταν σκληρή και δεν αφορούσε μόνο το γόητρο. Ο Παύλος επέμενε μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου που υποχώρησε. Τις εκλογές θα διενεργούσε η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Αρεοπαγίτη Στυλιανού Μαυρομιχάλη, ενός έντιμου ανθρώπου ο οποίος απολάμβανε της εμπιστοσύνης όλων.
Ο Παπανδρέου είχε νικήσει. Ικανοποίησε το λαϊκό αίσθημα, απέκτησε δύναμη στο κόμμα του, αφού κι ο άσπονδος φίλος του Σοφοκλής Βενιζέλος επέστρεψε για να τον στηρίξει και στους ψηφοφόρους της Αριστεράς είχε αποδείξει ότι δεν θα υπέκυπτε σε πιέσεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν.
Οι εκλογές έγιναν στις 3 Νοεμβρίου, δεν σημειώθηκαν σοβαρές παρατυπίες και η Ένωση Κέντρου είδε τα ποσοστά της να αυξάνονται κατά 8,38% φθάνοντας το 42,4% που σήμαινε 138 βουλευτές.
Η ΕΡΕ έχανε το 11,44% της εκλογικής της δύναμης και με 39.37% περιοριζόταν στους 132 εκπροσώπους στο κοινοβούλιο.
Η ΕΔΑ με 14,34% είδε τα ποσοστά της να μειώνονται αλλά οι 28 βουλευτές της μπορούσαν να σχηματίσουν κυβερνητικό συνασπισμό μαζί με το πρώτο κόμμα. Από την επομένη των εκλογών άλλωστε το δήλωσε ότι θα στηρίξει τον Παπανδρέου.
Οι Προοδευτικοί τέλος, του Σπύρου Μαρκεζίνη με 2 μόλις βουλευτές έμεναν στη… γωνία.
Ο Παπανδρέου είδε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία για νέο θρίαμβο με νέες εκλογές.
Σχημάτισε κυβέρνηση, αλλά παραιτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου για να μην τον λένε «συνοδοιπόρο» της Αριστεράς αφού θα ήταν υποχρεωμένος να κυβερνά με την ανοχή της.
Στις επόμενες εκλογές δεν πήρε βουλευτές, αλλά ψηφοφόρους από την Αριστερά που δεν ήθελαν να ξαναζήσουν την τρομοκρατία των προηγούμενων χρόνων. Και το σημαντικότερο, έβρισκε μια ΕΡΕ διχασμένη, χωρίς αρχηγό αφού ο Καραμανλής είχε φύγει στο εξωτερικό.
Αυτό που δεν υπολόγισε ήταν ότι στο ίδιο του το κόμμα θα βρίσκονταν πολλοί πρόθυμοι να τον ανατρέψουν.