Η τραγωδία της «Θύρας 7» το 1981 συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. Υπήρξαν αντιδράσεις, απαιτήσεις για καταλογισμό ευθυνών και όλα τα σχετικά που συμβαίνουν για να μην εντοπιστούν στο τέλος οι ευθύνες. Ήταν 8 Φεβρουαρίου 1981 όταν 21 νέα παιδιά έχασαν τη ζωή τους επειδή η πόρτα της θύρας ήταν κλειστή. Φυσικά και κανείς δεν έδωσε λόγο για την εγκληματική αμέλεια. Πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί πέντε φύλακες του γηπέδου. Αθωώθηκαν στο Εφετείο που έγινε πέντε χρόνια αργότερα!
Εκτός από τις παραλείψεις υπήρξαν και υπερβολές. Κάποιες από αυτές τις εντοπίσαμε στην σοβαρή (και τότε…) «Καθημερινή» που οδήγησε σε κόντρα με τους Αθλητικούς Συντάκτες! Είναι παράδοξο που η εκδότρια της εφημερίδας, Ελένη Βλάχου, αλλά και ο Διευθυντής Συντάξεως Μίμης Παπαναγιώτου άφησαν να «περάσουν» τα κείμενα αυτά. Γιατί;
Η Ελένη Βλάχου ξεκίνησε ουσιαστικά τη (μεγάλη) δημοσιογραφική της καριέρα ως Αθλητική Συντάκτρια. Κάλυψε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο κι ήταν από τις πρώτες που διέγνωσε την απειλή του Χίτλερ σε μια εποχή που οι περισσότεροι αποθέωναν τον Φύρερ!
Ο Μίμης Παπαναγιώτου με τη σειρά του υπήρξε για χρόνια Αθλητικός Συντάκτης, ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου (ΠΣΑΤ) το 1952 κι αργότερα την εποχή της δικτατορίας διευθυντής του πετυχημένου αθλητικού περιοδικού «Πρωταθλητής». Όπως απέδειξε η μετέπειτα πορεία του ποτέ δεν ξέχασε τους φίλους που έκανε στα πρώτα του αυτά δημοσιογραφικά βήματα.
Τι συνέβη; Στο πρώτο φύλλο της «Καθημερινής» μετά την τραγωδία την Τρίτη 10 Φεβρουαρίου υπήρξαν δύο κείμενα που αδικούσαν (τουλάχιστον) τους Αθλητικούς Συντάκτες.
Το πρώτο στο «Σημειωματάριο» μια δημοφιλή στήλη της εφημερίδας που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, αδικούσε τους φίλους του ποδοσφαίρου και ειδικά όσους πήγαιναν στο γήπεδο. Θυμίζουμε ότι μιλάμε για μια εποχή που οι θεατές μπορούσαν να βλέπουν ΜΑΖΙ, δίπλα – δίπλα, ποδοσφαιρικούς αγώνες και κατέληγε στις ευθύνες των Αθλητικών Συντακτών που δεν κάλυψαν όπως έπρεπε το γεγονός. Μάλιστα αναρωτιέται πως γίνεται ενώ στο γήπεδο υπήρχαν συνεργεία των δύο καναλιών κανένα δεν κατάλαβε τι έγινε.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο τρόπος κάλυψης των αγώνων, ακόμη και των ντέρμπι την εποχή εκείνη ήταν τελείως διαφορετικός από τον σημερινό. Στο γήπεδο πήγαινε μια κάμερα με ένα δημοσιογράφο ο οποίος περιέγραφε το ματς. Με το σφύριγμα της λήξης συνεργείο και δημοσιογράφος έφευγαν για τον τηλεοπτικό σταθμό για να μονταριστούν τα στιγμιότυπα. Η υπόθεση μοντάζ, τότε, ήταν μια εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία. Αυτό το ήξεραν όλοι. Το Σημειωματάριο της Καθημερινής, στο φύλλο της Τρίτης, αφού την Δευτέρα δεν κυκλοφορούσαν οι πρωινές εφημερίδες, πιθανότατα η Ελένη Μπίστικα που είχε την επιμέλεις της στήλης για χρόνια ασχολήθηκε με το τραγικό γεγονός.
Λίγες σελίδες πιο πέρα μια άλλη δημοφιλής στήλη, αυτή της τηλεοπτικής κριτικής στην οποία συχνά – πυκνά συνεισέφερε η ίδια η Ελένη Βλάχου περιέγραφε τον τρόπο που κάλυψε η τηλεόραση την τραγωδία. Και ως υστερόγραφο υπήρχε μια ακόμα (άδικη) επίθεση κατά των Αθλητικών Συντακτών.
Ο ΠΣΑΤ εξέδωσε ανακοίνωση, αλλά την καλύτερη απάντηση την έδωσε ο Χάρης Λυμπερόπουλος. Οι παλαιότεροι τον γνώρισαν και τον διάβαζαν. Για τους νεότερους λέμε απλά ότι υπήρξε μορφή της δημοσιογραφίας, διευθυντής του αθλητικού τμήματος της «Απογευματινής», με εμπειρία μεγάλων διοργανώσεων. Στα νιάτα του είχε ασχοληθεί με τον αθλητισμό και είχε διακριθεί ως ποδοσφαιριστής του Πανιώνιου.
Αξίζει τον κόπο να διαβάσετε το σχόλιο – απάντηση στα δύο δημοσιεύματα της «Καθημερινής» από την «Απογευματινή».
Αναζητώντας το γιατί μια εφημερίδα που πάντα ήταν πάντα σοβαρή και μετρημένη στις τοποθετήσεις της, απευθυνθήκαμε σε δημοσιογράφους εκείνης της εποχής. Η εξήγηση που μας έδωσε ένας από αυτούς είχε σχέση με την σχέση της Βλάχου με τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη. Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ ετοιμαζόταν να έρθει στην εξουσία, συνέβη οκτώ μήνες αργότερα, κι ίσως η δημοσιογράφος – εκδότρια, ήθελε να προλάβει πολιτική αξιοποίηση της τραγωδίας από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Προτίμησε την ανύπαρκτη συλλογική ευθύνη από την επίσης ανύπαρκτη πολιτική.