Τέτοιες μέρες το πολύ μακρινό 1891 όλη η Αθήνα συζητούσε το σκάνδαλο που συντάραξε όχι μόνο την κοινωνία της, αλλά και όλη την μικρή, εκείνη την εποχή, ελληνική επικράτεια. Ήταν η δίκη της «Εφημερίδος» που ένα μήνα νωρίτερα είχε αποκαλύψει ότι ένας υπουργός «πιάστηκε» στο γραφείο του σε «άσεμνη στάση» με νεαρό υφιστάμενό του.
Ο θιγόμενος υπουργός θεώρησε καλό να μεταφέρει στην Αθήνα στην εκδίκαση της υπόθεσης οπαδούς του από την Πάτρα που λίγο έλειψε να λιντσάρουν τους δύο κατηγορούμενους δημοσιογράφους, αλλά και τον δικηγόρο τους, μετέπειτα πρωθυπουργό Δημήτριο Ράλλη.
Ήταν μια υπόθεση που ακόμα και στις μέρες μας θα είχε τεράστιο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη.
Τι είχε συμβεί;
Η «Εφημερίς» ήταν γνωστή για το αντιπολιτευτικό μένος τόσο εναντίον του Χαρίλαου Τρικούπη, όσο και του μεγάλου αντιπάλου του Θόδωρου Δηλιγιάννη που είχε κερδίσει στις εκλογές του 1890 με μεγάλη πλειοψηφία. Στον «κόκκινο οντά», όπως λεγόταν εξαιτίας της επίπλωσής του, το σαλόνι της εφημερίδας, κυοφορήθηκε η ίδρυση του κόμματος του Δημητρίου Ράλλη που υποστήριξε με φανατισμό. Διευθυντής ήταν ο Αριστέιδης Ρούκης, πρώην συντάκτης της «Ακρόπολις» και αρχισυντάκτης ο Αγησίλαος Γιαννόπουλος, οικονομολόγος, που άφησε την επιχείρηση του είχε στο Μπάρι της Ιταλίας για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία.
Στο φύλλο της 2ας Μαΐου 1891 έκπληκτοι οι αναγνώστες διάβαζαν στο κύριο άρθρο με τον τίτλο «εναγής κυβέρνησις» (ΣΣ: μολυσμένη κυβέρνηση) ότι ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος είχε συλληφθεί στο γραφείο του σε ακόλαστη πράξη!
Στο Σύνταγμα υπήρχε το καφενείο Ζαχαράτου που ήταν η… άλλη Βουλή. Εκεί πολιτικοί, πολιτευόμενοι, αλλά και αργόσχολοι, έδιναν ομηρικές μάχες. Το μεσημέρι εκείνης της μέρας εμφανίστηκε ο Ρούκης που έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες στους θαμώνες.
«Μα σας λέω, άνοιξε την πόρτα ο Παρίσης (ΣΣ: ο διεκπεραιωτής του υπουργείου) και τους συνέλαβε,. Ήταν ο υπουργός με έναν νεαρό υπάλληλο», έλεγε με στόμφο.
«Μα καλά, δεν είχε σπίτι, δεν κλείδωναν την πόρτα τουλάχιστον» παρατήρησε ο Ασημάκης Χριστόπουλος, βουλευτής Ολυμπίας.
«Πήγε να τον εμποδίσει ο κλητήρας, αλλά ο Παρίσης είχε χαρτιά για υπογραφή, τον προσπέρασε και άνοιξε την πόρτα», απαντούσε περήφανα ο Ρούκης.
Οι αποκαλύψεις της «Εφημερίδος» προκάλεσαν πολιτικό σεισμό. Ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης έπεισε τον Βασιλέα Γεώργιο να δεχτεί σε συνεργασία τον υπουργό δείχνοντας με τον τρόπο αυτό ότι δεν τον στηρίζει μόνο το κόμμα του ή η κυβέρνηση, αλλά και ο ανώτατος άρχων. Αυτό και έγινε.
Ποιός όμως ήταν ο «πρωταγωνιστής» Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος; Είχε γεννηθεί στην Ήπειρο, αλλά πέντε χρόνων εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά ήταν έξοχος ρήτορας και υποστήριζε ότι όλα αυτά έγιναν επειδή δεν ενέδωσε στις πιέσεις του Ράλλη να προσχωρήσει στο κόμμα του. Παράλληλα δύο εφημερίδες της Πάτρας, ο «Νεολόγος» και ο «Φορολογούμενος» παρακινούσαν τους συμπολίτες τους να πάνε στην Αθήνα «να δώσουν ένα μάθημα στους Φράγκους», όπως αποκαλούσαν όσους αντί φουστανέλας φορούσαν κουστούμι.
Στην Αθήνα στο ίδιο πνεύμα η εφημερίδα «Καιροί» κατηγορούσε τους κατοίκους της πρωτεύουσας επειδή δεν πήραν πρωτοβουλία να… σαρώσουν την «Εφημερίδα» αποδίδοντας δικαιοσύνη για την συκοφαντία κατά του υπουργού.
Περισσότερο άτυχος ο υπάλληλος Παρίσης την μαρτυρία του οποίου επικαλούνταν. Έλεγε παντού ότι όλα είναι ψέματα και με αυτά κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του.
Η κυβέρνηση θεώρησε ότι θα περάσει η… μπόρα, αλλά μάταια. Βλέποντας ότι δεν παίρνει τέλος η υπόθεση αποφάσισε να κινηθεί νομικά.
Ο εισαγγελέας Αθανασιάδης κάλεσε τους Ρούκη και Γιαννόπουλο στις 24 Μαΐου για εξηγήσεις. Δηλαδή 22 ολόκληρες μέρες μετά τη δημοσίευση του άρθρου.
Ο Γιαννόπουλος πήγε, ο Ρούκης όμως βρισκόταν για μπάνια στην Αιδηψό. Έστειλε επιστολή, αλλά τέσσερις μέρες αργότερα εμφανίστηκε στο εισαγγελικό γραφείο, όπως αποδείχτηκε, καλά διαβασμένος.
«Ποιός έγραψε το άρθρο» ρώτησε ο εισαγγελέας
«Υπάρχει μήνυση και με ρωτάτε. Κι αν υπάρχει ποιός την έκανε;» απάντησε ο δημοσιογράφος.
«Ποιός έγραψε αυτά τα άρθρα» επιμένει ο εισαγγελέας
«Είναι επιλήψιμο;» αναρωτιέται ο Ρούκης
«Μάλιστα», απαντά οργισμένος ο εισαγγελέας
«Αφού είναι επιλήψιμο, αποτελεί αδίκημα, το οποίο διώκεται μόνο κατ’ έγκλησιν. Αρνούμαι λοιπόν να απαντήσω, εφ’ όσον δεν υπάρχει μήνυση».
«Σας εξετάζω ως μάρτυρα» είναι η απάντηση του Αθανασιάδη.
«Ως μάρτυς λοιπόν σας λέω ότι υπάρχει τηλεγράφημα από την Αιδηψό που σας έστειλα κι ανέφερα ότι τα άρθρα τα έγραψα εγώ».
Περιχαρής ο εισαγγελέας τον ρωτά: «Είναι αλήθεια αυτά που αναφέρει το άρθρο και πως τα γνωρίζετε;»
Η απάντηση του έκοψε τη… χαρά.
«Από τη στιγμή που σας δήλωσα ότι το άρθρο το έγραψα εγώ, δεν μπορείτε να με εξετάσετε ως μάρτυρα. Πρέπει να μου απαγγείλετε κατηγορία. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να έχει υποβληθεί μήνυση!»
Τελικά παρά τα νομικά τεχνάσματα του Ρούκη, ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη. Οι της «Εφημερίδας» υποστήριζαν ότι τον εισαγγελικό λειτουργό τον «κρατούσε στο χέρι» η κυβέρνηση. Δύο φορές στο παρελθόν είχε υποβάλλει παραίτητηση για την ανοχή του κράτους στο κλείσιμο των χαρτοπαικτικών λεσχών. Οι παραιτήσεις παρέμεναν στο συρτάρι του υπουργού Δικαιοσύνης και ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να ενεργοποιηθούν, να γίνουν αποδεκτές. Η ειρωνεία είναι ότι ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης δολοφονήθηκε το 1905 στα σκαλιά της Βουλής από υπαλληλο χαρτοπαιχτικής λέσχης που είχε μείνει άνεργος μετά το κλείσιμό της!
Η δίκη έγινε στις 13 Ιουνίου και εξελίχτηκε σε μάχη των κορυφαίων νομικών της εποχής. Στο πλευρό της εφημερίδας οι Δημ. Ράλλης, Γ. Αραβαντινός, Γ. Μιλήσης, Γ. Αντωνόπουλος από την άλλη οι Ν. Κωστής και Ν. Ράδιος.
Οι δύο δημοσιογράφοι καταδικάστηκαν σε ένα χρόνο φυλάκιση (στην έφεση η ποινή του αρχισυντάκτη Γιαννόπουλου μειώθηκε σε επτά μήνες) και πρόστιμο 1.500 δρχ,
Μόνο που οι μάχες δεν περιορίστηκαν στη δικαστική αίθουσα με «όπλα» τους νόμους και δεδικασμένα, αλλά έγιναν πραγματικές, σώμα με σώμα, έξω από το δικατήριο με οπαδούς του Γεροκωστόπουλου που είχαν φθάσει από την Πάτρα αποφασισμένους να λιντσάρουν αυτούς που έθιξαν τον βουλευτή τους. Κάποια στιγμή μάλιστα άρχισαν πυροβολισμοί. Ο Ράλλης όρμησε στους κουμπουροφόρους και αυτή παράτολμη ενέρεια τους υποχρέωσε να τραπούν σε φυγή αντί να τον πυροβολήσουν.
Ενδιαφέρον όμως έχουν και τα μετά.
*Στις 18 Φεβρουαρίου 1892 ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ έπαυσε την κυβέρνηση Δεληγιάννη ως «εθνικά επιζήμια», κάλεσε τον Χαρίλαο Τρικούπη να γίνει πρωθυπουργός. Αυτός αρνήθηκε να αναλάβει χωρίς να γίνουν εκλογές. Τότε έπρεπε να καλέσει τον αρχηγό του «τρίτου κόμματος» Δημήτριο Ράλλη . Θυμόταν όμως την σκληρή κριτική της «Εφημερίδος» στην περίπτωση Γεροκωστόπουλου και αποφάσισε να καλέσει τον βουλευτή του Ράλλη, Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο να γίνει πρωθυπουργός. Αυτός δέχτηκε, κι όχι μόνο αποστάτισε από το κόμμα του, αλλα πήρε μαζί του, ως υπουργό τον συνάδελφό του Παπαμιχαλόπουλο. Ουσιαστικό το «τρίτο κόμμα» διασπάστηκε και στις εκλογές που ακολούθησαν εκπροσωπήθηκε στη Βουλή με επτά μόνο βουλευτές. Ηττήθηκε και το κόμμα του Δηλιγιάννη, ενώ θριάμβευσε αυτό του Τρικούπη.
*Ο Αριστείδης Ρούκης το 1898 ανέλαβε τη διεύθυνση των Ταχυδρομείων τα οποία οργάνωσε σε ευρωπαϊκά πρώτυπα, αλλά απολύθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από τον Θ. Δηλιγιάννη. Πέθανε ένα χρόνο μετά, το 1903.
*Ο Αγησίλαος Γιαννόπουλος, πήρε μέρος ως εθελοντής στον άτυχο, για την Ελλάδα, πόλεμο του 1897. Όνειρό του ήταν να απελευθερώσει την πατρίδα του, την Ήπειρο. Ανέλαβε διευθυντής του γραφείου Δημοσίου Χρέους, αλλά με παρέμβαση κι εδώ του Δηλιγιάννη απολύθηκε. Πέθανε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς.
*Ο Αχιλλλέας Γεροκωστόπουλος, παρά την υποστήριξη των συμπολιτών του στη δικαστική διαμάχη απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής στις επόμενες εκλογές και πέθανε το 1900.Στη διαθήκη του έγραψε μεταξύ άλλων: «Συγχωρῶ πάντας τούς ἐχθρούς μου, όσοι καθ’ οἱονδήποτε τρόπον μέ ἐπίκραναν ἢ μέ ἠδίκησαν, λυπούμενος μόνον διότι ή πέραν τοῦ συγκεχωρημένου αντίδρασις καί ἐνίοτε φαρμακερά βέλη φθόνου καί ἰδίως ρυπαραί συκοφαντίαι συνετέλεσαν εἰς τήν μείωσιν τῆς χρησιμότητος μου πρός τόν τόπον. Ἐν τούτοις πάντας συγχωρώ».
*Η «Εφημερίς» διέκοψε την έκδοσή της το 1901.