Είναι οκτώ το βράδυ στο νοσοκομείο «Παμμακάριστος». Ο Άγγελος Σικελιανός νοσηλεύεται τις τελευταίες μέρες. Είχε πάρει απορρυπαντικό αντί για το φάρμακό του. Δεν έδειχνε κάτι σοβαρό για ένα γερμασμένο κορμί που είχε χτυπηθεί από την ημιπληγία κι ένα πνεύμα που παρέμενε νεανικό,
Τα τελευταία χρόνια είχε δει πολλά από τα όνειρά του να γκρεμίζονται. Αλλά επέμενε.
Λάτρευε την Ελλάδα, αρχαία, βυζαντινή και σύγχρονη. Προσπαθούσε να παντρέψει τρεις διαφορετικούς κόσμους σε έναν παγκόσμιο τόπο με κέντρο τους Δελφούς.
Από το 1927 που είδε το όνειρό του για μια παγκόσμια πνευματική συνάντηση σε κέντρο του αρχαίου κόσμου μέχρι τον θάνατό του είχαν μεσολαβήσει πολλά, Ένας πόλεμος και μια απειλή για έναν νέο, πυρηνικό αυτή τη φορά που δεν θα είχε νικητές και ηττημένους. Ίσως να μην είχε και ίχνος ζωής.
Οι ιδέες του μεγάλου ποιητή σε μια τέτοια ατμόσφαιρα διχασμού και βίας δεν ήταν εύκολο να ευδοκιμήσουν. Οι Αριστεροί τον θεωρούσαν εθνικιστή, οι δεξιοί αριστερό. Οι φίλοι του λίγοι και πιστοί.
Απαγγέλει το «Γιατί βαθιά μου δόξασα» (1949)
Δεν είναι τυχαίο που η είδηση του θανάτου του απασχόλησε ελάχιστα τις εφημερίδες της εποχής. Πολλές από αυτές έκαναν το… χρέος τους γράφοντας λίγα λόγια, όχι απαραίτητα στην πρώτη σελίδα.
Κι όμως ο Σικελιανός ήταν κάτι περισσότερο από ένας ποιητής. Ήταν ένας κήρυκας που μιλούσε για την ένωση των λαών, την πνευματική ανάπτυξη.
Παράλληλα ήταν κι ένας άνθρωπος ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή. Αγαπούσε με πάθος. Και τον αγαπούσαν το ίδιο.
Η Εϋα Πάλμερ του στάθηκε πιστή από τον καιρό της νιότης μέχρι το τέλος. Πέθανε ένα χρόνο μετά από αυτόν, το 1952. Ήταν αυτή που στήριξε και οικονομικά το μεγάλο του όραμα τις Δελφικές Εορτές. Κι έδωσε όχι μόνο τα λεφτά της, αλλά και την ψυχή της. Μια Αμερικανίδα που λάτρεψε την Ελλάδα και κυρίως τον Σικελιανό.
Στις Δελφικές Εορτές για πρώτη φορά παρουσιάστηκε αρχαίο δράμα σε ανοιχτό χώρο, στο θέατρο των Δελφών με την παράσταση «Προμηθέας Δεσμώτης». Την επόμενη αναβίωσαν οι γυμνικοί αγώνες στα πρότυπα των αρχαίων αγωνισμάτων.
Δελφικές εορτές (1927)
Η Άννα Καραμάνη ήταν η δεύτερη μεγάλη αγάπη του. Τους χώριζαν χρόνια, τους ένωνε ο θαυμασμός και η αγάπη Τον συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στις καλές και τις δύσκολες στιγμές.
Το πάθος και το πείσμα τον διέκριναν μέχρι τέλους. Το τελευταίο του έργο «Ασκληπιός» δεν μπορούσε να το γράψει. Το χέρι δεν υπάκουε από τη ασθένεια. Το υπαγόρευσε. Ο ολοκλήρωσε λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του.
Η φωνή του ακουγόταν σπάνια δημόσια. Όταν υπήρχε λόγος. Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 στην κηδεία του φίλου του Κωστή Παλαμά απήγγειλε το «Ηχήστε Σάλπιγγες». Μέσα στην καταχνιά της Κατοχής ακουγόταν μια φωνή που καλούσε τις σημαίες της λευτεριάς να ξεδιπλωθούν στον αέρα!
Ακούστε τον ίδιο τον ποιητή να το απαγγέλει
Γράφτηκαν λίγα τις μέρες που ακολούθησαν το θάνατό του. Από τα πιο εύστοχα ένα κείμενο του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου στη μικρής κυκλοφορίας εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος». Ιδού ένα απόσπασμα: