Η ζωή κύκλους κάνει. Κάποτε ο Αύγουστος ήταν ο μήνας των διακοπών. Στις μέρες μας με τις τιμές της βενζίνης και των ακτοπλοϊκών στα ύψη, ο μήνας αυτός απλά περιλαμβάνει και κάποιες αποδράσεις από την Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις.
Αν δείτε τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ στα λιμάνια και τους σταθμούς των υπεραστικών λεωφορείων κανείς δεν μιλά για διακοπές όλο το μήνα. Οι περισσότεροι αναφέρονται σε … αποδράσεις που στην καλύτερη περίπτωση φθάνουν την εβδομάδα.
Πριν 89 χρόνια τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Για τους Αθηναίους του 1934 η λέξη διακοπές ήταν περίπου άγνωστη για τον περισσότερο κόσμο. Έπρεπε να ήταν κανείς ή πολύ πλούσιος για να ταξιδέψει στην Ευρώπη ή πολύ άρρωστος για να πάει στην Πάρνηθα ή στην Πεντέλη να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Οι υπόλοιποι έμεναν στην Αθήνα και απλά προσπαθούσαν να αισθανθούν σε… μουντ διακοπών, όπως θα έλεγαν οι σημερινοί νέοι, με βραδινές αποδράσεις μέσα στην πόλη. Μια πόλη που ήταν μικρότερη και με σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του ετερόκλητου και τότε πληθυσμού της.
Τις διακοπές στην Αθήνα των Αθηναίων περιγράφουν δύο πνευματικοί άνθρωποι που διέπρεψαν, καθένας στον τομέα του. Ο θεατρικός συγγραφέας Διονύσης Δεβάρης (1883-1955) και ο ζωγράφος Μίμης Βιτσώρης (1902-1945). Και οι δύο για βιοποριστικούς λόγους εργάστηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, ο πρώτος γράφοντας και ο δεύτερος πλουτίζοντας με εικόνες, έργα τέχνης, τα σχετικά ρεπορτάζ.
Στην εφημερίδα «Η Βραδυνή», το καλοκαίρι του 1934 διαβάζουμε:
«Και φέτος οι περισσότεροι Αθηναίοι θα παραθερίσουν εις τας Αθήνας. Εκτός ελαχίστων προνομιούχων, που ημπορούν να εξοδεύσουν και χρήμα και χρόνον και να εγκαταλείψουν το αθηναϊκό καμίνι, οι άλλοι, η μεγάλη πλειονότης, θα μείνη εδώ. Ο εργαζόμενος κοσμάκης θα ζητήση ανάπαυσιν, δροσιά, διασκέδαση σε ένα κέντρο όχι μακρυά από το σπίτι του. Δεν είνε το χειρότερο αυτό, αν σκεφθή κανείς ότι την εποχή της μεγάλης ζέστης υπάρχουν γυναικούλες που παραθερίζουν στις αυλές τους ή έξω από την πόρτα του σπιτιού των».
Η περιήγηση αρχίζει από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, ένα από τα στέκια των ξενύχτηδων. Οι ντόπιοι Αθηναίοι, αλλά και οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μόλις 12 χρόνια μετά την Καταστροφή και ακόμα λιγότερα από την εγκατάστασή τους στα προσφυγικά, απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, είχαν τις δικές τους προτιμήσεις. Η μίξη της μουσικής, αλλά και της διασκέδασης μόλις άρχισε. Εκεί λοιπόν ήταν η μπυραρία του Μουρούζη με live πρόγραμμα όπως θα λέγαμε σήμερα. Η Ρόζα Εσκενάζυ, η Εβραία από τη Θεσσαλονίκη όπως την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του άρθρου, προσέφερε χαρά με τα παθητικά τραγούδια της Ανατολής. Μόνο που το 1934 η μπυραρία είχε αλλάξει ιδιοκτήτη κι είχε πάρει ευρωπαϊκή μορφή.
«Η λεωφόρος Αλεξάνδρας είναι τα σύνορα που χωρίζουν την Ανατολή από τη Δϋση, το μεταίχμιο δύο κόσμων. Δεξιά η εξευρωπαϊσμένη Αθήνα, αριστερά προσφυγικοί συνοικισμοί
Το κενό που άφησε ο εξευρωπαϊσμός της μπυραρίας το κάλυψε «Ο πατέρας» των αδελφών Τσούβαλη. Μια μικρή παράγκα αναπήρου και ένα υπαίθριο ζυθεστιατόριο είναι όλο κι όλο. Στο βάθος υπάρχει πάλκο. «Στη σκηνή μια γυναίκα με κόκκινο μεταξωτό ντεκολτέ η Μαρία Μπρουσσαλιά και η Τασία με κίτρινο φόρεμα μεταξωτό, σκεπασμένο με χάντρες ασημένιες, συνοδευόμενες από βιολί και σαντούρι, λικνίζουν τη σκέψη των ακροατών με παθητικά ανατολίτικα τραγούδι. Μαζί τους κι Καρλεμπης», φίρμα της εποχής που έχει κυκλοφορήσει και δίσκους».
Ανταγωνιστής του με το ίδιο ρεπερτόριο είναι η «Λεύκα» του Ν. Λεφάκη. Εδώ «πρώτο όνομα» είναι η Μαρία Φραντζεσκοπούλου πιο γνωστή ως «Πολίτισα». Η Μαρία, όπως διαβάζουμε τραγουδά με την ίδια ευχέρεια στα ελληνικά, στα αραβικά και στα τούρκικα.
Για τους φίλους του σινεμά υπάρχουν τα διάσημα «Βερντέν» και «Παναθήναια» που δέχονται… πίεση από το «Νινιόν» που μόλις άνοιξε.
Στο «Λουξ» φιλοξενούνται επιθεωρήσεις και εντύπωση προκαλεί στους Αθηναίους η εμφάνιση του νάνου Λαντού.
Τη διασκέδαση της περιοχής κλείνουν δύο καμπαρέ, το «Χόλιγουντ» και «Στρέλνα» που συγκέντρωναν την αθηναϊκή νεολαία (και όχι μόνο) που ήθελε να διασκεδάσει ευρωπαϊκά.
Ο… άλλος κόσμος
Τελείως διαφορετική η εικόνα στον Σταθμό Λαρίσης, εκεί όπου συνυπάρχουν δύο κόσμοι. Τους ενώνει το σκοτάδι. Ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά την εικόνα που συνάντησε μόλις κατέβηκε από το τραμ με τον αριθμό 5 που έκανε εκεί τέρμα:
«Μπροστά μας κέντρα εις τα οποία τα φώτα είναι τόσο λιγοστά και αδύνατα, ώστε θαρρεί κανείς πως υπογραμμίζουν το άφθονο σκοτάδι που επικρατεί εις το μέρος τούτο. Πιο πέρα όμως από το «Αλκαζάρ» το φως είναι περισσότερο. Κι εδώ κοριτσόπουλα του λαού πιασμένα από το χέρι που ήλθαν από το σπίτι τους να πάρουν λίγο αέρα και ίσως… Γιατί όχι; Μπορεί να έρθει η τύχη από εκεί που δεν το περιμένεις. Να πηδήξει μέσα από το σκοτάδι. Γι’ αυτό η εξαιρετική περιποίηση στο ντύσιμο, στην τουαλέτα. Έτσι βγαίνουν περπατώντας πάνω κάτω με τη σκέψη τυλιγμένη στην αχλύ του ονείρου…»
Στη συνέχεια μας δίνει τον «οδηγό διασκέδασης» της περιοχής. Δύο κινηματογράφοι το διάσημο μέχρι τις μέρες μας «Αλκαζάρ» που έγινε και κινηματογραφική ταινία και το «Βικτώρα».
«Κοιτάξτε με τι ύφος προχωρούν προς το ταμείο οι άνθρωποι που έχουν το χρήμα για να πληρώσουν το εισιτήριο. Σαν κατακτητές, σαν κύριοι του εδάφους… Κοιτάξτε τις άλλες. Πλανώνται μέσα στη νύχτα, ακυβέρνητα πλάσματα. Το πολύ πολύ συνοδεύουν τη ρέμβη τους με τον πασατέμπο» γράφει για τους έχοντες και τους… μη έχοντας, ακόμα και για ένα εισιτήριο κινηματογράφου.
Δεξιά από τον κινηματογράφο «Βικτώρα» η σκηνή του Καραγκιόζη. Δίπλα στα υπερφωτισμένα ταμπλό του σινεμά με τις φωτογραφίες των πρωταγωνιστών, ένα απλό χρωματιστό πρόγραμμα με τον Κατσαντώνη από πάνω και τον Αλή Πασά από κάτω «με χρώματα και τεχνικό προμινωϊκής εποχής» όπως εύστοχα τα χαρακτηρίζει.
Υπάρχει και «κέντρο ποικιλιών» στην περιοχή. Το «Ζέπελιν». Μεταμόρφωσαν σε χώρο διασκέδασης έναν βρώμικο χώρο που χρησίμευε ως γκαράζ για τα κάρα της περιοχής. Κι όπως διαβάζουμε για δύο ολόκληρα χρόνια είχαν προβλήματα με την πολεοδομία και την αστυνομία. Τι ήταν το «κέντρα ποικιλιών»; Λίγο απ’ όλα. Η ορχήστρα έπαιζε μουσική, ακολουθούσαν τα ακροβατικά, ηθοποιοί άλλαζαν τακτικά κάνοντας μερικά νούμερα από τις επιθεωρήσεις που έπαιζαν, έτσι ως… διαφήμιση.
Το βαρύ πυροβολικό» της περιοχής είναι τα δύο θέατρα. Το «Περοκέ που υπάρχει ακόμα και το «Σαμαρτζή. Στο πρώτο παίζεται η «Σερενάτα» των Σπυρόπουλου – Παπαδούκα» με πρωταγωνιστές τον Βασίλη Αυλωνίτη και την Μαρίκα Νέζερ.
Στο «Σαμαρτζή» η επιθεώρηση λέγεται «Άλλο πράγμα» και την έχει γράψει ο Πολ Νορ ο οποίος κάνει ένα πέρασμα από την σκηνή υποδυόμενος τον Αισχύλο!
Στις μέρες μας έχουν μείνει ελάχιστα από τους τόπους που διασκέδαζαν στις διακοπές τους οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής. Η Αθήνα μεγάλωσε, έγινε τεράστια και η διασκέδαση μεταφέρθηκε στην παραλία. Τα γρήγορα αυτοκίνητα οδηγούν εκεί όσους μένουν στην πόλη και αναζητούν μια ανάσα δροσιάς και απόδρασης από την καθημερινότητα. Η Λεωφόρος Αλεξάνδρας με τα θέατρά της έγινε απλά το όριο του δαχτυλίου, ενώ ο χώρος γύρω από τον Σταθμό Λαρίσης γέμισε με ξενοδοχεία για όσους διαλέγουν το τρένο, όταν αυτό λειτουργεί, για να μείνουν για λίγες μέρες στην πρωτεύουσα…