Στην αρχή ήταν μερικές φωτογραφίες στις εφημερίδες. Ο μαχαραγιάς της Καπουρτάλα έφθασε στην Αθήνα. Κι όπου Καπουρτάλα ένα μικρό βασίλειο των Ινδιών με τον μονάρχη του να διαθέτει περιουσία αντιστρόφως ανάλογη της έκτασής του βασιλείου του. Απέραντη!
Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 1927. Είναι Απρίλιος, λίγες μέρες πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η άφιξή του μαχαραγιά εντυπωσίασε. Μπορεί οι Ινδίες να βρίσκονταν υπό αγγλική κατοχή, αλλά το γεγονός ότι έβγαζε μερικές χιλιάδες δραχμές κάθε λεπτό ήταν αρκετό να… συγκινήσει τους κατοίκους της ελληνικής πρωτεύουσας.
Η λέξη μαχαραγιάς προέρχεται από τις ινδικές «Μαχά» που σημαίνει Μέγας και «Ρατζάν» που έχει την έννοια του βασιλιά ή σωστότερα του ανθρώπου που δεν έχει κανένα πάνω από το κεφάλι του. Οι Άγγλοι που ήταν πάνω από το κεφάλι όλων των Ινδών, άρα και των μαχαραγιάδων, τους μετέτρεψαν απλά σε ευγενείς. κάτι σαν τους δικούς τους «σερ». Σεβάστηκαν τις περιουσίες τους, έδωσαν επιπλέον προνόμια αρκεί, φυσικά, να ήταν αφοσιωμένοι.
Tούτος εδώ, Τζαγκατζίίτ Σιν το όνομά του, ήταν λίγο πιο… ανεξάρτητος. Συμπαθούσε τους Γάλλους και μια από τις έξι γυναίκες του ήταν Ισπανίδα.
Ήρθε μαζί με τον γαμπρό του που σπούδαζε στην Αγγλία, στο Ίτον.
Κατέλυσε με την ακολουθία του στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» που επειδή είχε πολλούς πελάτες είχε νοικιάσει και το παλάτι του πρίγκιπα Νικολάου επί της Βασιλίσσης Σοφίας. Βρισκόμαστε στα χρόνια της πρώτης ελληνικής Δημοκρατίας, ο Νικόλαος ήταν εξόριστος και σκέφθηκε επιχειρηματικά. Νοίκιασε το παλάτι του στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» για να το χρησιμοποιεί κυρίως για δεξιώσεις με το όνομα «Πτι Παλέ». Σήμερα στεγάζει την Ιταλική πρεσβεία (Σέκερη 2 και Βασιλίσσης Σοφίας στο Σύνταγμα).
Στα χρόνια εκείνα μαζί με τους Βασιλιάδες χάθηκαν και τα ονόματα τους στους δρόμους. Έτσι η Βασιλίσσης Σοφίας είχε μετονομαστεί σε Κηφισίας, αφού στην ουσία είναι η προέκτασή της.
Κι ενώ η Αθήνα συζητούσε για τον μαχαραγιά που είχε έρθει στα μέρη μας, περισσότεροι από 300 Αθηναίοι δέχτηκαν πρόσκληση για τη μεγάλη δεξίωση που θα έδινε ο πάμπλουτος επισκέπτης το βράδυ της 7ης Απριλίου στο «Πτι Παλέ».
Είχαν κληθεί αρχηγοί κομμάτων, επιχειρηματίες, κοσμικοί. Από νωρίς είχε δημιουργηθεί μποτιλιάρισμα στο Σύνταγμα όταν στην Αστυνομική Διεύθυνση χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη ο έντρομος διευθυντής του «Πτι Παλέ» που ζήτησε τον αστυνομικό διευθυντή Ιωάννη Καλυβίτη:
«Σας παρακαλώ βοηθήστε με. Έρχεται διαρκώς κόσμος για μια δεξίωση του μαχαραγιά. Δυστυχώς δεν έχει προγραμματιστεί τέτοια δεξίωση. Είναι όλη η καλή κοινωνία εδώ και δεν μπορώ να τους εξηγήσω…»
Αστυνομικοί, αλλά και τροχονόμοι έσπευσαν στην περιοχή. Με τα χίλια ζόρια προσπαθούσαν να πείσουν αρχηγούς κομμάτων και κοσμικούς ότι η δεξίωση δεν θα γινόταν. Πήραν και αντίγραφα των προσκλήσεων. Είχαν στείλει, υποτίθεται από το υπουργείο Εξωτερικών, αλλά δεν έφεραν σφραγίδα. Κι ακόμα οι προσκλήσεις είχαν ταχυδρομηθεί με γραμματόσημο κι όχι με την υπηρεσιακή σφραγίδα.
Σίγουρα ήταν φάρσα. Μια φάρσα που είχε στήσει κάποιος που πιθανότατα από κάποια γωνιά θα διασκέδαζε με το θέαμα.
Οι μόνοι που δεν διασκέδασαν ήταν οι αστυνομικοί που έχασαν τον ύπνο τους χωρίς να υπάρχει λόγος. Και βάλθηκαν να ανακαλύψουν τον φαρσέρ.
Δύο εβδομάδες αργότερα διαβάζουμε στις εφημερίδες
Ο «ένοχος» είχε συλληφθεί, ήταν ευυπόληπτος πολίτης, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτα.
Με τι να παραπέμψουν τον «ένοχο»;
Για πλαστογραφία; Δεν είχαν πλαστογραφήσει ούτε κρατική σφραγίδα, ούτε υπογραφή. Το δε όνομα «Καλλιγιάννης» ανύπαρκτο.
Απάτη; Ο νόμος που ίσχυε μιλούσε για φυλάκιση εάν υπήρχε κέρδος άνω των 100 δραχμών. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση ο φαρσέρ δεν είχε κερδίσει τίποτα.
Το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν να ζητήσουν τα θύματα της φάρσας τα έξοδα που είχαν κάνει για να πάνε. Τη βενζίνη που έκαψαν ή τα χρήματα που πλήρωσαν στο ΤΑΧΙ. Κανένα μέλος της «καλής» κοινωνίας δεν θα καταδεχόταν να παραδεχτεί ότι έπεσε θύμα ενός φαρσέρ για λίγες δραχμές. Βλέπετε τότε η βενζίνη ήταν φτηνή.
Οι αστυνομικοί αποφάσισαν να δημοσιοποιήσουν το όνομα του φαρσέρ για να τον εκθέσουν.
Το πέτυχαν; Μάλλον όχι. Όσοι δεν είχαν κληθεί στη «δεξίωση» του μαχαραγιά όχι μόνο γέλασαν με τη ψυχή τους, αλλά έδιναν και συγχαρητήρια!
Όσο για τον πραγματικό μαχαραγιά όχι μόνο δεν έδωσε δεξίωση, αλλά το αντίθετο, τον δεξιώθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης, ο υπουργός Εξωτερικών και στη συνέχεια πήγε στους Δελφούς.
Ο γαμπρός του, ο ραγιά, προτίμησε να μείνει λίγες μέρες στην Αθήνα για να γνωρίσει καλύτερα την πρωτεύουσα αν κρίνουμε από ένα δημοσίευμα της εποχής.