Οι πλημμύρες της Θεσσαλίας πέρασαν σε δεύτερο πλάνο. Έμεινε ο πόνος, τα προβλήματα των ανθρώπων και φυσικά σε πολλές περιπτώσεις οι λάσπες, ακόμα και τα κουφάρια των νεκρών ζώων.
Οι κάμερες αποσύρθηκαν, οι ρεπόρτερ πήγαν σε άλλες περιοχές για να καλύψουν τα θέματα της επικαιρότητας και οι άνθρωποι έμειναν με τον πόνο που προκάλεσε η καταστροφή.
Το εντυπωσιακό είναι ότι και πριν 70 χρόνια, το 1953 στις ίδιες περιοχές υπήρξαν θεομηνίες. Βέβαια τότε δεν είχαν όνομα, όπως γίνεται σήμερα, είχαν όμως τις ίδιες καταστροφές.
Τότε, το 1953, ένας από τους δαιμόνιους ρεπόρτερ της εποχής, ο Θόδωρος Δράκος, επισκέφθηκε τη Θεσσαλία και έγραψε τις εντυπώσεις του. Οι σκηνές που περιγράφει τον μακρινό Νοέμβριο του 1953, δυστυχώς, θα μπορούσαν να είναι σημερινές!
«Σ’ ενός μικρού κοριτσιού το πρόσωπο και στο βλέμμα, εκεί στο πλημμυρισμένο χωριό Κουρτίκι, διάβασα τις εφιαλτικές ώρες που πέρασε ο κάμπος της Θεσσαλίας. Ήταν βρεγμένο ως το κόκκαλο. Το προσωπάκι του κερένιο. Και τα δόντια του χτυπούσαν. Δεν είχε το κουράγιο, ούτε να μιλήσει. Το είδα, την ώρα που το έφερνε μια βάρκα στους πρόποδες του μικρού λόφου του χωριού Βοχλός. Βούτηξα, όπως ήμουν, μέσα στα νερά, τ’ άρπαξα στην αγκαλιά μου και το έβγαλα στην… ξηρά!
-Ευχαριστώ, κύριε! Κατόρθωσε να μου ψιθυρίσει. Βραχήκατε κι εσείς…
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του νομάρχου κ. Σακκά.
Έχω δει κι άλλες πλημμύρες στο θεσσαλικό κάμπο. Μια τέτοια καταστροφή, πρώτη φορά αντίκρισα. Είναι κάτι, που δεν μπορεί να το συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου. Κάτι απερίγραπτο. Μόνο όσοι τόλμησαν να φθάσουν μέχρι τα πλημμυρισμένα χωριά, είδαν την τρομερή θεομηνία. Τις φοβερές ζημιές. Την έκταση της δυστυχίας που απλώθηκε στον θεσσαλικό κάμπο. Είναι, αλήθεια, απερίγραπτα φοβερό να στήνεις αυτί και ν’ ακούς το νερό να πλησιάζει… Να παρακολουθείς το νερό που θα ρθεί να κατακλύσει την περιοχή, να γκρεμίσει το σπίτι του, να καταστρέψει κάθε τι, που με κόπο δημιούργησε…
Ποιό τρομερό είναι το συναίσθημα αυτό την νύκτα. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ν’ ακούς αυτό τον ύπουλο εχθρό, να γλιστράει ανάμεσα στα πόδια σου, να προχωρέι, να ανεβαίνει ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε μέτρα, να καβαλάει δρόμους και γέφυρες, να τρώει την άσφαλτο και το χώμα, να παρασύρει τα πάντα και να ανοίγει βάραθρα! Κι εσύ, εσύ ο φτωχός αγρότης, να μη ξέρεις που να πας. Πως να σώσεις τους δικούς σου. Πως να γλιτώσεις τα υπάρχοντα σου, το σπίτι σου…»