Με αφορμή την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού του κράτους για το 2020 στη Βουλή, καλό είναι να θυμόμαστε ανατρέχοντας στα ιστορικά στοιχεία τη σύνταξη του πρώτου προϋπολογισμού του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους το 1823.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πολλοί επιχείρησαν να αποδώσουν στη γλώσσα τους τον ορισμό «έσοδα έξοδα του επόμενου έτους» και στο τέλος, να του προσδώσουν μια λέξη όπως για παράδειγμα οι Άγγλοι «budget» που απλά έχει καθιερωθεί ως «προϋπολογισμός» από τις αγορές. Ας δούμε όμως πως ξεκίνησαν όλα…
H Α’ Συνέλευση στην Επίδαυρο, το 1822, προέβλεπε τη διαδικασία του «υποθετικού λογαριασμού». Η ονομασία «προϋπολογισμός» δόθηκε δώδεκα χρόνια μετά, στις 10 Σεπτεμβρίου 1835.
O πρώτος ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ του ελληνικού κράτους ψηφίστηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1845. Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει πουθενά σε ξένη γλώσσα η λέξη που να αποδίδει αυτό που σημαίνει και εννοεί η ελληνική λέξη προϋπολογισμός.
Ούτε στην Ελλάδα αρχικά υπήρχε αυτή η λέξη. Στην αρχή του χρόνου έκαναν τη σύνταξη «υποθετικού λογαριασμού των προσόδων και εξόδων της διοικήσεως», και στο τέλος κάθε χρόνου έκαναν «λογαριασμό των γενομένων προσόδων και εξόδων».
Για πρώτη φορά, θα μπορούσαμε να πούμε – προνήπιο αυτού που λέμε σήμερα Προϋπολογισμό, έγινε τον Απρίλιο 1823. Πόσο καιρό χρειάζονταν να συντάξουν τον προϋπολογισμό του κράτους, δεδομένων των αδυναμιών που υπήρχαν λόγω έλλειψης ειδικών υπηρεσιών, καταρτισμένων υπαλλήλων… Αλήθεια, κατέθεταν φόρους οι πολίτες;
Για τη σύνταξη εκείνου του Προϋπολογισμού συστήθηκε Επιτροπή από έξι πολιτικούς και έξι στρατιωτικούς, και ολοκλήρωσε την εργασία της σε οκτώ ημέρες.
«Τα έσοδα ως προς τα έξοδα δεν είναι το ουδέν» ήταν η πρώτη διαπίστωσή τους. Στη συνέχεια επισήμαιναν ότι όσο και αν αυξάνονταν τα έσοδα με πιέσεις στις αγωνιζόμενες ελληνικές επαρχίες δεν θα εξισώνονταν με τα έξοδα. Ως έσοδα αποτιμούνταν οι προσφορές των διαφόρων τόπων σε λάδι, κρασί, χαρούπια, σταφίδες, φρούτα κ.λπ.
Όσο για τα έξοδα… «πλησιάζομεν εις την αλήθειαν», έγραφαν!! Η κύρια πηγή εσόδων κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης ήταν τα λάφυρα των εκπορθούμενων φρουρίων, καθώς και λείες που προέκυπταν από μάχες και ναυτικές εμπλοκές με τους Τούρκους. Τα λάφυρα και οι λείες, είχε αποφασισθεί να διαμοιράζονται σύμφωνα με το εθιμικό αξίωμα, έτσι ώστε να ικανοποιούνται όλες οι πλευρές, το 1/3 στο Δημόσιο Ταμείο, το 1/3 στους μαχόμενους πολιορκητές και το 1/3 στα πλοία που βοηθούσαν στην πολιορκία.
Τα λάφυρα και οι λείες όμως υπήρξαν υπολογίσιμη πηγή του Αγώνα μόνον κατά το πρώτο καιρό, αφού αργότερα άρχισαν να παρουσιάζονται φαινόμενα αρπαγής και κατάχρησης των λαφύρων, ιδιαίτερα με την έναρξη των εμφυλίων συγκρούσεων.
Επίσης:
1. Στη Συνεδρίαση της 9ης Ιανουαρίου 1822 καθορίσθηκαν οι στρατιωτικοί βαθμοί και οι μισθοί κάθε βαθμού
2. Στη συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 1822 συζητήθηκε, «σχεδόν νόμου περί δανείου πέντε μιλλουνίων»
3. Στη Συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου 1822 η Βουλή αποφάσισε την αναγκαστική απαλλοτρίωση του επεξεργασμένου χρυσού και αργύρου που κατείχαν οι πολίτες, καθώς επίσης και την επίταξη των επιπλέον, όπλων, της πυρίτιδας, του μολύβδου και των σκηνών που κατείχαν οι πολίτες και οι στρατιώτες.
4. Στη Συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 1822 η Βουλή αποφάσισε ότι το Υπουργείο των Οικονομικών έπρεπε να διατάξει τις τοπικές Διοικήσεις να επισπεύσουν την είσπραξη της δια του νόμου αρ. 2 επιβληθείσης κατά άτομο εισφοράς
5. Στη Συνεδρίασης της 5ης Απριλίου 1822 ψηφίστηκε ο Νόμος [ υπ’ αριθ. 9] με τον οποίο αποφασίσθηκε γ συγκέντρωση όλων των χρυσών και αργύρων σκευών των Μοναστηριών και των εκκλησιών
6. Στη Συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 1822, ψηφίστηκε η Φορολογία της Δεκάτης, η οποία ήταν η κυριότερη πηγή εσόδων.
7.Στη Συνεδρίασης της 30ης Απριλίου 1822 ψηφίστηκε ο υπ. Αριθμ . 12 Νόμος, για τον «οργανισμό των Ελληνικών Επαρχιών» με τον οποίο εισήχθη ο θεσμός του Επάρχου πλαισιωμένου μεταξύ άλλων από τον φροντιστή της οικονομίας, ο οποίος ήταν οικονομικός έφορος και λογιστής.
8.Στη Συνεδρίαση της 14ης Απριλίου 1823, η Βουλή αποφάσισε να πουληθούν με δημοπρασία, σπίτια με τις περιοχές τους, μύλοι, μαγαζιά, χάνια, λουτρά, τζαμιά με μεδρεσέδες, φούρνοι και ελαιοτριβεία.
9.Στη Συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 1823 αποφασίστηκε να γίνει έρανος ύψους 1.000.000 γροσίων, το οποίο να κατανεμηθεί ως εξής: Πελοπόννησος 500.00, Ανατολική Ελλάδα 100.000, η Εύβοια 40.000, τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά 37.000, το Αιγαίο πέλαγος 60.000, η Δυτική Ελλάδα 62.500 και η Κρήτη 100.000.
10.Προβούλευμα Αριθμ. 168/24-6-1823. Ο Πρόεδρος του Βουλευτικού απευθύνθηκε στο Υπουργείο των Εσωτερικών, σχετικά με τις αρπαγές και τις καταχρήσεις που γίνονταν από μερικούς στρατιώτες, στο αλεύρι και σε άλλα είδη διατροφής. Επίσης, για τα χρήματα (δωροδοκία) που ζητούσαν από τους εισερχόμενους με προμήθειες στην πόλη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται έλλειψη τροφίμων.
11.Στην Συνεδρίαση της 6ης Ιουλίου 182 η Βουλή αποφάσισε τον αποκλεισμό από την αγορά των εθνικών εισοδημάτων όλων εκείνων που κατείχαν θέση στην Διοίκηση, για την αποφυγή κάθε κατηγορίας. Αποκλείονταν με αυτό τον τρόπο όσοι ήταν βουλευτές, υπουργοί, έπαρχοι, νομοτελεστές και στρατηγοί και γενικά όσοι κατείχαν στη στιγμή εκείνη δημόσιο αξίωμα.
12. Στη Συνεδρίαση της 27ης Ιουλίου 1823 μετά από πολλές συσκέψεις ψηφίσθηκε ο υπ’ αριθμ. 27 νόμος «περί δασμού εισαγωγής και εξαγωγής εμπορευμάτων», προκειμένου τα έσοδα να δοθούν στον Ελληνικό στόλο. Το νέο δασμολόγιο επέβαλε δασμό σε κάθε είδος που εισάγεται ή εξάγεται.
13.Προβούλευμα Αριθμ. 462/11 Νοεμβρίου 1823. Με την αίτηση του το Βουλευτικό ζήτησε από το Εκτελεστικό, εντός τριών ημερών, λεπτομερή ενημέρωση και λογαριασμό σχετικά με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από την εκποίηση εθνικών κτημάτων, προκειμένου να κινηθούν τα πλοία για την σωτηρία του Μεσολογγίου.
14. Στη Συνεδρίαση της 11ης Νοεμβρίου 1823 η Βουλή ασχολήθηκε με το θέμα της πώλησης αιχμαλώτων και κατήγγειλε την «παρανομία» του Εκτελεστικού καθώς και την πώληση Τούρκων αιχμαλώτων από τους φίλους της Κυβέρνησης, έναντι σοβαρών χρηματικών ποσών. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Επιδαύρου, παρ. ΄θ «είς την ελληνική επικταρεία ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος».
Το Βουλευτικό ήθελε τους αιχμαλώτους να τους ανταλλάξει με αιχμάλωτες ελληνικές οικογένειες και όχι να αποτελούν πηγή πλουτισμού κυβερνητικών ευνοούμενων».
Ο δεύτερος «Προϋπολογισμός»
Ο δεύτερος «Προϋπολογισμός» καταρτίσθηκε από τον Καποδίστρια τον Ιούλιο 1829
Ο τρίτος λογαριασμός και αφορούσε την περίοδο Μάιος 1829-Απρίλιος 1830 ονομαζόταν «Υποθετικός λογαριασμός εσόδων και εξόδων της Επικρατείας».
Έτσι, πάμε στο 1845 που μιλάμε πλέον για τον πρώτο προϋπολογισμό με τη σημασία του όπου εν τω μεταξύ είχε εκδοθεί και ο πρώτος νόμος για την ίδρυση μιας οικονομικής εφορείας σε καθεμιά από τις 17 τότε επαρχίες της ελληνικής επικράτειας.
Η Ιστορία του πρώτου Προϋπολογισμού
Στην Α’ Συνέλευση στην Επίδαυρο, το 1822, ψηφίστηκε το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος. Ακολούθησαν, το 1823, η Β΄ Συνέλευση στο Άστρος και ο «Νόμος της Επιδαύρου» και, το 1827, η Γ΄Συνέλευση στην Τροιζήνα με το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος».
Ήδη το Σύνταγμα της Επιδαύρου προέβλεπε τη διαδικασία του «υποθετικού λογαριασμού», η οποία και διατηρήθηκε και στα δύο επαναστατικά Συντάγματα που ακολούθησαν.
Σύνταγμα Επιδαύρου: «Άρθρο μα΄ Το Βουλευτικόν σώμα επεξεργαζόμενον, εγκρίνει είς την αρχήν εκάστου έτους τον υποθετικόν λογαριασμόν των προσόδων και εξόδων, ο οποίος καθυποβάλλεται εις την επίκρισίν του από το Εκτελεστικόν Σώμα (…)».
Με τον τρόπο αυτό θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα αυτό που σήμερα καθιερώθηκε ως «προϋπολογισμός του Κράτους». Μέχρι τότε ισχύ είχαν φορολογικοί και λογιστικοί κανόνες.
Η ονομασία «προϋπολογισμός» δόθηκε από αρκετά χρόνια, στις 10 Σεπτεμβρίου 1835 από το Συμβούλιο της Επικρατείας που «συνεστήθη δια νόμου έχον αρμοδιότητα οιονεί κοινοβουλευτικού Σώματος εφ’ όλων των κλάδων της διοικήσεως και αποτελούμενον από σοβαρά της εποχής πρόσωπα», όπως αναφέρεται.
Να σημειωθεί ότι οι κανόνες της ισχύουσας τότε νομοθεσίας προηγήθηκαν του Συντάγματος του 1844 και εφαρμόζονταν, πρίν η Γαλλία αποκτήσει τον πρώτο λογιστικό κώδικα το 1838, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια και συγκεκριμένα το 1852 έγινε Λογιστικός νόμος και του Ελληνικού Κράτους.
Σύνταγμα
«Άρθρο 3. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και συνεισφέρουσιν αδιακρίτως εις τα δημόσια βάρη αναλόγως της περιουσίας των».
«Άρθρο 52. Ουδείς φόρος επιβάλλεται, ουδέ εισπράττεται, αν προηγουμένως δεν ψηφισθή παρά Τε της Βουλής και της Γερουσίας και κυρωθή υπό του Βασιλέως».
«Άρθρο 53. Κατ’ έτος η Βουλή και η Γερουσία ψηφίζουσι τον προϋπολογισμόν. Όλα τα έσοδα και τα έξοδα του Κράτους πρέπει να σημειώνται είς τον προϋπολογισμόν».
Ο πρώτος προϋπολογισμός ψηφίσθηκε στο σύνολό του και κυρώθηκε δια του νόμου ΚΑ΄ στις 5 Νοεμβρίου του 1845.
«ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ»
Πρέπει όμως να ξέρουμε πως γινόταν, πως λειτούργησε η επιχείρηση Αγώνας για την Ανεξαρτησία: Οι αγωνιστές αμείβονταν για τον χρόνο που ήταν απασχολημένοι στη μάχη, αμείβονταν και για το άλογο τους, αμείβονταν από κάποιον κεφαλαιούχο, ο οποίος κατέθεσε την Κεντρική Διοίκηση της Επανάστασης κατάλογο με τα έξοδα που είχαν κάνει προκειμένου να αποζημιωθούν από το «αυριανό» κράτος…
Όσοι διέθεταν τα οικονομικά μέσα μπορούσαν να διατηρούν «στρατόπεδο», να διαθέτουν δηλαδή δέκα, είκοσι, πενήντα, εκατό ετοιμοπόλεμους ατάκτους που θα ακολουθούσαν στις μάχες εγκαταλείποντας οικογένεια και ασχολίες.
Αυτοί, όσο καιρό ήταν απασχολημένοι στην πολιορκία ή στη μάχη, θα πληρώνονταν από τον οπλαρχηγό τους. Θα ελάμβαναν ημερομίσθιο (το «σιτηρέσιον»), αποζημίωση για τα πυρομαχικά τους και για το άλογο τους ( ελάμβανε και το άλογο ημερομίσθιο ). Οι τιμές των αμοιβών ήταν ορισμένες, δεν έδινε κάθε οπλαρχηγός όσα ήθελε….
Από την αλληλογραφία του Βουλευτικού Σώματος αναδεικνύεται η σχεδόν πλήρης ασυνεννοησία και οι αντιθέσεις ανάμεσα στο Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, αναφορικά με τις συγκρούσεις κατά τις δημοπρασίες ενοικίασης των εθνικών κτημάτων, τις καταχρήσεις των εθνικών εισοδημάτων, τις διαρπαγές από τα στρατιωτικά τμήματα κ.α.».
«Το 1822 στην Α΄ Εθνοσυνέλευση το σύνταγμα προνοεί: «η Κυβέρνηση στην αρχή του έτους συντάσσει υποθετικόν λογαριασμόν [Σημ. «Προϋπολογισμός»] και υποβάλλει για επίκρισιν. Παρόλα αυτά για το οικονομικό έτος 1822-1823 δεν κατόρθωσαν να συντάξουν προϋπολογισμό, και το επόμενο οικονομικό έτος συντάχθηκε προϋπολογισμός, αλλά δεν έγινε απολογισμός και τούτο, γιατί δεν υπήρχε ειδική υπηρεσία.
Το υπουργείο Οικονομίας λειτουργούσε με έναν υπάλληλο.Γενικά τα στοιχεία για τα οικονομικά της περιόδου 1821-1824 δεν είναι ιδιαίτερα ακριβή λόγω έλλειψης οργανωμένης επιμελητείας των υπουργείων οικονομικών και πολέμου. Επίσης αμφισβητούμενο στοιχείο είναι και η διαχείριση των οικονομικών πόρων. Το σίγουρο είναι ότι τα έσοδα ήταν πολύ λιγότερα από τα έξοδα του αγώνα.
Την ερμηνεία της λέξης «προϋπολογισμός» ανατρέχουμε στο βιβλίο του Σπυρίδωνα Δεϊμέζη: «ΜΕΛΕΤΑΙ» επί του Γενικού Προϋπολογισμού του Κράτους, το οποίο εκδόθηκε το 1899 να αναφέρουμε εδώ ότι ο Σπυρίδων Δεϊμέζης γεννήθηκε το 1829 ήταν Έλληνας οικονομολόγος, πολιτικός διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών.
«Κατά τα γενικάς αρχάς της επιστήμης των οικονομικών, τα ομοφώνους διατάξεις των πολιτευμάτων των διαφόρων συνταγματικών εθνών, και κατά τους πανταχού παραδεδεγμένους γενικούς κανόνας, περί της διοικήσεως των δημοσίων οικονομικών, η μόνη αυθεντική πράξις, εν ή οφείλουν να κατατάσσωνται συγκεφαλαιωμένα αφενός τα υποτιθέμενα, ότι μέλλουν βεβαιωθη έσοδα, και αφ’ ετέρου τα υπολογιζόμενα ως απαραίτητα δια την εν γένει διοίκησιν και τας υποχρεώσεις του Κράτους έξοδα κατά την περίοδον ενός έτους, καλείται «Προϋπολογισμός», όστις κατ’ έτος εξετάζεται και ψηφίζεται
υπό των αντιπροσώπων του λαού, όπου υπάρχει συνταγματικόν πολίτευμα, ή υπό του μονάρχου εν ταις απολύτοις μοναρχίες.
Η εν πάσι πλουσία ελληνική γλώσσα έχει την προσήκουσα λέξιν «Προϋπολογισμός», ήτις ακριβώς εκφράζει αυτό το πράγμα. Ο κ. Δεϊμέζης αναφέρει στο βιβλίο του τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Ευρωπαίοι, προκειμένου να βρουν την κατάλληλη λέγη που να αποδίδει και να ορίζει τον προϋπολογισμό.
«Αι ξέναι όμως γλώσσαι, στερούμεναι της καταλλήλου λέξεως, εδημιούργησαν τεχνικόν όρον, όστις δυστυχώς ούτε μεταφορικώς καν εκφράζει το πράγμα. Την αφηρημένην λέξιν «Προϋπολογισμός», μετέφρασαν εις την θετικήν «budget».
Ήτις σημαίνειν σάκκον, θηλάκιον, βαλάντιον και τα παρόμοια. Ετυμολογείται δε εκ της λατινικής ή κελτικής λέξεως «bugette»προσθήκη ενός ευφωνικού «D».
Το λεξικό της πολιτικής οικονομίας, την λέξη «budget», επεξηγεί: «Επίσημον λογαριασμόν των δημοσίων εσόδων και εξόδων».