Εκείνο το πρωινό της 4ης Απριλίου 1913 στη Θεσσαλονίκη ο καιρός ήταν καλός έπειτα από αρκετές ημέρες κακοκαιρίας. Ο ανθυπολοχαγός Εμμανουήλ Αργυρόπουλος, επιτέλους, θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μια ακόμα εκπαιδευτική πτήση με το αεροπλάνο – λάφυρο από τους Τούρκους που είχαν αφήσει κατά την αποχώρησή τους από τη πόλη λίγους μήνες νωρίτερα.
- Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΕΝΔΡΙΝΟΥ
Ήταν ένα Bleriot XI γαλλικής κατασκευής, ξύλινο. Οι Τούρκοι το είχαν ονομάσει Vatan που σημαίνει Πατρίδα.
Ήταν 8.40 το πρωί δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Αργυρόπουλος δεν ήταν μόνος. Ο εισαγγελέας Θεσσαλονίκης Αχιλλέας Λάμπρου θέλησε να δοκιμάσει την εμπειρία. Μετά από πτήση 40 λεπτών επέστρεψαν κατενθουσιασμένοι.
«Κάνουμε μια ακόμα πτήση;» πρότεινε ο Λάμπρου
«Η σειρά σου τελείωσε» απάντησε ο Αργυρόπουλος και κάλεσε τον φίλο του Κωνσταντίνο Μάνο για την επόμενη πτήση.
Σε λίγα λεπτά το αεροπλάνο απογειώθηκε και χάθηκαν στον αέρα. Δυστυχώς θα χάνονταν κι από τη ζωή.
Πλησίαζαν τον Λαγκαδά, έχουν διανύσει κάτι λιγότερο από είκοσι χιλιόμετρα όταν το αεροπλάνο χτυπήθηκε από ανέμους, στροβιλίστηκε και έπεσε κοντά στον χώρο που έκαναν ασκήσεις οι στρατιώτες του 19ου Συντάγματος Πεζικού.
Ένας στρατιώτης περιγράφει τι συνέβη στην εφημερίδα Μακεδονία:
«Περπατούσαμε στην οδό Θεσσαλονίκης – Λαγκαδά. Πριν τη γέφυρα ακούσαμε ένα βούισμα. Αμέσως μετά πάνω από το χωριό Λαϊνά είδαμε ένα αεροπλάνο κατευθύνεται στον Λαγκαδά. Το καμαρώσαμε. Ξαφνικά σταμάτησε η κανονική του πτήση. Έκανε λίγες στροφές στον αέρα. Η πτήση του έμοιαζε με πληγωμένου πουλιού κι έπειτα έπεσε στο έδαφος με μεγάλη ταχύτητα. Τρέξαμε κάτω από τα συντρίμμια ήταν αιμόφυρτοι οι δύο τολμηροί αεροπόροι».
Ένας άλλος δίνει την εικόνα της καταστροφής:
«Το αεροπλάνο δεν ήταν τίποτε άλλο από ένας όγκος από άμορφα σύρματα, ξύλα και σπασμένα φτερά. Κάτω από τα συντρίμμια δύο πτώματα μέσα στο αίμα. Με δυσκολία καταφέραμε να ανασύρουμε τους αεροπόρους οι οποίοι δυστυχώς ήταν νεκροί. Αναγνωρίστηκαν αμέσως. Ο ένας ήταν νεκρός. Στο ματωμένο πρόσωπό του διέκρινε κανείς την ωραία άνοιξη της ζωής του. Είχε πολλά τραύματα στο κεφάλι, στο σώμα. Στο αριστερό του πόδι είχε τρία κατάγματα. Φορούσε τη στολή του μηχανικού. Ήταν ο αδελφός της συζύγου του Νομάρχη, Σοφίας Αργυροπούλου. Ο συνοδός του ήταν ο γενναίος πολεμιστής της Κρήτης Κωνσταντίνος Μάνος».
Οι σοροί μεταφέρθηκαν στην Αθήνα. Πλήθος κόσμου παρακολούθησε τις κηδείες. Σε αυτήν του Κωνσταντίνου Μάνου έφθασαν από την Κρήτη τα μέλη του Ιερού Λόχου που είχε ιδρύσει για την απελευθέρωση του νησιού.
Ποιοί ήταν όμως ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος και ο Κωνσταντίνος Μάνος. Ήταν μακρινοί συγγενείς, αλλά αυτό που τους ένωσε ήταν η αγάπη για την Ελλάδα.
Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος ήταν 26 χρόνων όταν έφυγε από τη ζωή. Εγκατέλειψε το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού για να γίνει αεροπόρος. Γόνος εύπορης; φαναριώτικης οικογένειας πήγε στη Γαλλία και απέκτησε δίπλωμα πιλότου. Μαζί τιου έφερε στην Ελλάδα και το δικό του αεροσκάφος, ένα κατακόκκινο Nieuport 50HP. Με αυτό στις 8 Φεβρουαρίου έκανε την πρώτη αεροπορική επίδειξη. Μαζί του πέταξε και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος!
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους έγινε πιλότος και πραγματοποιούσε κατασκοπευτικές πτήσεις πάνω από τις εχθρικές γραμμές.
Ο Κωνσταντίνος Μάνος ήταν μεγαλύτερος, 44 χρόνων. Είχε σπουδάσει νομικά τη Λειψία και στην Οξφόρδη, υπήρξε δάσκαλος της Βασίλισσας Ελισάβετ της Αυστριας – πιο γνωστή ως «πριγκίπισα Σίσι» που έχτισε το Αχίλλειο στην Κέρκυρα – πρωταγωνίστησε στη διοργάνωση των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, υπήρξε Δήμαρχος Χανίων (1900-02), πρωταγωνιστής του απελευθερωτικού αγώνα, τόσο στην Κρήτη, όσο και στη Μακεδονία. Παράλληλα υπήρξε βουλευτής, συγγραφέας, ποιητής και ιδρυτής του Αθλητικού Ομίλου Αθηνών,. Στην Κρήτη ήρθε σε σύγκρουση με τον Ύπατο Αρμοστή πρίγκιπα Γεώργιο. Το Παλάτι δεν του το συγχώρεσε. Κι όταν φυλακίστηκε το 1904 στην τουρκοκρατούμενη τότε Δυτική Μακεδονία ο διάδοχος Κωνσταντίνος τον διέγραψε από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων επειδή δεν μετείχε σε τρεις διαδοχικές συνεδριάσεις! Σπάνια συμβαίνει τον χαμό του να θρηνήσουν δύο περιοχές που βρίσκονται στις δύο άκρες της Ελλάδας: Η Μακεδονία και η Κρήτη σαν δικό τους άνθρωπο. Κι ας μην είχε γεννηθεί σε καμμία από αυτές, αλλά στην Αθήνα.