Οι Πέρσες είχαν ένα νόμο σύμφωνα με τον οποίο όταν πέθαινε ο βασιλιάς, επικρατούσε για πέντε μέρες ανομία για να καταλάβει ο κόσμος πόσο άξιος ήταν ο βασιλιάς και πόσο χρήσιμοι οι νόμοι.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Οι Έλληνες, πίστευαν (και πιστεύουν) ότι νόμοι μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης: αν πέσει πάνω του κάτι ελαφρό και αδύναμο, το συγκρατεί, αν όμως πρόκειται για κάτι μεγαλύτερο, σκίζει τον ιστό και φεύγει… Πιστεύω ότι δεν υπάρχει σήμερα πολίτης που διαφωνεί.
Τα παραδείγματα εκατοντάδες και που δυστυχώς συνεχίζονται. Η σημερινή μας ιστορία γυρίζει 100 περίπου χρόνια πίσω και αναδεικνύει την ιστορία ενός δικτάτορα, του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος στις 20 Ιουλίου 1925 εξέδωσε ένα νομοθετικό διάταγμα, με το οποίο ορισμένα σοβαρά αδικήματα υπάγονταν στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων και στα οποία προβλεπόταν η ποινή του θανάτου δια απαγχονισμού. Ανάμεσά τους και οι υποθέσεις κατάχρησης δημοσίου χρήματος.
Ο ίδιος, εμφανιζόταν ως αμείλικτος τιμωρός των καταχραστών, αλλά αργότερα, μετά την πτώση του, θα κατηγορηθεί για πλήθος οικονομικών σκανδάλων…! Και να ήταν μόνον αυτός… Πολλά ήταν τα τότε κυβερνητικά στελέχη του που είχαν αναμιχθεί σε οικονομικά σκάνδαλα, τα οποία όμως αποκαλύφθηκαν μετά τον Αύγουστο του 1926 που ανετράπη η κυβέρνηση από τον Κονδύλη.
Η πτώση του Πάγκαλου, ή η ανατροπή του καλύτερα, οφειλόταν στις συνεχείς διώξεις των πολιτικών είχαν προκαλέσει δυσφορία στο λαό, η απαξίωση του πολιτικού λόγου και των θεσμών, η αυθαιρεσία, καθώς και η έλλειψη σεβασμού στη δημοκρατία.
Το Κίνημα* Γεωργίου Κονδύλη έγινε στις 22ης Αυγούστου 1926, ο ίδιος ήταν ο επικεφαλής των «Δημοκρατικών Ταγμάτων» και αιφνιδίασε τον δικτάτορα που παραθέριζε στις Σπέτσες. Αποτέλεσμα του κινήματος υπήρξε η επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος και η φυλάκιση του Πάγκαλου επί διετία στις φυλακές Ιτζεντίν της Κρήτης.
Ας δούμε λοιπόν τι συνέβη τότε. Όπως αναφέραμε παραπάνω, στις 20 Ιουλίου 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος, που κυβερνούσε δικτατορικά από τις 25 Ιουνίου, εξέδωσε ένα νομοθετικό διάταγμα, με το οποίο ορισμένα σοβαρά αδικήματα υπάγονταν στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων και στα οποία προβλεπόταν η ποινή του θανάτου δια απαγχονισμού.
Ανάμεσά τους και οι υποθέσεις κατάχρησης δημοσίου χρήματος. Οι πρώτοι που τιμωρήθηκαν, ήταν δύο ανώτεροι αξιωματικοί (ένας του Στρατού κι ένας της Χωροφυλακής), επειδή ζημίωσαν το δημόσιο ταμείο.
Ο αντισυνταγματάρχης του Στρατού, Διονύσιος Δρακάτος και ο ομοιόβαθμός του της Χωροφυλακής Ιωάννης Ζαριφόπουλος καταδικάσθηκαν σε θάνατο από έκτακτο δικαστήριο στις 24 Νοεμβρίου 1925 και εκτελέστηκαν δύο ημέρες αργότερα στου Γουδή.
Η δίκη ξεκίνησε στις 16 Οκτωβρίου 1925 στην αίθουσα του Α’ Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών με 21 κατηγορούμενους (3 στρατιωτικοί, ένας αστυνομικός, ένας πρώην στρατιωτικός και 16 πολίτες). Κατηγορούνταν ότι «δια πλαστογραφιών και απατών και άλλων αθεμίτων μέσων αφήρεσαν κατά διαφόρους εποχάς χρήματα του δημοσίου». Το ποσό, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, ανερχόταν σε 25 εκατομμύρια δραχμές.
Η κομπίνα είχε στηθεί ως εξής: Μέλη της σπείρας παρουσιάζονταν στις αρμόδιες αρχές και διεκδικούσαν χρηματικά ποσά για δήθεν επιτάξεις περιουσιακών τους στοιχείων κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922). Με βάση τις δηλώσεις τους και με τη βοήθεια των αξιωματικών που ήταν στο κόλπο εκδίδονταν υπέρ τους εντάλματα πληρωμών, άλλοτε γνήσια και άλλοτε πλαστά.
Το δικαστήριο που δίκασε τους 21 ήταν έκτακτο και συγκροτήθηκε από πέντε στρατιωτικούς και δύο λαϊκούς δικαστές, με πρόεδρο τον στρατοδίκη Δάρα. Τους κατηγορουμένους υπερασπίστηκε η αφρόκρεμα των δικηγόρων της Αθήνας (Κωνσταντίνος Λυκουρέζος, Άγγελος Τσουκαλάς, Δημήτριος Μπαμπάκος και Χρήστος Σγουρίτσας, μεταξύ άλλων).
Οι συνήγοροι υπεράσπισης υπέβαλαν ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, επειδή τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νομοθετήματος Πάγκαλου. Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση και με το επιχείρημα ότι «Υπέρτατος νόμος είναι η σωτηρία της πατρίδος», κατά παράφραση της γνωστής ρήσης του Κικέρωνα («Salus populi suprema lex esto»).
Η ακροαματική διαδικασία διήρκεσε μέχρι της 23 Νοεμβρίου και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, που παρακολουθούσε τη δίκη στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του στρατοδικείου, αλλά και μέσα από τα πολυσέλιδα αφιερώματα των εφημερίδων.
Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 24ης Νοεμβρίου, ο στρατοδίκης Δάρας ανέγνωσε την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Τρεις από τους κατηγορουμένους καταδικάσθηκαν στην εσχάτη των ποινών, ο αντισυνταγματάρχης του Στρατού, Διονύσιος Δρακάτος, ο αντισυνταγματάρχης της Χωροφυλακής Ιωάννης Ζαριφόπουλος και ο έμπορος Αριστείδης Αϊδινλής, δύο σε ισόβια δεσμά, επτά σε διάφορες ποινές φυλάκισης, ενώ οι υπόλοιποι εννέα κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Αμέσως μετά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου εξέφρασε την ευχή να μην εκτελεστεί η θανατική ποινή, επειδή «εις άπαντα τα πεπολιτισμένα κράτη δεν εφαρμόζεται η εσχάτη των ποινών». Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, όμως, είχε διαφορετική γνώμη και διέταξε την εκτέλεση της θανατικής ποινής για παραδειγματισμό, παρά τις εκκλήσεις του προέδρου του δικαστηρίου, που τον επισκέφθηκε προσωπικά, αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας, Παύλου Κουντουριώτη.
Το τελευταίο γεύμα κοκορέτσι
Την όλη διαδικασία της εκτέλεσης της εσχάτης των ποινών ανέλαβε το Α’ Σώμα Στρατού, που τότε έδρευε στην Αθήνα. Τόπος, ο συνήθης για τέτοιες περιστάσεις, στου Γουδή, δίπλα στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Χρόνος, η 9η πρωινή της 26ης Νοεμβρίου.
Την ημέρα της εκτέλεσης, οι φύλακες ξύπνησαν τους τρεις μελλοθανάτους στις 5 το πρωί. Δύο ώρες αργότερα έλαβαν το τελευταίο τους γεύμα, το οποίο, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, περιλάμβανε κοκορέτσι, μαρίδες, σταφύλια και ρετσίνα.
Λίγο αργότερα, ο τρίτος της παρέας των μελλοθανάτων, ο έμπορος, Αριστείδης Αϊδινλής, πληροφορήθηκε το ευχάριστο γεγονός ότι δεν θα εκτελεστεί, καθώς έλαβε αναστολή.
Η πομπή με τους δύο, τελικά, μελλοθανάτους έφθασε στον προγραμματισμένο χώρο της εκτέλεσης λίγο πριν από τις 9 το πρωί, ενώ πλήθος κόσμου είχε λάβει θέσεις για να παρακολουθήσει το μοναδικό θέαμα, καθώς πρώτη φορά γινόταν εκτέλεση δια απαγχονισμού στην Ελλάδα.
Ο Τύπος υπολόγισε το συγκεντρωμένο πλήθος σε 20.000, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν εκεί από το βράδυ για να εξασφαλίσουν μία καλή θέση με θέα το ικρίωμα. Στο μέσο ενός γυμνού χώρου περικυκλωμένου από δένδρα είχε στηθεί το ικρίωμα σε σχήμα Π. Από τον οριζόντιο στύλο κρέμονταν τρία σχοινιά που κατέληγαν σε βρόχο.
Γύρω από το ικρίωμα ήταν παρατεταγμένα στρατιωτικά τμήματα (τάγματα πεζικού και μία ίλη ιππικού) και το γενικό πρόσταγμα είχε ο αντισυνταγματάρχης, Βασίλειος Ντερτιλής.
Στις 9:15 πμ, οι δύο μελλοθάνατοι παραδίδονται στον εθελοντή δήμιο, Κοτρωνάρο, ο οποίος αφού πρώτα τους δένει τα χέρια, στη συνέχεια τους καλύπτει το πρόσωπο με λευκές κουκούλες και τους σφίγγει τον βρόχο στο λαιμό.
Στις 9:21 πμ, ο επικεφαλής αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος ανθυπασπιστής Κυριακού δίνει το πρόσταγμα «Σύρατε!». Τα ανάβαθρα σύρονται απότομα και τα δύο σώματα αιωρούνται άψυχα στο κενό. Στη συνέχεια, τα στρατιωτικά τμήματα παρελαύνουν μπροστά από το ικρίωμα και η σεμνή τελετή λαμβάνει τέλος.
Ο Πάγκαλος για απιστία…
Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Θ. Πάγκαλος ανετράπη από τον Κονδύλη και φυλακίσθηκε στην Κρήτη. Όμως, η κράτησή του δημιούργησε πολλές αντιδράσεις, καθώς δεν υπήρχαν επαρκείς κατηγορίες που να δικαιολογούν την παραμονή του στη φυλακή και ο τρόπος με τον οποίο είχε αναλάβει την εξουσία θεωρήθηκε «συνταγματικός».
Η κυβέρνηση Κονδύλη για να δικαιολογήσει την φυλάκιση του απέδωσε την κατηγορία ότι μετείχε σε σκάνδαλα τα οποία συνέβησαν επί εξουσίας του, όπως αυτό με το καζίνο Ελευσίνας, για την προμήθεια 512 γερμανικών αυτοκινήτων κ.ά., κατηγορίες τις οποίες ο ίδιος αρνήθηκε ενώπιον του Ανώτατου Ανακριτικού Συμβουλίου.
Τελικά, ο Πάγκαλος δεν προσήχθη σε δίκη και με απόφαση της 13ης Ιουλίου 1928 της κυβέρνησης Βενιζέλο πλέον, αποφυλακίστηκε με τη δικαιολογία της παρέλευσης του χρονικού ορίου προφυλάκισης. Μετά την αποφυλάκισή του, απέτυχε να εκλεγεί στις εκλογές της 23ης Αυγούστου 1928 ως αρχηγός της Εθνικής Ενώσεως.
Στις 16 Μαΐου του 1929 συνελήφθη πάλι για τα αδικήματα της δικτατορίας. Στη συνέχεια αποφυλακίστηκε με εγγύηση και στις 17 Μαρτίου του 1930 προσήχθη σε δίκη ενώπιον τριακονταμελούς επιτροπής της Γερουσίας με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών με την κατηγορία της απιστίας για το σκάνδαλο του καζίνο της Ελευσίνας.
Η Κατηγορία
Η κατηγορία αφορούσε την εκχώρηση άδειας λειτουργίας καζίνο στην Ελευσίνα σε φίλα προσκείμενο επιχειρηματία έναντι χαμηλότερου αντιτίμου από ό,τι προσέφερε ο πλειοδότης. Το σκάνδαλο αυτό ήταν από τα μεγαλύτερα που συνέβησαν κατά την περίοδο της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου.
Την 11η Φεβρουαρίου 1926 έγινε πλειοδοτικός διαγωνισμός για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης του καζίνου Ελευσίνας.
Ο υφυπουργός Εσωτερικών Γ. Βογόπουλος, ενεργώντας σε βάρος των συμφερόντων του Δημοσίου, με την υπ’ αριθ. 5.600 απόφασή του παραχώρησε την εκμετάλλευση της χαρτοπαικτικής λέσχης Ελευσίνας στον Δ. Κοτζαμάνη αντί 3.925.000 δραχμών, ενώ υπήρχαν πλειοδότες για ποσά 7.000.000, 6.900.000, 5.090.000 και 4.660.000 δραχμών.
Έτσι το Νοέμβριο του 1926, όταν πλέον είχε αποκατασταθεί η δημοκρατία, του αποδόθηκε η κατηγορία ότι εκ προθέσεως έβλαψε τα συμφέροντα της Επικρατείας κατά παράβασιν του άρθρου 2, παράγραφος 2 του Νόμου ΦΠΣΤ΄ του 1877 «περί ευθύνης υπουργών».
Παράλληλα κατηγορήθηκε και ο ίδιος ο δικτάτορας Θ. Πάγκαλος ότι παρακίνησε τον Γ. Βογόπουλον «εις εκτέλεσιν της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 23ης Νοεμβρίου 1926).
Με το σκεπτικό αυτό η προανακριτική επιτροπή της Βουλής καταλόγισε στον Θ. Πάγκαλο ηθική αυτουργία «εις την υπό του Βογοπούλου βλάβην εκ προθέσεως των συμφερόντων της Δημοκρατίας, ήτοι επί παραβάσει του περί ευθύνης υπουργών νόμου» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 14ης Ιουνίου 1928).
Η δίκη έγινε το 1930 ενώπιον τριακονταμελούς επιτροπής της Γερουσίας. Ο δικτάτορας κατά την απολογία του αρνήθηκε την κατηγορία που του είχε αποδοθεί λέγοντας ότι οι υπουργοί είναι υπεύθυνοι κατά το σύνταγμα διά τας πράξεις των. «Αλίμονον εάν ο Πρόεδρος εκάστης Κυβερνήσεως θεωρείται ως υπεύθυνος διά πράξεις υπουργών. Είναι συνυπεύθυνος εις ζητήματα εξωτερικής φύσεως» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 5ης Απριλίου 1930).
Κατά την ακροαματική διαδικασία όλοι σχεδόν οι μάρτυρες καταλόγισαν ευθύνη για το σκάνδαλο στον υφυπουργό Εσωτερικών Γ. Βογόπουλο και όλοι τόνισαν ότι ο διαγωνισμός για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης της χαρτοπαικτικής λέσχης Ελευσίνας αφενός δεν ήταν σύννομος (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 2ας Απριλίου 1930), και αφετέρου ήταν επιζήμιος για το Δημόσιο (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 24ης Μαρτίου 1930).
Κατά τον καταλογισμό ευθυνών στο Θ. Πάγκαλο οι μαρτυρικές καταθέσεις ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Ορισμένοι μάρτυρες κατηγορίας έκαναν λόγο:
α. για παράνομο πλουτισμό του Θ. Πάγκαλου,
β. για «σίτιση» από το καζίνο συγγενών και φίλων του,
γ. για εγκατάσταση του καζίνου σε οικία συγγενούς του, έναντι αδρού ενοικίου κ.α.
Βέβαια οι κατηγορίες αυτές φαίνονται υπερβολικές. Ίσως οφείλονταν σε προσωπικές αντιπάθειες. Ίσως όμως ορισμένες να ευσταθούσαν. Η απόφαση ήταν δύο χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση πολιτικών του δικαιωμάτων.
Κυβέρνηση σκανδάλων
Δεν ήταν όμως μόνο ο Πάγκαλος αναμεμειγμένος σε οικονομικά σκάνδαλα. Κατά τη δεκατετράμηνη παραμονή τους στην εξουσία, πολλά ήταν τα κυβερνητικά στελέχη που αναμίχθηκαν σε σκάνδαλα, όχι βέβαια όλα.
Ανατρέχοντας σε δημοσιεύσεις εφημερίδων εκείνης της εποχής (της περιόδου 1926 – 1930) προκύπτει ότι:
1. Σύμβαση για την προμήθεια ρωσικών σιτηρών. Η συμφωνία αυτή, για την οποία αργότερα παραπέμφθηκε σε δίκη ο υφυπουργός Εσωτερικών της δικτατορικής κυβέρνησης Γ. Βογόπουλος, ήταν τόσο σκανδαλώδης και επιζήμια για το ελληνικό δημόσιο, ώστε είχε προκαλέσει τις αντιδράσεις ορισμένων έντιμων κυβερνητικών στελεχών ( εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 24ης Μαρτίου 1930).
2. Επιζήμια για το ελληνικό δημόσιο σύμβαση αναφορικά με την εκμετάλλευσης της χαρτοπαικτικής λέσχης Ελευσίνας.
3. Σύμβαση για την αγορά γερμανικών στρατιωτικών οχημάτων.
Κατά την περίοδο 1925–1926, και ενώ η χώρα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, η ηγεσία του υπουργείου Στρατιωτικών αποφάσισε να παραγγείλει 500 περίπου στρατιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα. Τότε διάφοροι βιομηχανικοί οίκοι υπέβαλαν προτάσεις στο ελληνικό υπουργείο Στρατιωτικών.
Από την εξέταση των προσφορών αυτών προέκυψε ότι οι γαλλικοί, αγγλικοί και ιταλικοί οίκοι θα κατασκεύαζαν τα αυτοκίνητα αυτά αντί 80.000.000 δραχμών, ενώ οι γερμανικοί αναλάμβαναν να τα κατασκευάσουν αντί 138.000.000 δραχμών, πληρωτέων όμως από τις γερμανικές επανορθώσεις. (Τα ποσά που έπρεπε να καταβάλει η Γερμανία στο ελληνικό κράτος για τις καταστροφές που είχαν κάνει τα στρατεύματά της στη Μακεδονία κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο).
Η Μεταγωγική Υπηρεσία του Στρατού ζήτησε να γίνει μειοδοτικός διαγωνισμός, αλλά προτιμήθηκε να ανατεθεί η παραγγελία στο γερμανικό οίκο Μπίρκφελδ άνευ διαγωνισμού και με όρους εξοντωτικούς για το ελληνικό Δημόσιο.
Συγκεκριμένα:
α. Το συνολικό κόστος θα ανερχόταν σε 7.322.500 χρυσά μάρκα, δηλαδή σε 138 εκατομμύρια δραχμές.
β. Θα έπρεπε να προκαταβληθεί το 1/40 του συνολικού τιμήματος και να πληρωθούν τα 3/40 εντός έξι (6) μηνών από την υπογραφή της σύμβασης «διά συναλλαγματικών του ελληνικού κράτους τριτεγγυούμενων υπό της Εθνικής Τράπεζας».
Ο υφυπουργός των Στρατιωτικών Νίδερ, ένας κατά τ’ άλλα εξαίρετος στρατιωτικός, δεν είχε υπογράψει αρχικά τη σύμβαση, ίσως γιατί έκρινε ότι αυτή ήταν ασύμφορη. Ύστερα όμως από συζήτηση με τον τότε υπουργό Οικονομικών Τανταλίδη ότι ο Θεόδωρος Πάγκαλος ήταν υπέρμαχος της σύμβασης, ο Νίδερ κάμφθηκε και την υπέγραψε. Ακολούθως το υπουργείο των Στρατιωτικών έδωσε ως προκαταβολή στο γερμανικό οίκο ποσό 15.000.000 περίπου δραχμών.
Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης, ο τότε υπουργός των Εξωτερικών, Α. Μιχαλακόπουλος, καταθέτοντας το 1928 στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής, που συζητούσε για το σκάνδαλο της παραγγελίας των γερμανικών στρατιωτικών φορτηγών αυτοκινήτων από τη δικτατορική κυβέρνηση Πάγκαλου, έθιξε και άλλες αρνητικές πτυχές της σύμβασης αυτής.
Σύμφωνα με τις γενικές συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν μετά τη λήξη του Α΄ παγκόσμιου πολέμου απαγορευόταν η εξαγωγή από τη Γερμανία στρατιωτικού υλικού.
Αυτό δημιουργούσε τριβές ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στην Επιτροπή Επανορθώσεων αναφορικά με τη δυνατότητα υλοποίησης της σύμβασης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το ελληνικό Δημόσιο ξόδεψε 15.000.000 δραχμές χωρίς να παραλάβει ούτε ένα αυτοκίνητο (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 21ης Ιουνίου 1928).
Για την υπόθεση αυτή απαγγέλθηκε κατηγορία κατά του Κ. Νίδερ «επί απιστία περί την διενέργειαν δημοσίας υπηρεσίας και επί παραβάσει του νόμου περί ευθύνης υπουργών», κατά του Τανταλίδη ως συνεργού και κατά του Θεόδωρου Πάγκαλου ως ηθικού αυτουργού στα προαναφερθέντα αδικήματα (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλα της 14ης Ιουνίου 1928 και της 1ης Απριλίου 1930 και εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 23ης Μαρτίου 1929).
Και να ήταν τα μόνα σκάνδαλα… Έχουν καταγραφεί: (η σύμβαση του Δημοσίου με την εριουργία Κιρκίνη για την προμήθεια ιματισμού στον ελληνικό στρατό, σύμβαση για την αγορά ταχυδρομικών βαγονιών, σκανδαλώδεις συμβάσεις για την εκτέλεση δημόσιων έργων σε Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Κρήτη και αλλού, παραβίαση του νόμου «περί συναλλάγματος» που απέφερε τεράστια κέρδη σε Έλληνα μεγαλοεπιχειρηματία της εποχής εκείνης και μετέπειτα «ευεργέτη» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 14ης Ιουνίου 1928)κ. ά., τα οποία έβλαψαν οικονομικά το ελληνικό Δημόσιο.
Τα σκάνδαλα αυτά οφείλονταν ή σε ιδιοτέλεια ορισμένων πολιτικών ή σε πελατειακές σχέσεις ή σε πιέσεις που δέχονταν από οικονομικούς παράγοντες του εσωτερικού και του εξωτερικού.
*(Το στρατιωτικό κίνημα της 22ης Αυγούστου του 1926 αποτέλεσε τον προτελευταίο κρίκο μιας σειράς επιτυχών κινημάτων τα οποία εκτελέσθηκαν στη χώρα μας κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, που όμως δεν απέβλεπαν, ούτε κατέληξαν στην επιβολή μονίμου καθεστώτος.
Ήταν μια στρατιωτική ενέργεια, που αποσκοπούσε –υποτίθεται, όπως και οι προηγούμενες οι οποίες είχαν εκδηλωθεί στα 1909, 1916, 1922 – στην επίτευξη ομαλής πολιτικής ζωής … Ακόμη και το κίνημα του Θεόδωρου Πάγκαλου, το οποίο στην πορεία του χαρακτηρίστηκε ως «οπερετικό» είχε ξεκινήσει με τον ίδιο σκοπό).