Ξημέρωμα Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974. Κερύνεια, Κύπρος…
Η Εριφύλη ξύπνησε ανήσυχη, έβαλε στα κορίτσια να φάνε. Ένας κόμπος στον λαιμό, μια παγωμάρα έξω, παντού.
- Του Σωτήρη Δημηρόπουλου
Ο Γιώργος, ο άνδρας της, ήταν έξω, στη μονάδα του. Ήταν ο διοικητής της 33ης Μοίρας Καταδρομών. Ο χαμογελαστός και συνάμα σκληρός Μακεδόνας ταγματάρχης είχε την αποστολή του από καιρό δοσμένη. Και η Εριφύλη ήξερε ότι έπρεπε να είναι εκεί, στο καθήκον.
Βγήκε ο ήλιος, ζέστανε νωρίς νωρίς.
«Μη σκιάζεστε» ακούει τη φωνή της γειτόνισσας από δίπλα, που μιλάει από το παράθυρο , όπως το ‘χαν συνήθειο στην παλιά πόλη. «Ο διοικητής άφησε εδώ την οικογένειά του, όλα καλά, ησυχία θα έχουμε».
Στην αμμουδιά, μια ανάσα δίπλα, οι Τούρκοι κατέβαζαν τανκς, ακούγονταν πυροβολισμοί κι εκρήξεις… Κάποιοι λίγοι, με ακόμη πιο λίγα μέσα, στέκονταν όρθιοι εκεί στο πρωινό γλυκό κύμα της αυγής, όρθιοι απέναντι στο θάνατο, οπλισμένοι πιο πολύ με φιλότιμα, παρά με όπλα.
Ένα χάος παντού…
Η Εριφύλη πήρε τα δύο κορίτσια, έξι και οχτώ χρονών κουκλάκια, είκοσι οχτώ αυτή, και χάθηκε για δυο μέρες στα δάση της Καλογραίας. Μια μάνα με τις δυο κόρες… να τρέχει…
Πέρασαν δυο μέρες, που από μόνες τους αξίζουν χίλια βιβλία περιγραφών, βρέθηκε επιτέλους ένα μέσον και ταξίδεψαν για τα μη κατεχόμενα. Φορτωμένος Ελλάδα!
Ξέρετε, μπορεί ένας φαντάρος, μπορεί ένας αξιωματικός, να μην ξέρει τι και πώς, αλλά ένας διοικητής μιας από τις πιο κρίσιμες μονάδες του Στρατού δεν είναι δυνατόν να μην ξέρει πολλά. Ο Κατσάνης ήξερε, ήξερε πολύ περισσότερα από έναν μέσο διοικητή. Γιατί πολύ απλά δεν ήταν ο μέσος διοικητής. Σε μια ηλικία εκπληκτικά καίρια γι’ αυτό που έπρεπε να κάνει, δεκαεπτά μέρες προτού συμπληρώσει τα σαράντα του χρόνια, ήταν φορτωμένος Ελλάδα από τα γεννοφάσκια του, με όλες τις εκπαιδεύσεις των καταδρομών στην ψυχή του.
Και ξέρετε ποια ήταν η πρώτη γενναία πράξη του… Άφησε την οικογένειά του εκεί, ανάμεσα στον κόσμο, στην Κερύνεια. Είναι από αυτά που δεν διδάσκεσαι στις σχολές, αλλά κάτι που σου το επιβάλλει η καρδιά σου. Και είχε καρδιά λιονταριού ο λοκατζής μας. Όσο τρυφερός και χαμογελαστός ήταν τόσο φλογερός και ατίθασος ήταν, όταν έπρεπε να πολεμήσει. Ήδη, από χρόνια πριν, είχε προετοιμαστεί για αυτή τη μάχη. Είχε έρθει ξανά στην Κύπρο, είχε υπηρετήσει πάλι εκεί, ήξερε σίγουρα βήμα βήμα, βράχο βράχο όλα τα υψώματα και τις διαβάσεις του Αγίου Ιλαρίωνα. Για αυτό ήταν εκεί. Και δεν είναι μόνο αυτό. Είχε μαζί του λοκατζήδες που έλιωναν την πέτρα και αξιωματικούς και φαντάρους. Από τους 232 υπηρετούντες τη θητεία τους τότε λοκατζήδες μόνο 12 στο τέλος ήταν ατόφιοι, χωρίς μια σφαίρα, ένα σπάσιμο και πολύ αίμα. Εξήντα εννέα έχασαν τη ζωή τους μέχρι το τέλος των μαχών από όλη την 33η Μοίρα Καταδρομών. Γνώρισα κάποια παιδιά από αυτούς τους Έλληνες. Όχι μόνο τώρα, αλλά εδώ και χρόνια πριν.
Αλλά ας γυρίσουμε σε εκείνη τη μέρα…
Η 33η Μοίρα Καταδρομών, βάσει του σχεδίου, αναλαμβάνει και εκτελεί άψογα την αποστολή της.
«Ώρα 23.00 ξεκινήσαμε, ώρα 23.30 ρίξαμε τη φωτοβολίδα του τέλους, της επιτυχίας» λέει ο υπολοχαγός τότε Ευάγγελος Ματζουράτος, διοικητής λόχου της μοίρας. «Το σχέδιο ήταν να έλθουν τακτικές δυνάμεις, πεζικό, να μας αντικαταστήσουν. Ανεβήκαμε με ελαφρύ οπλισμό, όπως προβλέπεται για τα ΛΟΚ. Καθαρίσαμε και καταλάβαμε την περιοχή. Ειδοποιήσαμε. Και περιμέναμε….
Κάποτε ξημέρωσε, έφεξε. Απέναντί μας είχαμε αλεξιπτωτιστές, Ειδικές Δυνάμεις, κόσμο πολύ. Μας χτύπαγαν με κάθε μέσο. Ο Κατσάνης, όπως πάντα, μπροστά και παντού. Αδιάφορος απέναντι σε κάθε κίνδυνο. Ελπίζοντας ακόμη ότι θα έλθουν να μας αντικαταστήσουν. Κτυπούσαν πια από παντού, υπήρχαν ελεύθεροι σκοπευτές. Είχαμε νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Χτυπούσαν στοχευμένα, ειδικά τους ασυρματιστές. Ήταν θέμα χρόνου να γίνει το κακό. Είχαμε ήδη έναν λοχαγό γαζωμένο από σφαίρες. Εκεί, όμως, όλοι, εκεί.
Και κάποια στιγμή, δεν είχα οπτική επαφή, πέφτει ο Κατσάνης…
Αναλαμβάνω διοικητής. Ήμουν ο αρχαιότερος. Η μάχη συνεχίζεται, άνιση όμως. Τελειώνουν οι σφαίρες μας. Αποφασίζουμε να ρίχνουμε μόνο σε άμεσο κίνδυνο, μόνο όταν πλησιάζουν κοντά.
Δεν ήλθε κανείς… Δίνουμε μάχη να κρατήσουμε. Αλλά πώς; Πώς;»…
Διήγηση βήμα βήμα του ε.α. υποστρατήγου Ευάγγελου Ματζουράτου σε ομάδα βετεράνων λοκατζήδων της Δράμας, όπου ο στρατηγός από το 1983 έως το 1987 ήταν διοικητής της περίφημης Ε Μοίρας Καταδρομών. Τότε, την 21/7/1974, ήταν ο υπολοχαγός της 33ης που ανέλαβε διοικητής της ο Κατσάνης…
Στρατιωτικό Νεκροταφείο Σιδηροκάστρου Σερρών, μεσημέρι της 15/2/2020. Ο στρατηγός, με απόλυτη διαύγεια, άψογο ύφος και τόνους συγκίνησης, κρυμμένης επιμελώς, αποχαιρέτησε με επικήδειο τον διοικητή του λίγη ώρα πριν από αυτή τη διήγηση.
Μαθήματα αξιοπρέπειας από την οικογένειά του
Μία μέρα πριν από την τελετή του ύστατου «χαίρε» στο Σιδηρόκαστρο είχα τη μεγάλη τιμή να επισκεφθώ στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη την κυρία Εριφύλη. Αν είναι κάτι που θα μπορούσα να βάλω σαν επικεφαλίδα για αυτήν την επίσκεψη είναι οι λέξεις «αξιοπρέπεια, θάρρος και αισιοδοξία για το αύριο».
Η Αγγελική Κατσάνη και η Ευανθία Κατσάνη, η Λίνα και η Εύη, τα δυο μικρά κορίτσια που έζησαν τις δυο πρώτες άγριες μέρες της εισβολής στο δάσος της Καλογραίας στην Κερύνεια, έγιναν μάνες…
Ελληνίδες μάνες. Και έφεραν στον κόσμο πέντε γιους, τον Γιώργο, ετών 30, τον Στέλιο, ετών 26, τον Σάββα, ετών 25, τον Μανώλη, ετών 25, και τον Δημήτρη, ετών 18. Ξέρετε, η Ιστορία πολλές φορές αφήνει όνειρα, αφήνει ιστορίες χωρίς επίλογο, ίσως γιατί δεν πρόλαβαν οι ήρωές της, ίσως γιατί σώθηκαν οι σφαίρες. Ίσως, ακόμη, γιατί κάποιοι δεν ήταν σαν τον Ματζουράτο, σαν τον Κατσάνη, σαν τους 69 πεσόντες της 33ης Μ.Κ.
Ο Δημήτρης φέτος δίνει εξετάσεις για τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Και δεν είναι μόνο αυτός, είναι πολλοί οι Δημήτρηδες, από την Κύπρο μέχρι τον Έβρο…