Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Κάθε κομμάτι της αττικής γης κρύβει στα σπλάχνα του και μία ιστορία. Τόπος που κατοικήθηκε από τα πανάρχαια χρόνια δεν μπορεί παρά να φυλά καλά κρυμμένα σπουδαία τεκμήρια τα οποία άφησαν στο πέρασμά τους όσοι τον κατοίκησαν. Το ίδιο συμβαίνει βεβαίως και με τα διάσπαρτα θρησκευτικά μνημεία, πολλά από τα οποία κινδυνεύουν με αφανισμό λόγω της προκλητικής αδιαφορίας που επιδεικνύει συχνά η Πολιτεία.
Αδιαφορία η οποία επέτρεψε στους πάσης φύσης εκμεταλλευτές να απομυζούν θησαυρούς ή να καταστρέφουν μνημεία για να κερδοσκοπήσουν. Το ίδιο συνέβη και με την περιουσία της Αγίας Φιλοθέης. Περιουσία της οικογένειας των Μπενιζέλων, την οποία αφιέρωσαν στην Εκκλησία που λειτούργησε ως τράπεζα γης για τους υπόδουλους Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ξεπούλημα
Περισσότερα από 3.500 στρέμματα, μέσω πρωτοφανών και δαιδαλωδών διοικητικών μεθοδεύσεων επί μία περίπου δεκαετία (1834-1843), πέρασαν παράνομα στα χέρια του ομογενούς Δημητρίου Ποστολάκα, ο οποίος και έσπευσε να τα πουλήσει. Είναι ένα κομμάτι από το πάζλ των μηχανισμών που στήθηκαν για να επιτευχθεί η εμπορευματοποίηση της αττικής γης. Εν προκειμένω η γη που ανήκε στην Αγία Φιλοθέη και τα καθιδρύματά της πέρασε σε ιδιωτικά χέρια.
Το ξεπούλημα επιτεύχθηκε μέσω σειράς βασιλικών διαταγμάτων τα οποία δεν δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά συνήθη τακτική που εφάρμοσε πρώτη η βαυαρική αντιβασιλεία του Όθωνα. Είναι δε εντυπωσιακό, το γεγονός ότι δεν σεβάστηκαν και επιχείρησαν να καταστρέψουν ακόμη και τους ιερούς τόπους της Κυράς των Αθηνών, μεταξύ των οποίων και τη σκήτη της.
Η «Κρύπτη»
Γράφεται και επαναλαμβάνεται, επισήμως και ανεπισήμως, πως η «Κρύπτη» της Αγίας Φιλοθέης ανακαλύφθηκε τυχαία το 1934. Η πληροφορία κρύβει πίσω της ολόκληρη ιστορία και πλήθος σκοπιμοτήτων. Ο Άγιος Τάφος της Φιλοθέης Μπενιζέλου, διότι περί αυτού πρόκειται, ήταν πάντα ζωντανός στη μνήμη και την καθημερινότητα των πιστών κατοίκων των Αθηνών. Αλλά ήταν γνωστός και στις επίσημες αρχές από τα χρόνια του Όθωνα ακόμη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βαυαρού γεωμέτρη Βάουερ, ο οποίος ανέλαβε να χαρτογραφήσει επισήμως την περιοχή προκειμένου να περάσει στα χέρια ιδιώτη. Στο πολύτιμο «Σχέδιό» του καταγράφει με σαφήνεια την τοποθεσία που βρισκόταν ο «Άγιος Τάφος», όπως τον ονομάζει, καθώς και τη θέση του Μοναστηριού, υπολείμματα του οποίου σώζονται επίσης εγκαταλελειμμένα.
«Καλογρέζα»
Από τότε και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, κάθε χρόνο ανήμερα της γιορτής της, πολλοί χριστιανοί πήγαιναν για να ανάψουν ένα κεράκι στη μνήμη της στο σημείο όπου ετάφη η Αγία Φιλοθέη. Ίσως εκεί να άφησε και την τελευταία της πνοή, όταν μεταφέρθηκε από τον Άγιο Ανδρέα των Πατησίων, όπου τη βρήκαν και την κακοποίησαν οι Τούρκοι. Στη φυσική εκείνη θέση, μακριά από τον κίνδυνο της πόλης ησύχασε τα ταλαιπωρημένο και τραυματισμένο κορμί της.
Το κορμί της γυναίκας που ύψωσε το ανάστημά της σε δύσκολα χρόνια. Πολλοί μνημόνευαν τον Τάφο στο πέρασμα των χρόνων. Αλλά εκείνος που φρόντισε να τον αναδείξει και να προκαλέσει ενδιαφέρον ήταν ο ακάματος, πολυγραφέστατος και αδικημένους από τους ιστορικούς περιηγητής και δημοσιογράφος Δημήτριος Χατζόπουλος. Όχι μόνον θα παρουσιάσει την «Καλογρέζα» του, το 1922, αλλά θα φωτογραφίσει την περιοχή και τον Τάφο της Αγίας, παραδίδοντας στην αιωνιότητα την προηγούμενη μορφή του.
Η διάσωση
Πόντο – πόντο περιέγραψε τον τόπο ο Δ. Χατζόπουλος, γράφοντας πως το ασκητήριό της ήταν «υπόγειο θολωτό κτίσμα, όπου εισέρχεσθε σκυφτά. Νερό λιμνάζει. Εκεί προσηύχετο η Αθηναία αγία (η οποία) μεταφερθείσα εις Καλογρέζαν απέθανε». Έγραψε πολλά ο Δ. Χατζόπουλος, αλλά το φιλέτο εκείνο γης είχε ήδη μπει στο στόχαστρο της οικοπεδοποίησης. Δεν συνέφερε λοιπόν να παραμένει στην επικαιρότητα η σπουδαιότητα του τόπου και η ιστορική του σημασία. Εξάλλου μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα λατομικές εργασίες ισοπέδωναν τον τόπο.
Μόλις που πρόλαβαν οι εφημερίδες την καταστροφή. Φεβρουάριο μήνα του 1926, τις ημέρες της γιορτής της κι ενώ στις εφημερίδες διαφημίζονταν τα οικόπεδα προς πώληση της «Αλσούπολης» βοούσε ο Τύπος. Υπήρχε πλέον «κίνδυνος καταστροφής εκ του εκβραχισμού του λόφου αλλά και καταρυπάνσεως της σκήτης από τους εργάτας και τας εργάτιδας που εξορύσσουν πέτρα και χαλίκια πέριξ αυτής»! Όπως ήταν φυσικό, παρενέβη το αρμόδιο υπουργείο Παιδείας και μέσω του εφόρου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Γ. Σωτηρίου, ήρε την άδεια λατόμησης του λόφου.
Ο θεμέλιος λίθος
Τότε κατατέθηκαν και δημοσίως μαρτυρίες και παραδόσεις: «δεν υπάρχει παλαιός γηγενής Αθηναίος αγνοών την ύπαρξιν της σκήτης», έγραφαν οι εφημερίδες. Εγέρθηκαν αμφισβητήσεις, άνοιξαν συζητήσεις, αλλά το μνημείο σώθηκε. Ήταν προφανής η προσπάθεια υποβάθμισης του μνημείου ώστε ο λόφος αφενός να λατομηθεί και αφετέρου να οικοπεδοποιηθεί χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις.
Το 1934 λοιπόν δεν ανακαλύφθηκε τυχαία, όπως γράφεται, αλλά ξεκίνησαν οι συζητήσεις, με πρωτοβουλία της νεοσυσταθείσης Κοινότητας Φιλοθέης, του προέδρου της Κωνσταντίνου Μαλαματιανού και τη συνεργασία του «Συλλόγου των Αθηναίων» για την ανάδειξή του. Δύο χρόνια αργότερα (1936), ανήμερα της Αγίας Φιλοθέης, ο πρόεδρος του Συλλόγου των Αθηναίων Λάμπρος Καλλιφρονάς έθετε τον θεμέλιο λίθο του μνημείου παρουσία του διαδόχου και αργότερα βασιλιά Παύλου. Παρόντες στην τελετή ο ακάματος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους και απόγονοι της οικογένειας της Αγίας.
Πηγή: taathinaika.gr