Γεννημένη το 1995 η Ντιλμπέρ Ότμαν δεν έχει καμία σχέση με τα περισσότερα κορίτσια της ηλικίας της.
- Από τη
Θεανώ Καρούτα
Είναι μόλις 26 ετών, όμως οι αγώνες που έχει δώσει και η φρίκη που έχει αντικρίσει έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στο Κομπάνι, έχοντας δώσει πολλά περισσότερα από τη σωματική ακεραιότητά της στο δίκαιο πόλεμο του λαού της, των Κούρδων, έναντι της Τουρκίας και των τζιχαντιστών, έχουν σίγουρα «κλέψει» κάτι από τη νεανικότητά της, την ανεμελιά, την ακόρεστη δίψα για ζωή και την αφέλεια που οφείλουν να έχουν τα παιδιά της ηλικίας της.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κάποιος πως στη σύντομη χρονικά ζωή της ως τώρα έχει ήδη ζήσει όσα οι περισσότεροι από εμάς δεν θα ζήσουμε ποτέ. Κι όμως, παρά τις φρικαλαιότητες με τις οποίες ήρθε σε πολύ στενή επαφή, η Ντιλμπέρ χαμογελά. Είναι αισιόδοξη. Οι ουλές από τις επεμβάσεις και τα σημάδια από τις σφαίρες που έχει στο κορμί της νομίζεις πως είναι σχεδόν το μόνο κατάλοιπο που της κληροδότησαν πέντε χρόνια μαχών στις γραμμές των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG), όπου είχε υπό τις διαταγές της 45 αντάρτες και αντάρτισσες, έτοιμους να δώσουν τη ζωή τους γι’ αυτό που η Δύση αποκαλεί ελαφρά τη καρδία «κουρδικό ζήτημα», αλλά για τους ίδιους τους Κούρδους είναι η ελευθερία και η αξιοπρέπειά τους. Το δικαίωμά τους στη ζωή.
Οι Ελληνες καταλαβαίνετε
«Εσείς, οι Ελληνες, καταλαβαίνετε. Εχετε περάσει Κατοχή, εισβολές, ήταν η Κύπρος, έχετε κυνηγηθεί, έχετε μεταναστεύσει, έχετε υπάρξει πρόσφυγες» λέει, και αυτά είναι κάποια μόλις από τα δεινά που οι Κούρδοι καλούνται να αντιμετωπίσουν αυτή τη στιγμή. Χωρίς πατρίδα, χωρίς βοήθεια, κυνηγημένοι από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τις στρατιές των τζιχαντιστών, την ώρα που η Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία κοιτάνε από την άλλη.
Η Ντιλμπέρ ήταν διοικήτρια ανδρών και γυναικών του YPG, της κουρδικής πολιτοφυλακής, ενός σώματος ως επί το πλείστον εθνοτικά κουρδικό, που περιλαμβάνει όμως και Αραβες και χριστιανούς και εθελοντές από το εξωτερικό. Ηταν μάλιστα μία από τις πρώτες γυναίκες που βγήκε στον αγώνα, πίσω στο 2011, όταν ήταν μόλις 16 ετών. «Δεν είχα να σκεφτώ κάτι. Ούτε να αποφασίσω. Δεν τίθεται η ελευθερία σε διαπραγμάτευση. Είναι καθήκον και είναι μονόδρομος. Αν μείνεις, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να παλέψεις».
Και πού πήγαν τα όνειρα; «Αν είχα γεννηθεί κάπου αλλού και στα 16 μου και τώρα τα ενδιαφέροντά μου θα αφορούσαν τις σπουδές μου, την καριέρα μου, ταξίδια, έναν έρωτα και μια οικογένεια» ομολογεί, όμως ξέρει -είχε καταλάβει προτού μπει στον ένοπλο αγώνα- πως οι Κούρδισσες δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. «Από την ημέρα που γεννήθηκα, έζησα μέσα στην καταπίεση. Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε τη γλώσσα μας, να έχουμε εθνική ταυτότητα».
Η αδικία δεν αντέχεται
Η ζωή στον πόλεμο και στα βουνά ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Οχι μόνο για ένα 16χρονο κορίτσι, για τον καθένα. Μέσα σε αυτά τα χρόνια είδε συγγενείς, αδέλφια και φίλους, συντρόφους χρόνια στον αγώνα να ξεψυχούν, να αποκεφαλίζονται, να δολοφονούνται. «Να πέφτουν μάρτυρες στη μάχη». «Ομως η αδικία δεν αντέχεται και οφείλεις να πάρεις μια απόφαση. Οταν αποφασίσεις πως η θέση σου είναι στον πόλεμο, όλα τελειώνουν, δεν υπάρχουν δυσκολίες».
Η 26χρονη που με κάθε λέξη της μεταδίδει θετική ενέργεια και δύναμη έχει τραυματιστεί δύο φορές σοβαρά όσο ήταν στο πεδίο και πολλές ακόμα πιο επιπόλαια. Στο σώμα και τα πόδια της έχει ακόμη θραύσματα από αυτόματα και πολυβόλα. «Κανέναν τραυματισμό μου δεν θεώρησα σοβαρό από τη στιγμή που μπορούσα να συνεχίσω. Μόνο τον τελευταίο, το 2016, αυτόν που έκανε τους γιατρούς να μου απαγορεύσουν να επιστρέψω στο βουνό». Ηταν μια σφαίρα από τζιχαντιστή – ελεύθερο σκοπευτή που τη βρήκε στην κοιλιά και της έχει αφήσει ενθύμιο δύο δίδυμες «οπές», καθώς το τραύμα ήταν διαμπερές. Διακομίστηκε στη Χαουλέρ, την πρωτεύουσα του ιρακινού Κουρδιστάν γνωστή σε εμάς ως Ερμπίλ, όπου υποβλήθηκε σε σειρά επεμβάσεων και πέρασε εβδομάδες ώσπου να αναρρώσει. Μεταφέρθηκε εκεί από συντρόφους αντάρτες και -όπως λέει- θυμάται να κρατούν τα σπλάχνα της και την ανοιχτή πληγή της με τα χέρια τους μέχρι να φτάσει, εν μέσω πολέμου, στο νοσοκομείο «σε μια άλλη χώρα»…
Ένας στρατός «ναρκωμένων» τζιχαντιστών του Ερντογάν
Οι Κούρδοι έδωσαν πολλές μάχες στη βόρεια Συρία και όχι μόνο στο Κομπάνι, παρότι αυτή έγινε πιο γνωστή από τις υπόλοιπες λόγω της πολιορκίας της πόλης και της ανακατάληψής της. Η τραγωδία που διέπει κάθε πόλεμο ήταν παιδικό παραμύθι μπροστά στον τρόπο που δρούσαν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, έχοντας πάντα τις πλάτες της Τουρκίας. Πλάτες ισχυρές, που εκπαίδευαν, φανάτιζαν, εξόπλιζαν και ενίοτε… ντόπαραν ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου, και φυσικά από την Τουρκία, που είχαν συνταχθεί στις γραμμές των εξτρεμιστών ισλαμιστών.
Η Ντιλμπέρ έχει πολεμήσει και συλλάβει πολλούς από αυτούς, πάντα όμως -όπως όλοι στο YPG- με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο δίκαιο του πολέμου. «Κρατούσαμε ομήρους στις φυλακές προκειμένου να τους ανταλλάξουμε με τους δικούς μας που κρατούσαν εκείνοι. Νοσηλεύαμε και θεραπεύαμε τους τραυματίες και προσπαθούσαμε να τους μιλήσουμε. Σε κάποιους από αυτούς έπαιρνε πολλές μέρες μέχρι να καθαρίσει ο οργανισμός τους από τις ουσίες και να μπορέσουν να μας μιλήσουν».
Τουρκικές ταυτότητες
Οι περισσότεροι είχαν πάνω τους τουρκικά πιστοποιητικά και ταυτότητες, ενώ κάποιοι ξένοι, συνήθως Ευρωπαίοι αλλά και Αραβες, ομολόγησαν πως εκπαιδεύτηκαν στην Τουρκία. Ενας άτυπος στρατός τζιχαντιστών, που δημιουργήθηκε για να πολεμήσει τους Κούρδους, στη διάθεση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ανθρωποι που προσηλυτίστηκαν, υπέστησαν πλύση εγκεφάλου, εκπαιδεύτηκαν στον βρόμικο πόλεμο και έζησαν υπό την επήρεια ουσιών προκειμένου να αποδώσουν. «Κάποιοι μας εξομολογήθηκαν πως οι Τούρκοι τούς υπόσχονταν πως αν πεθάνουν στο όνομα του τζιχάντ, θα πάνε στον παράδεισο, ενώ τις οικογένειές τους, που θα έμεναν πίσω, θα τις φρόντιζε η Τουρκία εσαεί».
Οι περισσότεροι πίστεψαν τις υποσχέσεις για καλή μεταθανάτια ζωή, ανάμεσα στις 40 παρθένες και τα πλούσια γεύματα με τον προφήτη Μωάμεθ. Πιστεύοντας, δε, πως είναι αμαρτία να πεθάνεις από βόλι Κούρδισσας, συλληφθείς τραυματίας, όταν άνοιξε τα μάτια του και είδε την Ντιλμπέρ με μια συντρόφισσα πάνω από το προσκέφαλό του, ρώτησε πού είναι οι υπόλοιπες παρθένες, κάνοντας τη νεαρή αγωνίστρια να αναρωτιέται για τα όρια του φανατισμού και της θρησκοληψίας και πού μπορεί να φτάνουν.
«Τους βλέπαμε με τις κελεμπίες να τρέχουν κατά πάνω μας, καμικάζι σε αποστολές αυτοκτονίας, φωνάζοντας “Αλλάχου Ακμπάρ”, νιώθοντας ατρόμητοι και προσπαθώντας όχι να πολεμήσουν, όπως εμείς, αλλά να πάρουν μαζί τους όσο περισσότερους Κούρδους γίνεται. Αρκετοί από αυτούς είχαν ένα κλειδί κρεμασμένο στον λαιμό τους, το οποίο πίστευαν πως ανοίγει τις πύλες του παραδείσου».
Δεν υπήρχε ήθος
Οι οδηγίες της Ντιλμπέρ στις δυνάμεις της συνήθως ήταν να συλλαμβάνονται οι τζιχαντιστές και όχι να σκοτώνονται, καθώς ήταν το μόνο μέσο ανταλλαγής με συλληφθέντες συντρόφους.
«Σε ακραίες περιπτώσεις αμυνόμασταν, όμως πρώτα προσπαθούσαμε να τους τραυματίσουμε μόνο για να τους συλλάβουμε. Παράλληλα, είναι θέμα αρχής να μην πειράζουμε ομήρους και να τους συμπεριφερόμαστε με τέτοιο τρόπο ώστε να απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματά τους. Αντίθετα, η άλλη πλευρά αποκεφάλιζε χωρίς δεύτερη σκέψη τους δικούς μας άνδρες και γυναίκες, τους βασάνιζε και τους εξευτέλιζε, μη διστάζοντας να βιντεοσκοπεί τις φρικαλαιότητες και, όταν ήταν δυνατό, να στέλνει το υλικό και στις οικογένειές τους». Δεν υπήρχε ήθος, παρά μόνο φρίκη και βαρβαρότητα στον δικό τους πόλεμο.
«Οι φίλοι μας είναι τα βουνά»
«Είμαστε τόσο μόνοι που ακόμη και τώρα, που ζητάμε από τα κράτη να επαναπατρίσουν τους χιλιάδες τζιχαντιστές υπηκόους ξένων χωρών που κρατούνται στο στρατόπεδο Χόλε -ως οφείλουν-, εκείνοι αρνούνται, κωλυσιεργούν, δεν κάνουν τίποτα»
«Πολεμήσαμε και υπερασπιστήκαμε και τους Αραβες και τους χριστιανούς της περιοχής. Ολους όσοι βρίσκονται να είναι τα θύματα του ισλαμικού εξτρεμισμού και φανατισμού. Θυσιάσαμε χιλιάδες νέους ανθρώπους για να προστατεύσουμε όλο τον κόσμο από τους τζιχαντιστές».
Οι Κούρδοι ήταν πάντα μόνοι. Μόνοι πολέμησαν, μόνοι πέθαναν και μόνοι προσπαθούν να επιβιώσουν. Εχοντας απέναντι, εκτός από την Τουρκία και τους τζιχαντιστές, το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ, υποβοηθούμενο από τη Μόσχα, και σχεδόν μηδαμινή βοήθεια από τον υπό τις ΗΠΑ συνασπισμό, παραμένουν στην ευρύτερη περιοχή η μόνη υπολογίσιμη δύναμη εδάφους.
«Με τους Αμερικανούς συνάψαμε μια αναγκαία συμμαχία. Δεν ήταν ποτέ φίλοι μας, δεν πίστεψαν στον αγώνα μας. Είχαν τα δικά τους συμφέροντα, όπως και οι Ρώσοι. Και οι Κούρδοι επωφεληθήκαμε, καθώς οι Αμερικανοί μπορούσαν να βομβαρδίσουν και να διαθέσουν μέσα που εμείς δεν είχαμε. Είναι ένας τρόπος για να επιβιώσεις, ενίοτε ο μόνος». Εκτός από τους ίδιους τους Κούρδους όμως (και κάποιους Ευρωπαίους διεθνιστές που πήγαν εθελοντικά να πολεμήσουν στο πλευρό τους), η Ντιλμπέρ δεν ένιωσε ποτέ να έχει βοήθεια και υιοθετεί τη φράση που πολύ λυπηρά, αλλά εύστοχα χαρακτηρίζει την τραγική ιστορία και μοίρα του λαού της: «No friends, but the mountains» (κανένας φίλος, μόνο τα βουνά). «Είμαστε τόσο μόνοι που ακόμη και τώρα, που ζητάμε από τα κράτη να επαναπατρίσουν τους χιλιάδες τζιχαντιστές υπηκόους ξένων χωρών που κρατούνται στο στρατόπεδο Χόλε -ως οφείλουν-, εκείνοι αρνούνται, κωλυσιεργούν, δεν κάνουν τίποτα». Και το μέλλον της Ροζάβα, το μέλλον του Κουρδιστάν παραμένει εξίσου αβέβαιο με πριν από τον πόλεμο. «Και όσο η Τουρκία παραμένει και δρα στην περιοχή, με τον υπόλοιπο κόσμο να αδιαφορεί, μόνο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα».
Η απειλή είναι ζωντανή
Οι Κούρδοι, άλλωστε, τόσο στο Κομπάνι όσο και στις άλλες πόλεις της βορειοανατολικής Συρίας δεν πολέμησαν μόνο για τον δικό τους σκοπό. «Πολεμήσαμε και υπερασπιστήκαμε και τους Αραβες και τους χριστιανούς της περιοχής. Ολους όσοι βρίσκονται να είναι τα θύματα του ισλαμικού εξτρεμισμού και φανατισμού. Θυσιάσαμε χιλιάδες νέους ανθρώπους για να προστατεύσουμε όλο τον κόσμο από τους τζιχαντιστές».
Στην πόλη Σερέ Κανιγιέ, τη Ρας αλ-Αϊν στα αραβικά, στη βορειοανατολική Συρία, οι Κούρδοι είναι μειονότητα. «Οι χριστιανοί εκεί είναι το κυρίαρχο στοιχείο και υπάρχουν και κάποιοι Αραβες και Τουρκμάνοι. Εμείς πολεμήσαμε για όλους αυτούς σε δύο μεγάλες μάχες -στη μάχη των 10 και στη μάχη των 14 ημερών, πίσω στο 2012- και απελευθερώσαμε την πόλη από τους τζιχαντιστές. Μέχρι που οι Αμερικανοί το 2019, επί Τραμπ, μας εγκατέλειψαν και τώρα η πόλη έχει καταληφθεί από τους Τούρκους. Αντίστοιχα χάσαμε το Αφρίν εξαιτίας των Ρώσων».
Και η Δύση συνολικά έχει κάνει σαφές πως δεν νοιάζεται ιδιαίτερα γι’ αυτούς τους μαχητές. Ακόμη και σήμερα οι μάχες συνεχίζονται χωρίς εξοπλισμούς και χωρίς υποδομές. Χιλιάδες Κούρδοι τραυματίες θα είχαν μια ευκαιρία να αναρρώσουν σε ένα νοσοκομείο της Ευρώπης, όμως και τώρα έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, με τις ΗΠΑ και το ευρωπαϊκό μπλοκ να πανηγυρίζουν που υποτίθεται «κέρδισαν τη μάχη με το ακραίο Ισλάμ», ενώ η απειλή, ίσως η πιο επικίνδυνη, παραμένει. Και το έγκλημα της εθνοκάθαρσης των Κούρδων στη βόρεια Συρία από την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζεται, ενώ η διεθνής κοινότητα κλείνει με συγκλονιστική και ανατριχιαστική συνέπεια τα μάτια.