Ο πολύπειρος διπλωμάτης παίρνει θέση σε μια σειρά από ζητήματα και αποκαλύπτει πτυχές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, σε μια συνέντευξη που θα συζητηθεί.
- Συνέντευξη στον Παναγιώτη Λιάκο
Ο Πρέσβης ε.τ. Περικλής Νεάρχου είναι ένας από τους εμπειρότερους διπλωμάτες, που διαθέτει ο Ελληνισμός. Κατά τη διάρκεια της μακράς σταδιοδρομίας του έχει διατελέσει διπλωματικός σύμβουλος του Ανδρέα αλλά και του Γιώργου Παπανδρέου και Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Παρίσι, με πρόσκληση του αειμνήστου Προέδρου της Κύπρου Τάσσου Παπαδόπουλου.
Γεννήθηκε στην Κύπρο, σπούδασε Φιλολογία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Tours και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι. Επίσης, έχει υπηρετήσει ως Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και είναι συγγραφέας των βιβλίων: «Το Μήνυμα του Απόλλωνα» (1997) και «Η Ελλάδα σε Κίνδυνο, Ιδέες και Θέσεις για Εθνική Ανασύνταξη» (2014).
Στη συνέντευξη που ακολουθεί αποκαλύπτει μια άγνωστη λεπτομέρεια από τις διεργασίες γύρω από το διπλωματικό και πολιτικό θρίλερ του απορριφθέντος από τους αδελφούς Κυπρίους σχεδίου Ανάν και την ενδοτικότητα του Γιώργου Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη, τοποθετείται σε μια σειρά ζητημάτων όπως οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά, στις διεθνείς συμμαχίες που συνάπτει, στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού και την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών.
Επίσης, ο κ. Νεάρχου παίρνει θέση για ζητήματα ευρύτερης ιδεολογικής και πολιτικής σημασίας όπως το μέλλον του έθνους κράτους, ο αυταρχισμός της πολιτικής παγκοσμιοποίησης, ο εθνομηδενισμός σε συνδυασμό με την αθρόα λαθρομετανάστευση και η ανάγκη χρήσης του Ελληνικού Πολιτισμού σαν διπλωματικό εργαλείο.
Είναι γνωστό ότι διατελέσατε προσωπικός φίλος και διπλωματικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου. Πώς κρίνετε τις πρόσφατες εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ; Γιατί ηττήθηκε με τόσο μεγάλη διαφορά ο Γιώργος Παπανδρέου;
Η πεμπτουσία του ΠΑΣΟΚ και αυτό που το κατέστησε κυρίαρχο στην πολιτική ζωή της χώρας, για μια μεγάλη περίοδο, ήταν η σύνθεση σ’ αυτό της προοδευτικής πολιτικής με τον πατριωτισμό. Η υπερίσχυση του Σημιτισμού, μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, οδήγησε, σταδιακά, στην αλλοτρίωση του ΠΑΣΟΚ και στην παρακμή του. Ο Γιώργος Παπανδρέου συμβάδισε, ως πολιτικό και ιδεολογικό δίδυμο, με τον Κώστα Σημίτη και μετά τον διαδέχθηκε ως συνεχιστής των ίδιων πολιτικών. Οι αποφάσεις που πήρε, κατά το χειρισμό της μεγάλης οικονομικές κρίσεως του 2010, είχαν τραγικές συνέπειες για τη χώρα και τον κατεδίκασαν στη συνείδηση του Ελληνικού λαού. Η προσπάθεια επιστροφής στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ και στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας, ήταν φυσικό να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, που μεταφράσθηκαν και σε ανάλογη εκλογική ήττα.
Όταν είχατε συνεργαστεί με τον Γιώργο Παπανδρέου στο υπΕξ, ποιες ήταν οι εντυπώσεις που σας άφησε; Γνωρίζει τα θέματα; Συμμερίζεται την εθνική γραμμή σε ζητήματα όπως τα ελληνοτουρκικά;
Ο Γιώργος Παπανδρέου έχει μια δική του, διαφορετική προσέγγιση στα Ελληνοτουρκικά, που βρίσκεται στους αντίποδες της πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου. Πιστεύει σε μια κατευναστική πολιτική, που υποτιμά το γεγονός ότι η Άγκυρα έχει μια μακροπρόθεσμη επεκτατική και διεκδικητική πολιτική σε βάρος της Ελλάδος. Δεν πρόκειται περί παρεξηγήσεως ή περί μικρών διαφορών, που μπορούν να λυθούν με καλή θέληση. Δεν πρόκειται επίσης για άγνοια των θεμάτων, αλλά για μια άλλη πολιτική, που καταλήγει σε απροκάλυπτο ενδοτισμό. Ένα παράδειγμα είναι το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο. Ο Κώστας Σημίτης και ο Γιώργος Παπανδρέου, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής του Ελσίνκι, την οποίαν και σήμερα εκθειάζουν, θεωρούσαν ως «καλή» λύση το σχέδιο Ανάν, το οποίο, στην πραγματικότητα, ήταν ολέθριο και απερρίφθη στο σχετικό δημοψήφισμα από τη συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού λαού. Είχα την ευκαιρία να συζητήσω προσωπικά το θέμα με τον αείμνηστο Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο. Μου απεκάλυψε ότι είχε τηλεφωνήσει στον Γιώργο Παπανδρέου και του είχε ζητήσει να μην κάνει καμιά τοποθέτηση, πριν το δικό του διάγγελμα. Ο Γιώργος Παπανδρέου έκανε ακριβώς το αντίθετο, προσπαθώντας να επηρεάσει την κοινή γνώμη υπέρ του σχεδίου Ανάν.
Πώς εκτιμάτε ότι θα κινηθεί η Τουρκία στο άμεσο μέλλον σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο; Η ημέρα μετά την περίοδο κυριαρχίας του Ερντογάν θα είναι καλύτερη ή χειρότερη για τις μεταξύ μας σχέσεις;
Η Τουρκία ακολουθεί μια μακροπρόθεσμη πολιτική, που έχει ως στόχο την ανάδειξη της σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη και ηγεμονική στην Ανατολική Μεσόγειο. Προφανώς, η επιδιωκόμενη ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να επιτευχθεί, με σεβασμό της κυριαρχίας και των δικαιωμάτων της Κύπρου και της Ελλάδος. Η διαφοροποίηση του Ερντογάν σε σχέση με τους προηγούμενους Τούρκους ηγέτες συνίσταται στην απροκάλυπτη ηγεμονική πολιτική, με επιθετικότητα προς κάθε κατεύθυνση και με ιδεολογία αναφοράς την Οθωμανική αυτοκρατορία και το Ισλάμ. Είναι βέβαιο ότι, ακόμη και μετά την έκλειψη του Ερντογάν, οι επόμενοι Τούρκοι ηγέτες θ ‘ αναζητήσουν ενδεχομένως μια πιο ισορροπημένη και λιγότερο έξαλλη πολιτική, αλλά δεν θα εγκαταλείψουν τα οράματα μεγαλείου, που προέβαλε και επέβαλε ο Ερντογάν. Μόνο εχέγγυο της χώρας μας απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση, είναι η διασφάλιση της αναγκαίας αποτρεπτικής δυνάμεως και ισορροπίας, όπως επίσης των ενδεικνυομένων στρατηγικών συμμαχιών.
Η κυβέρνηση πορεύεται σωστά στα εθνικά και αμυντικά ζητήματα; Ποιες είναι οι σωστές κινήσεις και ποια τα σφάλματά της;
Η σημερινή Κυβέρνηση, υπό την επιταγή της ανάγκης, εγκατέλειψε, ευτυχώς, την πολιτική απραξίας στους εξοπλισμούς, που επικράτησε κατά την προηγούμενη δεκαπενταετία. Τις συνέπειες της απραξίας αυτής μπορεί κανείς να τις αναλογισθεί, εάν ο παράλληλος Τουρκικός στρατηγικός σχεδιασμός εξελισσόταν ομαλά και η Τουρκία παρελάμβανε τα αεροσκάφη F- 35. Πως θα αντιμετώπιζε η Ελλάδα μια τέτοια ανατροπή της ισορροπίας στον αέρα; Δεν είναι μυστικό ότι στρατηγική του Ερντογάν ήταν η κατάκτηση της αεροναυτικής υπεροχής έναντι της Ελλάδος, ώστε η Τουρκία να είναι σε θέση να εκβιάσει στρατηγικά την Ελλάδα και να πάρει, από θέση ισχύος, ό,τι θέλει στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Η ακύρωση της παραλαβής των F-35 και η εσπευσμένη προμήθεια από την Ελλάδα των Γαλλικών Ραφάλ, ανέτρεψε το σκηνικό και έδωσε το πλεονέκτημα στην Ελλάδα.
Η παραγγελία επίσης των φρεγατών Belharra, σε συνδυασμό με την υπογραφή της Ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, που περιλαμβάνει ορό αμυντικής συνδρομής, είναι κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, που πρέπει όμως να ακολουθηθούν και από αλλες.
Πρέπει, πάντως, να σημειώσω, στον τομέα των εξοπλισμών, τρία μεγάλα κενά, τα οποία πρέπει να καλυφθούν κατεπειγόντως. Το πρώτο αφορά την καθυστέρηση της Ελλάδος στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και στις ανάλογες τακτικές μάχης, αντίθετα με την αλματώδη Τουρκική ανάπτυξη. Ο δεύτερος είναι ο τομέας των βαλλιστικών πυραύλων, στους οποίους η Ελλάδα έχει επίσης πολύ σημαντική καθυστέρηση. Ο τρίτος τομέας, που συνάπτεται με τους δυο προηγούμενους, είναι η εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Ο ανταγωνισμός με την Τουρκία είναι αγώνας μακροπρόθεσμος και δεν είναι μόνο οπλικών συστημάτων, αλλά επίσης τεχνολογίας και έρευνας. Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιτρέψει μακροπρόθεσμα να υποσκελισθεί από την Τουρκία στην επιστήμη, την έρευνα και την τεχνολογία. Πρέπει άμεσα να ιδρυθεί Υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, το οποίο να αναλάβει το συντονισμό της έρευνας και της αναπτύξεως και τη διαμόρφωση μιας σταθερής και μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας.
Ήταν σωστό που δώσαμε τόσες πολλές βάσεις και διευκολύνσεις στις ΗΠΑ, με την υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας που συνάψαμε; Πήραμε ουσιαστικό αντάλλαγμα ή αόριστες διαβεβαιώσεις;
Η υπογραφή της νέας Ελληνοαμερικανικής Αμυντικής Συμφωνίας συνέπεσε με την κρίση στις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις και την αναζήτηση από τις ΗΠΑ εναλλακτικών λύσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, δικαιολογείται μια πολιτική, που αποσκοπεί στη μείωση της στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας στους Αμερικανικούς και Νατοϊκούς σχεδιασμούς. Η Σούδα και η στρατηγική οδός της Θράκης, με αφετηρία την Αλεξανδρούπολη, εντάσσονται στη λογική αυτή. Παράγονται, προφανώς, και παρενέργειες, τις οποίες η Κυβέρνηση πρέπει να λαμβάνει υπόψιν και να προσπαθεί να αντισταθμίζει και να εξισορροπεί, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης πολιτικής.
Αυτό το οποίο με ανησυχεί και το οποίο πρέπει, με κάθε τρόπο, να αποτραπεί, είναι η ανανέωση επ’ αόριστον της παραμονής των Αμερικανικών βάσεων, η οποία προβλέπεται εάν καμιά από τις δυο πλευρές δεν φέρει αντίρρηση, 18 μήνες πριν την εκπνοή της παρούσης πενταετούς συμφωνίας. Παράταση επ’ αόριστον θέτει θέμα κυριαρχίας και αφαιρεί από την Ελληνική πλευρά οποιαδήποτε διαπραγματευτική δυνατότητα. Ήδη, τα υποτιθέμενα ανταλλάγματα, που εξασφαλίσθηκαν για την υπογραφή της παρούσης συμφωνίας, είναι πενιχρά. Η επιστολή Μπλίνκεν έχει την αξία της, αλλά δεν πρέπει να υπερτιμούμε τη σημασία εγγυήσεων που δίνονται από μεγάλες δυνάμεις, στο πλαίσιο γενικών στρατηγικών συμφερόντων.
Τι αντίκτυπο άφησε στην Ελλάδα η πανδημία του κορωνοϊού;
Η Ελλάδα τα πήγε πολύ καλά στην πρώτη φάση της πανδημίας. Η συνέχεια ήταν, δυστυχώς, απογοητευτική. Η Ελλάδα κατέχει σήμερα μια από τις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη. Προφανώς, έγιναν λάθη και ασκήθηκαν ανεπαρκείς πολιτικές. Το χειρότερο είναι ο διχασμός της κοινωνίας. Θα πρέπει, δυστυχώς, να παραδεχθούμε ότι στο θέμα αυτό δεν υπάρχουν ασφαλείς βεβαιότητες. Ένδειξη του γεγονότος αυτού είναι και ο σχετικός διχασμός μεταξύ των ειδικών, αλλά και οι υποψίες για ενδεχόμενες χειραγωγήσεις και ασύδοτα σχέδια κερδοσκοπίας μεγάλων φαρμακευτικών βιομηχανιών. Χρειάζεται γι ‘ αυτό ψύχραιμη σύνεση και η αποφυγή οποιουδήποτε είδους φανατισμού. Η πανδημία είναι θέμα που παράγει θάνατο και πρέπει να αντιμετωπίζεται με αίσθημα ευθύνης και σεβασμού της ζωής.
Προσωπικά είστε υπέρ της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού και της επιβολής προστίμων;
Όχι, δεν είμαι υπέρ μιας υποχρεωτικότητας που διχάζει και φέρνει πόλωση στην κοινωνία. Πολύ περισσότερο, δεν είμαι υπέρ των κυρώσεων, που πλήττουν και ταπεινώνουν τους πιο αδύνατους. Ο σωστός δρόμος είναι η ενημέρωση και η πειθώ. Αν δεν υπήρχαν οι αβεβαιότητες, για τις οποίες έκανα λόγο παραπάνω, η υποχρεωτικότητα θα είχε νόημα. Με υπάρχουσες όμως αυτές, είναι αναπόφευκτες οι αμφιβολίες, οι επιφυλάξεις και οι αρνήσεις.
Το έθνος κράτος βρίσκεται σε αποδρομή ή είναι μια δομή κοινωνικής και πολιτισμικής συγκρότησης που θα επιβιώσει;
Το έθνος – κράτος είναι συνδεδεμένο με τη λαϊκή κυριαρχία, την έννοια του αυτεξούσιου πολίτη και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κατοχυρώνονται από το σύνταγμα της λαϊκής κυριαρχίας. Το έθνος – κράτος έχει ως πρότυπο και αναφορά την αρχαία κλασική πόλη, με τη διαφορά ότι η δημοκρατική συμμετοχή δεν είναι άμεση αλλά αντιπροσωπευτική και ότι το γεωγραφικό και πληθυσμιακό μέγεθος του έχει άλλη, πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.
Το έθνος – κράτος έγινε καταλύτης για τη διάλυση των μεγάλων πολυεθνικών αυτοκρατοριών και προηγουμένως της φεουδαρχίας στην Ευρώπη. Η παγκοσμιοποίηση, ως έκφραση ολιγαρχικών διεθνών δυνάμεων, που επιδιώκουν μια ενιαία παγκόσμια αγορά, υπό τη δική τους κυριαρχία, στοχοποιούν και υποσκάπτουν σήμερα το εθνικό κράτος και το έθνος, γιατί βλέπουν σ’ αυτό ένα εμπόδιο στην εγκαθίδρυση της αυταρχικής ηγεμονίας τους. Η τελευταία παρουσιάζεται με το ένδυμα μιας παγκόσμιας διακυβερνήσεως, που θ ‘ αντιμετωπίσει δήθεν τα παγκοσμιοποιημένα πλέον προβλήματα. Ποιοι θα ασκούν όμως την εξουσία σε μια τέτοια παγκόσμια διακυβέρνηση και στο όνομα ποιων ;
Το έθνος – κράτος είναι η βάση της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατικής πολιτικής ζωής. Το πλαίσιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το ιδεώδες της συλλογικής πολιτικής ζωής, που είναι ο άξονας της ιστορίας και του πολιτισμού κάθε λαού. Αυτοί που αντιμάχονται το έθνος επιτελούν σχέτλιο έργο και προάγουν, στην πραγματικότητα, την αλλοτρίωση του λαού τους και την υπονόμευση της δημοκρατικής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας του. Είμαι βέβαιος όμως ότι η προβαλλόμενη και προπαγανδιζόμενη παγκοσμιοποίηση, που παρουσιάζεται ως μια δήθεν αναπόφευκτη ιστορική εξέλιξη, θ ‘ αποκαλυφθεί ως μια φενάκη διεθνούς αυταρχισμού, που συγχέει σκοπίμως και δολίως την τεχνική παγκοσμιοποίηση, που είναι υπαρκτή, με την πολιτική παγκοσμιοποίηση, που είναι πολύ διαφορετικό θέμα. Η πρώτη έχει ως βάση την τεχνολογική επανάσταση, που είναι σε εξέλιξη. Η δεύτερη συνδέεται με την πολιτική ζωή, την κυριαρχία και τη θέληση των λαών και των εθνών.
Έχουμε μέλλον στην Ε.Ε., έτσι όπως διαμορφώνεται; Το ευρώ είναι ένα νόμισμα στο οποίο πρέπει να στηρίζουμε, σε μακροπρόθεσμη βάση, το ελληνικό μέλλον ή οφείλουμε να σχεδιάσουμε την επόμενη ημέρα;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως διαμορφώθηκε σήμερα, δεν είναι ασφαλώς η Ευρώπη, η οποία προεβλήθη ως όραμα και πολιτικό σχέδιο στους Ευρωπαϊκούς λαούς. Δεν κατόρθωσε να επιτύχει μια πραγματική πολιτική ενοποίηση, γιατί αυτή δεν είναι εύκολη, με τις διαφορές και τους ανταγωνισμούς που υπάρχουν. Η αδυναμία αυτή δεν μπορεί να αντισταθμισθεί από την ενοποίηση μόνο της αγοράς. Η πολιτική αναδιανέμει και εφαρμόζει πολιτικές αλληλεγγύης, συγκλίσεως και συνοχής. Η αγορά αντικαθρεφτίζει τους υπάρχοντες συσχετισμούς και αναδεικνύει εκ των πραγμάτων σε ηγεμονική θέση τον ισχυρότερο.
Αυτό φαίνεται και στο ευρώ. Το νόμισμα είναι, κατά κανόνα, το επιστέγασμα και η επιτομή της πολιτικής ενότητας. Στην περίπτωση του ευρώ, εγινε ακριβώς το αντίθετο, με το επιχείρημα ότι η εισαγωγή του θα εκβίαζε τις εξελίξεις και θα επιτάχυνε την ενοποίηση. Αυτό, βεβαίως, δεν έγινε. Αντιθέτως, παγίωσε, με άνισους όρους, την ενοποίηση της αγοράς.
Τις συνέπειες της καταστάσεως αυτής, τις είδε η Ελλάδα, κατά τη μεγάλη κρίση του 2010. Η Ελλάδα έμεινε ουσιαστικά απροστάτευτη από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών και εκβιάσθηκε να υποστεί τα ολέθρια μνημόνια για να διασωθούν οι Ευρωπαϊκές τράπεζες και να στηριχθεί το ευρώ.
Η καταστροφή την οποίαν υπέστη η Ελλάδα συγκρίνεται μόνο με καταστροφή που συμβαίνει μετά από πόλεμο. Η χώρα σήμερα είναι υποθηκευμένη σ’ ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, πολλαπλάσιο από εκείνο, το οποίο πυροδότησε, υποτίθεται, την κρίση. Κάτω από τις συνθήκες αυτές και με ήδη τετελεσμένη τη μεγάλη καταστροφή, φαίνεται αδιανόητη σήμερα, στη μεγάλη πλειοψηφία, μια άλλη μεγάλη περιπέτεια, με έξοδο της Ελλάδος από το ευρώ. Μια τέτοια εξέλιξη συνδέεται με μια γενικότερη κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.
Με αφορμή τις εκλογές στο ΚΙΝΑΛ είδαμε να διεξάγεται ένας διάλογος Ανδρουλάκη – Παπανδρέου σχετικά με την κατάργηση της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων της Ε.Ε. πλην των θεμάτων διεύρυνσης. Τι θα συμβεί αν επιβληθεί αυτό που θέλει ο νέος πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ και λαμβάνονται αποφάσεις με σχετική πλειοψηφία για μια σειρά από ζητήματα (π.χ. όπως η αγροτική πολιτική, το μεταναστευτικό, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.ά.);
Διάβασα, με ανησυχία, την άποψη αυτή στις δηλώσεις του κ. Ανδρουλάκη. Ελπίζω να μη εμμείνει στην άποψη αυτή και να μη καταστεί επίσημη θέση του ΚΙΝΑΛ. Είναι μια πολύ λάθος θέση, που ευνοεί τα ισχυρά κράτη, πρωτίστως τη Γερμανία και μια Γερμανοκρατούμενη Ευρώπη. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, φοβούμενος ακριβώς τη συνεννόηση μεταξύ των μεγάλων και την περιθωριοποίηση των μικρών, μιλούσε πάντα για το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, Δεν είναι δυνατόν, επομένως, η ίδια η Ελλάδα να υπερακοντίζει προς μια τέτοια κατεύθυνση, όταν έχουμε, συνεχώς, ενώπιον μας τη στάση, π. χ., της Γερμανίας στα Ελληνοτουρκικά.
Ποιο είναι το βασικό έλλειμμα του πολιτικού βίου της χώρας; Το σκηνικό της Μεταπολίτευσης έχει μέλλον μπροστά του;
Το βασικό έλλειμμα του πολιτικού βίου της χώρας είναι η ανεπάρκεια του κράτους και η αναξιοκρατία. Τα δυο συνδέονται, βεβαίως, μεταξύ τους. Όταν, π. χ., επί ολόκληρες δεκαετίες, δεν γίνονται αξιοκρατικές εξετάσεις για την πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων και προσλαμβάνονται δήθεν έκτακτοι, χωρίς τα αναγκαία προσόντα, είναι φυσικό το κράτος αυτό να είναι προβληματικό. Η προβληματικότητα εκδηλώνεται με την έλλειψη η ανεπάρκεια πολιτικών σε όλους τους τομείς.
Το πρόβλημα αυτό του κράτους συμπορεύεται, βεβαίως, με την ποιότητα, την επάρκεια και το ήθος των πολιτικών ηγετών και του πολιτικού συστήματος. Η Μεταπολίτευση δεν έφερε τα αποτελέσματα, που θα ανέμενε κανείς, μετά την πτώση της δικτατορίας. Η χώρα παλινδρόμησε σε παλαιές παθογένειες και δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει μια σταθερή στρατηγική τροχιά, που θα οδηγούσε στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων του εκσυγχρονισμού της και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των εθνικών της προβλημάτων. Αντιθέτως, υπάρχουν και πολλά ερωτήματα για τον τρόπο, π. χ., με τον οποίο αντιμετώπισε και η μεταχουντική Κυβέρνηση την τραγωδία της Κύπρου. Εκπλήττεται επίσης κανείς από τη μυθοποίηση του Πολυτεχνείου σε σχέση με την ανατροπή της χούντας, ενώ είναι ηλίου φαεινότερον ότι η πτώση της χούντας επήλθε μετά την τραγωδία της Κύπρου. Θα έλεγε κανείς ότι αυτά είναι λεπτομέρειες μιας πολύ ευρύτερης πολιτικής εξελίξεως και ακολουθίας γεγονότων. Είναι δείγμα όμως μιας αναγνώσεως των γεγονότων και της ανταποκρίσεως αυτής της αναγνώσεως στην πραγματικότητα. Η κάθαρση σε μια τραγωδία δίνει μια νέα δύναμη και θέληση στο έθνος και η αλήθεια για τη σημασία των γεγονότων ορθοτομεί μια νέα σκέψη και πολιτική πορεία.
Ο γενικός απολογισμός της Μεταπολιτεύσεως, ιδίως μετά την καταστροφή των μνημονίων, δεν μπορεί να θεωρηθεί θετικός. Αντιθέτως, προκαλεί μεγάλη ανησυχία, εάν ληφθούν υπόψιν δυο νέα εθνικά προβλήματα, που δημιουργήθηκαν, κατά την περίοδο αυτή, εκ του μη όντος. Το πρώτο είναι η μαζική παράνομη μετανάστευση, που απειλεί ευθέως την εθνική συνοχή και ταυτότητα της χώρας. Το δεύτερο, που είναι της ιδίας υφής, είναι το περίεργο και παράδοξο φαινόμενο ενός μαζικού εθνομηδενισμού, που συγκλίνει με το πρώτο. Ο τελευταίος υποθάλπεται απροκάλυπτα από κόμματα, ΜΚΟ, αλλά και κυβερνητικές πολιτικές, με πρόσχημα την παγκοσμιοποίηση και τα ιδεολογήματα της και τη μετάλλαξη της Ελληνικής κοινωνίας σε δήθεν «πολυπολιτισμική». Η Ελλάδα είχε το χρόνο και την ευκαιρία να δει τις συνέπειες των λεγομένων «πολυπολιτιστικών» πολιτικών και των συναφών ιδεολογημάτων, που εφαρμόσθηκαν προηγουμένως σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Αντί όμως να εξαγάγει τα οφειλόμενα συμπεράσματα, πρωτοστάτησε στην προώθηση τέτοιων πολιτικών, παραγνωρίζοντας ακόμη και τα θέματα ασφαλείας της χώρας, εφόσον είναι δεδομένο ότι η Άγκυρα εργαλειοποιεί την παράνομη μετανάστευση για δικούς της γεωπολιτικούς και διπλωματικούς σκοπούς. Η μη ανάσχεση και αναστροφή των πολιτικών αυτών, υποθηκεύει και απειλεί το εθνικό μέλλον της χώρας.
Μπορείτε να προτείνετε έναν οδικό χάρτη αύξησης της διπλωματικής ισχύος της Ελλάδας;
Η διπλωματική ισχύς της χώρας είναι η συνισταμένη της ισχύος της σε όλους τους τομείς. Η διπλωματία μπορεί να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική και στρατηγική θέση της χώρας και να λειτουργήσει ως εκφραστής και πολλαπλασιαστής των πλεονεκτημάτων της. Δεν μπορεί όμως να υποκαταστήσει το έλλειμμα στρατιωτικής, οικονομικής, τεχνολογικής και βιομηχανικής ισχύος. Μπορεί, με δεδομένες πολιτικές, ελιγμούς και συμμαχίες, να ενισχύσει τη χώρα και να αγοράσει χρόνο για την προετοιμασία της εν όψει μιας αναπόφευκτης αντιπαραθέσεως η να εργασθεί για την αποτροπή της. Η διπλωματία δεν είναι επίσης ανεξάρτητη από τη γενικότερη πολιτική και στρατηγική της χώρας. Βασική αρχή για την εξωτερική πολιτική είναι ο ανεξάρτητος καθορισμός των συμφερόντων και των στόχων της. Αυτό προϋποθέτει, φυσικά, πολιτική ηγεσία που είναι ικανή και πρόθυμη να στηρίξει τα συμφέροντα αυτά και τους στόχους και διαθέτει την πολιτική ευφυΐα, τη γνώση, τη διορατικότητα, τη στρατηγική αντίληψη και την αποφασιστικότητα, ώστε να πάρει τις επιβεβλημένες αποφάσεις.
Διπλωματική ισχύς σημαίνει επίσης επαρκής οργάνωση και επάνδρωση των υπηρεσιών και εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής λειτουργίας τους. Η διπλωματία σήμερα δεν περιορίζεται στον στενό παραδοσιακό τομέα των εξωτερικών σχέσεων. Περιλαμβάνει επίσης όλους τους βασικούς τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού. Για τον τελευταίο, στη διαχρονική του διάσταση, Αρχαίο, Βυζαντινό, σύγχρονο, πρέπει να δίδεται η δέουσα προσοχή, γιατί από την άποψη αυτή έχει μια μοναδική οικουμενικότητα και αναγνώριση.